ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

19ο ΦΝΘ: Ελληνικό πανόραμα

Ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά 64 ελληνικά ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει το φετινό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Από προσωπικές ιστορίες, σε ενδιαφέροντα πορτρέτα, σε ιστορίες προσφυγιάς και επιβίωσης, στο πώς να ζεις στην Ελλάδα του σήμερα, τα ντοκιμαντέρ καλύπτουν ευρεία θεματική γκάμα.

event_8744

Ο πρώην χρήστης Δομίνικος Ιγνατιάδης συμμετέχει και αυτός στο διαγωνιστικό τμήμα με το ντοκιμαντέρ «Village Potemkin», μία ταινία γεμάτη ειλικρίνεια για τη χρήση ουσιών στη σύγχρονη Αθήνα. Ο τίτλος προέρχεται από την πρόχειρη αναστήλωση προσόψεων κτιρίων με εντολή του Γκ.Ποτέμκιν, προκειμένου να περάσει η Αικατερίνη της Ρωσίας και να μην καταλάβει την πραγματική εικόνα της ρωσικής επαρχίας. Με τον ίδιο τρόπο, τονίζει ο Ιγνατιάδης, αντιμετωπίζονται και οι χρήστες ναρκωτικών ουσιών. Μεταφέρονται από τις Αρχές, προκειμένου να μη φανεί το πρόβλημα, ενώ και τα προγράμματα απεξάρτησης μεταφέρουν και αυτά συχνά το πρόβλημα από την εξάρτηση στην ηρωίνη σε εξάρτηση από άλλες ουσίες. Ο Ιγνατιάδης μιλά με χρήστες που δεν διστάζουν να αποκαλύψουν σκληρές αλήθειες για τον εαυτό τους: για τη χαμηλή αυτοεκτίμηση και την έλλειψη αγάπης -προς τους ίδιους πρώτα- σε μία Αθήνα που δεν συγχωρεί.

shingal03

 

Στο εξαιρετικό «Πού Είσαι Σινγκάλ;» του Άγγελου Ράλλη, μία ομάδα προσφύγων Γεζίντι που βρίσκονται κοντά στα τουρκικά σύνορα νοσταλγούν την πατρίδα τους, τη Σινγκάλ, που έχει πέσει στα χέρια του Ισλαμικού Κράτους. Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί μια οικογένεια που προσπαθεί να απελευθερώσει την κόρη που έχει απαχθεί από το Ισλαμικό Κράτος. Μία από τις ομάδες που έχουν υποστεί πολλές διώξεις στη διάρκεια της ιστορίας τους, οι Γεζίντι φαίνεται ότι κουβαλούν, αισθάνονται και υπομένουν τα βάσανά τους με την ελπίδα της επιστροφής στην πατρίδα. Την επιστροφή αυτή -με τη μορφή επίσκεψης- στη Σινγκάλ παρακολουθεί ο σκηνοθέτης, με τους πρόσφυγες να βλέπουν τα κατεστραμμένα σπίτια τους και τους δρόμους και να αποχαιρετούν με τρόπο σκληρό το όνειρο της Σινγκάλ.

To «The Extra Mile» παρακολουθεί τις προσπάθειες του Λευτέρη Παρασκευά να πραγματοποιήσει ένα ιδιαίτερα απαιτητικό τρίαθλο: να τρέξει από το Λονδίνο στο Ντόβερ, να διασχίσει κολυμπώντας τη Μάγχη και μόλις φτάσει στην ακτή να κάνει ποδήλατο μέχρι το Παρίσι. Ο Λευτέρης βοηθά έτσι μια φιλανθρωπική οργάνωση. Το ντοκιμαντέρ της Βικτώριας Βελλοπούλου σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός ανθρώπου που βάζει έναν στόχο και θέλει να πετύχει, τον συνοδεύει στις επιτυχίες και τις αποτυχίες του, αν και ορισμένες φορές γίνεται αναφορά σε κάποια ζητήματα, στα οποία το ντοκιμαντέρ δεν εμβαθύνει ιδιαίτερα (όπως οι αναφορές στην Ελλάδα της κρίσης).

ichthes

Το «ΙΧΘΥΣ» του Χρήστου Καραλιά σου φαίνεται ενδιαφέρον ήδη από την κεντρική ιδέα του. Ο σκηνοθέτης μπαίνει στο σπίτι μιας οικογένειας που ζει μόνη της κάπου απόμερα, σε σπίτι με μεγάλο κήπο και έχει αποφασίσει να μεγαλώσει τα παιδιά της με τις διδαχές του Ιησού, να τους δώσει παιδεία στο σπίτι (το λεγόμενο home schooling) και να τα μεγαλώσει με τρόπο αντισυμβατικό. Από τα πρώτα πλάνα του, το ντοκιμαντέρ φέρνει στο μυαλό μας τον Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου. Και όχι μόνο λόγω θέματος, αλλά και λόγω ομοιότητας του εξωτερικού περιβάλλοντος. Ο κήπος με τον φράχτη, η γάτα. Το ντοκιμαντέρ μοιάζει όμως να έχει πιο πολλά κοινά στοιχεία με το Captain Fantastic και τις παιδαγωγικές του μεθόδους. Τα παιδιά αυτά δεν είναι αποκλεισμένα από την κοινωνία -αν και υπάρχει κάτι ανησυχητικό στο ότι ο μεγάλος γιος λέει ότι δεν έχει την ανάγκη να βγει έξω με τους φίλους του. Ο πατέρας τους είναι μορφωμένος και εξηγεί με σαφήνεια τι πιστεύει ότι λειτουργεί με λανθασμένο τρόπο στο σύστημα που μας περιβάλλει, ενώ τους μαθαίνει μουσική με Black Sabbath! Η αλήθεια είναι ότι το θέμα του ντοκιμαντέρ δικαιολογεί μία μεγάλου μήκους ταινία. Ως έχει, αισθάνεσαι ότι κάτι λείπει. Έχεις τις συνεντεύξεις και τις μικρές στιγμές, αλλά λείπει η εμβάθυνση στο θέμα που θα προέκυπτε από την παρατήρηση.

Στο συγκινητικό μικρού μήκους «Ο Ξυλουργός και η γυναίκα του», του Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου, η απουσία της μνήμης της γυναίκας του, δίνει ώθηση στον άντρα της, έναν γλυκίτατο ηλικιωμένο, συνταξιούχο ξυλουργό, ενώ η μετέπειτα απουσία του θανάτου της είναι τόσο βαριά που μόνο καταγράφοντας την ιστορία τους σε βιβλίο μπορεί να κατευνάσει τον πόνο μέσα του.

Απουσία είχαμε και στο «Διάλογο του Βερολίνου», αλλά του σκηνοθέτη που δε μπόρεσε να έρθει στην προβολή της ταινίας του, λόγω απεργίας στο αεροδρόμειο του Βερολίνου. O δημιουργός, παρά τις γνώσεις του για τέχνη, δε μπορεί να κρύψει την επικριτική και επιθετική του στάση στη Γερμανία.

Το ελληνικό «Βυζιά» των Ανιές Σκλάβου και Στέλιου Τατάκη, μιλούν ανοιχτά για τον καρκίνο του στήθους, προσεγγίζοντας το γυναικείο στήθος ιστορικά, ερωτικά, ρομαντικά μάλλον περισσότερο από αισθησιακά. Εντυπωσιακή συλλογή υλικού και παρουσίασης από πολλές γυναίκες, επιδιώκει να εξαπλωθεί στο θέμα του, όμως τελικά επικεντρώνεται σε μια κεντρική ιστορία, όπου αφιερώνει πολύ χρόνο, ίσως περισσότερο από όσο θα έπρεπε.

four-dimensions-lamp

Στο ντοκιμαντέρ «Τέσσερις Διαστάσεις και μια Λάμπα», ο Θανάσης Νεοφώτιστος ανατρέπει τους κανόνες, χρησιμοποιώντας στοιχεία ψευδοντοκιμαντέρ για να φτιάξει το πορτρέτο δύο γυναικών αρχιτεκτόνων στην Αθήνα του σήμερα. Αντλώντας έμπνευση από διαφορετικά στοιχεία, η ταινία αφηγείται την πορεία προς τη δημιουργία. Κάποιοι μπορεί να διαφωνήσουν με την κάμερα στο χέρι, αλλά από την αρχή ο σκηνοθέτης κάνει ξεκάθαρο ότι αυτό δεν θα είναι άλλο ένα κλασικό ντοκιμαντέρ με στατικές συνεντεύξεις. Οι «Τέσσερις Διαστάσεις» απογειώνονται στο φινάλε, συνδέοντας τα διαφορετικά στοιχεία μεταξύ τους και μιλώντας για την ανάγκη και την αγάπη τού να δημιουργείς κάτι από την αρχή.

Το «Πορτραίτο του Πατέρα σε Καιρό Πολέμου» του Τίμωνα Κουλμάση αποτελεί μία ιστορία για τον πατέρα του σκηνοθέτη, ο οποίος υπήρξε βοηθός καθηγητή στο Γερμανικό Επιστημονικό Ινστιτούτο της Αθήνας. Μέσα από τις επιστολές του πατέρα του στη Νέλλη (Ανδρικοπούλου), τότε νεαρή φοιτήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών, ο Κουλμάσης δίνει μια ρομαντική διάσταση στο ντοκιμαντέρ του, σε μία περίοδο όπου ο πόλεμος μαινόταν. Δεν πρόκειται φυσικά για μία ρεαλιστική παρουσίαση της Κατοχής, ωστόσο το ντοκιμαντέρ χάνει την ευκαιρία να μας παρουσιάσει και ποια πραγματικά ήταν η Νέλλη Ανδρικοπούλου.

Εξαιρετικό το «Γιάννης Καστρίτσης: Ο άνθρωπος κι ο Ίσκιος του» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου. Προσωπικά, το αγάπησα σχεδόν τόσο όσο τον υπέροχο «Μανάβη».  Παρουσιάζοντας τον πολυτάλαντο καλλιτέχνη και δημιουργό, δίνεται η ευκαιρία να σπάσει ο συνήθης τρίτος τοίχος και να βγούν εκτός εργαστηρίου, στη έξω φύση, στην επαρχία και τους ανθρώπους της, από όπου αντλείται η έμπνευση, σε ένα πρωτότυπο λαογραφικό ντοκιμαντέρ. Επίσης, πρωτοτυπεί στην παρουσίαση της αφήγησης, που γίνεται σε τρείς χρόνους, στο παρόν, παρελθόν με αρχειακό υλικό αλλά και μετά, σε ένα ιδιότυπο «commentary» του καλλιτέχνη στο έργο του. Μια ταινία που δεν ήθελα να τελειώσει και ευχαρίστως θα έβλεπα ξανά (και ξάνα).

Στον «Μεγάλο Περίπατο της Άλκης» της Μαργαρίτας Μαντά κάνουμε μία στάση σε σταθμούς από τη μυθιστορηματική ζωή της Άλκης Ζέη. Το ντοκιμαντέρ αποτελεί μια συναρπαστική ματιά σε μία ολόκληρη εποχή της Ελλάδας και στις προσωπικότητές της και αποτελεί ένα ταξίδι από την Αθήνα στη Σάμο και από εκεί στην Τασκένδη, στη Γαλλία και στις Βρυξέλλες. Υπάρχουν, βέβαια, τόσα πράγματα να ειπωθούν για την Άλκη Ζέη και τη ζωή της που αναγκαστικά αισθάνεσαι ότι για να καλυφθούν το ντοκιμαντέρ θα έπρεπε να διαρκεί άλλη μιάμιση ώρα.

Ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε το «Wie Bojen Im Meer (Drifting Generation)», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Στέλλας Νικολέτας Δροσσά, όπου παρακολουθεί την αδερφή της Ειρήνη και άλλες τέσσερις φίλες τους σε διάρκεια έξι χρόνων, από το 2011 έως το 2016. Όλες κόρες μεταναστών από Γερμανία, που επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη για σπουδές. Και αυτό που ξεκινά ως προσωπικό νεανικό project πέφτει πάνω σε κάποια σημαντικά οικογενειακά προβλήματα, αλλά και προσγειώνεται κατακόρυφα στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης που πέρασε η χώρα και μεταμορφώνεται σε κάτι πολύ περισσότερο. Γίνεται ένα ημερολόγιο ενηλικίωσης των κοριτσιών, αλλά και μέσα από αυτά της ωρίμανσης της νοοτροπίας όλης της χώρας. Τα κορίτσια προσπαθούν να μείνουν στη χώρα, μετά προσπαθούν να φύγουν, μετά κάποια προσπαθούν να ξαναγυρίσουν, σε μια συνεχόμενη εσωτερική πάλη.

cinepivates wie bojen im meer drifting generation 003

Δύναμη του «Μέρες της Λίμνης» η υπέροχη φωτογραφία κι ο τρόπος που η Πανδώρα Μουρίκη κινηματογραφεί και μας παρουσιάζει τον υπέροχο υδρότοπο της λίμνης Κερκίνης, όπου περήφανα πτηνά, όπως οι κορμοράνοι και οι πελεκάνοι βρίσκουν σπίτι και καταφύγιο ομορφαίνοντας ακόμα περισσότερο το φυσικό τοπίο με την παρουσία τους. Η ταινία, σύντομη σε διάρκεια, κρατά τους χρόνους της και το ρυθμό της στο σωστό αφηγηματικό τέμπο, χωρίς να κάνει καμία κοιλιά. Θα μπορούσε άνετα να προβληθεί όχι μόνο σε κρατικά και ιδιωτικά κανάλια, αλλά και στο εξωτερικό. Άλλο ένα υπέροχο ντοκιμαντέρ, μετά τις περσινές Ανεμοδαρμένες πτήσεις. Κι όταν «φορτώσει» η Κερκίνη περνά στο Βλέμμα του Οδυσσέα, αποκαλύπτοντας μας τι απόγινε το χωριό του Αγγελόπουλου.

Άκρως συγκινητικό, ιδιαίτερα για όσους αγαπάνε τα σκυλιά, το «Greek Animal Rescue», του Μενέλαου Καραμαγγιώλη, ένα must για όλους τους φιλόζωους. Μπορεί να κουράσει λίγο η φωνή της κεντρικής αφήγησης, όμως έχει τόσα να μας πει και να μας δείξει. Από τα Σκυλιά Φαντάσματα του Ασπροπύργου στο κέντρο του Γέρακα. Γιατί οι φιλέλληνες βρετανοί επιλέγουν αντί για τα εκεί σκυλιά να βοηθήσουν τα αδέσποτα της Ελλάδας, τα «Greekies» όπως τα αποκαλούν; Τα σκυλιά δεν έχουν χώρα, μας απαντούν κι όμως ετούτα εδώ, όπως και ο λαός τα τελευταία χρόνια, περνούν πολλά αλλά είναι πραγματικοί μαχητές. Μέσα σε όλα το ντοκιμαντέρ καταγράφει πολλές υπερβολές -και υπέρ και κατά, αλλά το συνολικό του μήνυμα είναι ξεκάθαρο και ηχηρό.

Μια καλή πρόταση ελληνικού ντοκιμαντέρ αποτελούσε το «Όλυμπος – Τέσσερα Μονοπάτια για να Φτάσεις τους Θεούς», του Νίκου Ντουρλιού και εμείς ανταποκριθήκαμε στο κάλεσμα του βουνού και της περιπέτειας. Όπως φανερώνει κι ο τίτλος, το ντοκιμαντέρ επιχειρεί να προσεγγίσει τις ψηλώτερες βουνοκορφές του Μύτικα, της κατοικίας των Θεών, όπως λεγόταν κατά την αρχαιότητα για το δωδεκάθεο, μέσω τεσσάρων διαφορετικών διαδρομών. Διαφορετικές αφετηρίες, από Δριμώνα ή Ελασσώνα, διαφορετικές ομάδες πεζοπόρων και αναβατών κάθε φορά, διαφορετικά καταφύγια που θα συναντήσουν στο δρόμο τους, κοινός στόχος. Παράλληλα μικρή ιστορική αναδρομή στο βουνό και την πρόσφατη ιστορία του. Κάθε ομάδα που παρακολουθούμε έχει το δικό της στιλ, το δικό της μουσικό θέμα και ο κεντρικός παππούλης αφηγητής στον οποίο επιστρέφουμε τακτικά για την εμπειρία και τις αναμνήσεις του. Eπιλέγει μια μάλλον σχετικά παλαιομοδίτικη παρουσίαση, δεν αποφεύγει τα χρονικά μπρος-πίσω, ενώ θα μπορούσε να εισάγει και λίγο πιο μοντέρνα γραφικά και γραφήματα. Σε αυτό το τελευταίο σημείο ίσως χρειαζόταν λίγο περισσότερη φιλοδοξία, λίγο περισσότερη προσοχή στο τέλος. Το άξιζε και η φιλότιμη προσπάθεια που κατέβαλαν, σε οργάνωση αλλά και εκτέλεση. Θα έπρεπε να προσεγγίσει περισσότερο το νεανικό κοινό όσο και το ενήλικο, αλλά και να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να αποτελέσει τον απόλυτο -υπερπλήρη οδηγό του βουνού, στοχεύοντας τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό. Και το γράφω αυτό έχοντας γνώση των λιγοστών κονδύλιων και προϋπολογισμών με τους οποίους παλεύουν οι έλληνες ντοκιμενταρίστες. Συχνά, κατά τη διάρκεια της προβολής λυπόμουν τους καμεραμέν, που εκτός της επίπονης πεζοπορείας έπρεπε να τρέχουν φορτωμένοι με τον εξοπλισμό και μπρος πίσω από τους οδοιπόρους για να προλάβουν τα πλάνα. Το βουνό τους αντάμειψε όμως, όπως κι εμάς, με υπέροχες εικόνες.

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *