ΑφιερώματαΘΕΜΑΤΑ

Οι Χρυσοί Φοίνικες που αγαπήσαμε

Λίγο πριν σηκώσει αυλαία για 70ή φορά στην ιστορία του το Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, οι Cinepivates ρίχνουν μια ματιά στις βραβευμένες ταινίες του. Για να επιλέξουν τους Χρυσούς Φοίνικες που αγάπησαν, που θυμούνται, που αξίζει να ανακαλύψετε -εάν δεν τους έχετε ήδη ανακαλύψει. Και για να τιμήσουν το πιο μεγάλο και λαμπερό κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Ευρώπης:

Ο Τρίτος Άνθρωπος (1949)

GAC_TheThirdMan

Ένας σημαντικός σκηνοθέτης. Ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες του 20ού αιώνα. Το σάουντρακ του Άντον Καράς. Ο Όρσον Γουέλς και ένα ρολόι κούκου. Είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία μιας ταινίας -χαρακτηριστικού φιλμ νουάρ. Πώς να μην την αγαπήσεις; Ο Κάρολ Ρηντ σκηνοθετεί την ιστορία του Χόλι Μάρτινς, ο οποίος φτάνοντας στη Βιέννη μαθαίνει ότι ο φίλος του Χάρι Λάιμ -που τον προσκάλεσε- σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Και δεν θα μπορούσε να είναι κάτι λιγότερο από εξαιρετική, μια και το σενάριο υπογράφει ο Γκράχαμ Γκρην. Η αναζήτηση του Χάρι Λάιμ και η λύση του μυστηρίου αποτελούν το «όχημα» των Ρηντ και Γκρην ώστε να μιλήσουν για τη μεταπολεμική Βιέννη (και κατ’ επέκταση την Ευρώπη της περιόδου). Ο “Τρίτος Άνθρωπος” αποτελεί, την ίδια στιγμή, απόλαυση για κάθε σινεφίλ, δίνοντας τη δυνατότητα στον θεατή να ανακαλύψει κάθε φορά και κάτι διαφορετικό. Για να μην αναφέρουμε ότι περιλαμβάνει μια από τις πιο διάσημες «εισόδους» στην ιστορία του σινεμά και μια ακόμα πιο διάσημη ατάκα (ναι, εκείνη για το ρολόι κούκου). Κλασικό σινεμά με όλη τη σημασία της λέξης.

Αγγελική Στελλάκη

Οι Ομπρέλες του Χερβούργου Les Parapluies de Cherbourg (1964)

oi ombreles tou hervourgou4

Σε μια χρονιά που το μνημονεύσαμε αρκετές φορές επ’ ευκαιρίας του La La Land, οι Ομπρέλες του Χερβούργου του Ζακ Ντεμί επέστρεψαν στο κινηματογραφικό πανί μέσα από το φετινό πρόγραμμα του 18ου γαλλόφωνου φεστιβάλ κινηματογράφου. Με πόση χαρά το ξαναείδα, σαν να συναντήσα ένα καλό φίλο των παιδικών μου χρόνων. Η Κατρίν Ντενέβ μπορεί εδώ να μην είναι στον πιο αξιομνημόνευτο ρόλο της καριέρας της, είναι όμως εδώ σίγουρα πιο όμορφη από ποτέ. Τα ζωντανά χρώματα, τα ωραία στημένα σκηνικά, οι πολύχρωμοι τοίχοι και ταπετσαρίες, το εύρημα της τραγουδιστής ομιλίας που μετέπειτα ντύθηκε με τζαζ επί τω πλείστον μουσική, αντί για το τραγούδι και το χορό που συνηθίζονταν, όλα αυτά κάνουν ξεχωριστό και ιδιαίτερο αυτό το μιούζικαλ, ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα, περισσότερο από την σχετικά κοινότοπη σεναριακή εξέλιξη του χλιαρού ρομαντικού δράματος που για πολλούς περιγράφει η υπόθεση.

Αρπάζοντας την ευκαιρία να ξαναδώ το κλασικό αυτό έργο, μετά από πολλά χρόνια, έκανα πολλές σκέψεις, για το πως επαναπροσδιορίζεται στη σημερινή εποχή. Διότι, όπως ξέρουμε το κάθε έργο πρέπει να αξιολογείται βάσει της εποχής του. Αν το δει όμως κανείς ξανά μετά από καιρό μερικές φορές ανοίγεται ο δρόμος και για μια δεύτερη ανάγνωση. Διότι, ενώ το σενάριο φαινομενικά κινείται σε κλασικές νόρμες μεγάλου έρωτα και χωρισμού, μόνο κοινότυπο δε χαρακτηρίζεται στην παρουσίαση του. Αντίθετα, πραγματικά πρωτοποριακό και απενοχοποιημένο για την εποχή του, σε σύγκριση με τα τότε μελοδράματα, αλλά σε σημεία ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα. Είναι και δεν είναι, λοιπόν, στην εποχή του κι αυτό το στοιχείο το κάνει να oμοιάζει ακόμα περισσότερο με το La La Land, αν μπορεί κανείς να το πει αυτό για κάτι που προϋπήρχε, ενώ ταυτόχρονα προσδίδει και στα δυο τους μια διαχρονικότητα.

Αντώνης Γκούμας

Blow Up (1966)

index-636x395

Έπειτα από μια σειρά αριστουργημάτων όπως η «Περιπέτεια» και η «Κόκκινη Έρημος», που πραγματεύονταν την πλήξη των Ιταλών μεγαλοαστών, ο Michelangelo Antonioni κερδίζει την διεθνή αναγνώριση με μια παράξενη ταινία που ακροβατεί ανάμεσα στο μυστήριο, στον εστετισμό και στην ειρωνεία για τον σύγχρονο τρόπο ζωής της τότε εποχής. Ένα ειρωνικό σχόλιο του μεγάλου σκηνοθέτη πάνω στην απάτη της εικόνας, μία μεγέθυνση του μεταφυσικού της τέλειας οπτικής και την αλλοτριωτική βύθιση στον κόσμο του φαίνεσθαι, δηλαδή το περίφημο «BLOW UP».

Ο Ιταλός μαέστρος αυτοεξόριστος στο Λονδίνο, αποτυπώνει το swinging London στα sixties, την σεξουαλική απελευθέρωση, τα έντονα χρώματα σε έναν τόπο που παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον από πολιτιστική άποψη. Ότι είναι το »Dolce Vita» του Fellini για την Ρώμη, είναι το »Blow Up» για το Λονδίνο. Η πρόθεση για ειρωνική ματιά και το καυστικό σχόλιο, μετατρέπεται σταδιακά στην ταινία σε εξύμνηση όλων αυτών που ήθελε αρχικά η ταινία να αποδοκιμάσει. Το 1966, όταν το γυμνό ακόμα δεν ήταν συνηθισμένο στις Αγγλόφωνες ταινίες, η Vanessa Redgrave στην πρώτη της αντι-κινηματογραφική υπέρβαση, κατηγορήθηκε έντονα επειδή έβγαλε την μπλούζα της και κυκλοφορούσε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της. Ο Antonioni αντιστρέφει τους κινηματογραφικούς όρους και κάνει την femme fatale του ( η γυναίκα που κρατά την λύση του μυστηρίου) θύμα που προσπαθεί να προστατευτεί από την χυδαία ελαφρότητα του ήρωα αλλά και από τον απανταχού παρών φωτογραφικό φακό του. Το »Blow Up» είναι μια ελκυστική, αλλά αλλόκοτη ταινία, που αγαπά την ασυναρτησία και δεν στηρίζεται στο προφανές διότι και οι χαρακτήρες της είναι ανίκανοι να το διαχειριστούν. Όλα αυτά εμπλουτισμένα με την υπέροχη μουσική του Herbie Hancock και με σκηνές ανθολογίας όπως αυτή της φωτογράφησης, του πάρτι με την μαριχουάνα και την συναυλία των Yardbirds με το απαθές κοινό αλλά και την εμφάνιση της JaneBirkin. Μεγάλη εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία  η ταινία απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών και προτάθηκε για 2 βραβεία Oscar (καλύτερης σκηνοθεσίας και σεναρίου) αποτελώντας μέχρι και σήμερα έναν κεντρικό σταθμό στο είδος του stylish cinema και μάλιστα από έναν τόσο μεγάλο σκηνοθέτη.

Αχιλλέας Βασιλείου

 Ο Ταξιτζής (1976)taxi-driver

Το «Are you talking to me» αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές κινηματογραφικές «ατάκες» του αμερικανικού κινηματογράφου δια στόματος Ρόμπερτ Ντε Νίρο στον ρόλο του «Ταξιτζή». Η ομώνυμη ταινία έχει χαρακτηρισθεί ως μια από τις σπουδαιότερες ταινίες στην ιστορία κινηματογράφου, κατακτώντας μια θέση στο φημισμένο National Film Registry (Εθνικό Αρχείο Ταινιών) των ΗΠΑ το 1994 και ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της 7ης τέχνης. Ο πολυβραβευμένος Ταξιτζής («Taxi Driver», 1976) του Μάρτιν Σκορσέζε, είχε αποσπάσει τέσσερις υποψηφιότητες για Όσκαρ (καλύτερης ταινίας, α ανδρικού και β γυναικείου ρόλου και μουσικής). Η μικρή τότε Τζόντι Φόστερ είχε κερδίσει για την ερμηνεία της βραβείο Bafta της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ενώ με το αντίστοιχο βραβείο τιμήθηκε και ο συνθέτης Bernard Herrmann. Για το σάουντρακ μάλιστα της ταινίας  πήρε και βραβείο Grammy. Την ίδια χρονιά το σπουδαίο αυτό φίλμ απέσπασε και το Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών.

Στην ταινία βλέπουμε τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο ρόλο ενός βετεράνου του πολέμου του Βιετνάμ, ενός ανθρώπου αποκομμένου από την κοινωνία που οδηγεί ταξί τις νύχτες στη Νέα Υόρκη. Η ανήλικη Τζόντι Φόστερ υποδύεται την πόρνη που κακοποιείται από το αφεντικό της και αποτελεί το βασικό αντικείμενο των φαντασιώσεων του πρωταγωνιστή, που αφού σκοτώσει τον προστάτη της και την απελευθερώσει θα γνωρίσει μια πρόσκαιρη δόξα. Ο πρωταγωνιστής για να μπει στο «πετσί» του ρόλου δούλεψε ένα χρόνο περίπου ως ταξιτζής και πήγαινε συχνά σε ψυχιατρικές κλινικές παρατηρώντας τους ασθενείς. Το αποτέλεσμα; Μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του και αυτή που ουσιαστικά τον καθιέρωσε στις συνειδήσεις μας ως έναν από τους κορυφαίους Αμερικανούς ηθοποιούς. Η επίδραση του Ταξιτζή, υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένη και ξεπερνώντας τα πολιτισμικά στεγανά της ψυχαγωγίας, έκανε ευρέως γνωστή την κουλτούρα των “εκδικητών”. Η αξία και ο προβληματισμός, του συγκεκριμένου έργου του Σκορσέζε, παραμένει πιο επίκαιρος από ποτέ και αναλλοίωτος στον χρόνο καθώς καταδεικνύει τη μοναξιά και την διαστροφή του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού με τρόπο μοναδικό.

Ηρώ Εμμανουήλ

Παρίσι, Τέξας (1984)

Paris, Texas press photo2

Αν έπρεπε να επιλέξω μονάχα μία λατρεμένη ταινία από αυτές που έχουν κερδίσει Χρυσό Φοίνικα, αυτή θα ήταν το «Παρίσι, Τέξας» του Βιμ Βέντερς. Η ταινία (βασισμένη σε διηγήματα του Σαμ Σέπαρντ) ξεκινάει δείχνοντας έναν άνδρα να καταρρέει, μετά από περιήγηση στην έρημο. Δεν μιλάει, δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτόν. Σύντομα θα αρχίσουμε να μαθαίνουμε αποσπασματικά κομμάτια της προηγούμενης ζωής του, την ώρα που μερικές επαναλαμβανόμενες (σχεδόν απειλητικές) νότες -η μοναδική κιθάρα του Ράι Κούντερ- συνοδεύουν την προσπάθειά του να ορίσει το παρελθόν του και να αποφασίσει για το μέλλον του. Χρησιμοποιώντας έντονα χρώματα (δεν έχεις δει πιο υπέροχα πράσινα, κόκκινα και γαλάζια), ένα σχεδόν συμβολικό τίτλο -το Παρίσι που δεν θα γίνει ποτέ ευρωπαϊκό, αλλά θα παραμείνει χαμένο κάπου στο… Τέξας- ο Βιμ Βέντερς, με τη βοήθεια του πρωταγωνιστή του Χάρι Ντιν Στάντον, φτιάχνει ένα γουέστερν, όπου δεν σκοτώνουν τα όπλα, αλλά τα συναισθήματα. Και καθώς η ώρα περνά, αυτά που δεν γνωρίζουμε, βγαίνουν αργά στην επιφάνεια και οδηγούν σε ένα μελαγχολικό κρεσέντο, μια συγκλονιστική σκηνή πίσω από ένα τζάμι, όπου τα πρόσωπα των δύο πρώην εραστών (πόσο όμορφη μπορεί να είναι η Ναστάζια Κίνσκι σε αυτή την ταινία;) γίνονται ένα. Και ύστερα πάλι δύο. Για να σηματοδοτήσουν έτσι όλα όσα τους ενώνουν. Αλλά και όσα τους χωρίζουν.

Αγγελική Στελλάκη

The Mission (1986)

mission0001
«Με μία ορχήστρα οι Ιησουίτες μπορούσαν να υποτάξουν όλη την ήπειρο» γράφει ο καρδινάλιος  Αλταμιράνο (Ray McAnally) στην αρχή της ταινίας αφηγούμενος τα περιστατικά γύρω απ΄την Συνθήκη της Μαδρίτης του 1750. Μπορεί μία ταινία με ιστορικές ανακρίβειες , διάχυτο Δυτικό πατερναλισμό και άφθονο χριστιανικό προσηλυτισμό  να είναι τόσο γοητευτική; Βεβαίως και μπορεί− τρανό παράδειγμα η συγκλονιστική ταινία  του Roland Joffe που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα της ίδιας χρονιάς. Ένας Ιησουίτης ιεραπόστολος (πάτερ Γκάμπριελ) που πιστεύει απαρέγκλιτα ότι «Θεός σημαίνει αγάπη», ένας πρώην μισθοφόρος και δουλέμπορος (Ροντρίγκο Μεντόζα) και στη μέση οι ιθαγενείς Guarani  στα σύνορα Αργεντινής, Παραγουάης και Βραζιλίας, έρμαια του δουλεμπορίου και των πολιτικο-θρησκευτικών παιχνιδιών ισχύος ανάμεσα σε Ισπανούς, Πορτογάλους αποικιοκράτες και την Καθολική Εκκλησία. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Jeremy Irons- Robert De Niro είναι έξοχο και υπέροχο: δύο άγγελοι επί γης, ο ένας κρατώντας το σταυρό κι ο άλλος τη ρομφαία, ξανθός ο πρώτος, μελαχρινός ο δεύτερος, μονοπωλούν την προσοχή του θεατή σαν αγγελικό και μαύρο φως και αφηγούνται μία συγκινητικότατη ιστορία συνειδησιακής μεταστροφής , αφοσίωσης και εν τέλει έμπρακτης υπεράσπισης αυτών που οι Ιησουίτες τους έταζαν τον ουρανό, για να σφαγιαστούν στη γη. Ο Robert De Niro που ως Μεντόζα έχει ήδη διαβεί τον Ρουβίκωνα του εγκλήματος, την επόμενη χρονιά υποδύθηκε τον ίδιο το Διάβολο στο Angel Heart. Η ουράνια μουσική του Ennio Morricone είναι πολυβραβευμένη και η ταινία εκτός των λοιπών βραβείων που έχει λάβει, φιγουράρει και στη λίστα του Βατικανού με τις 15 ταινίες, στη θεματική κατηγορία  «Εκκλησία». «Για να σωθεί ο Ιησουϊτισμός  στην Ευρώπη, πρέπει να θυσιαστούν οι ιεραποστολές εδώ» λέει ψυχρά ο πρώην Ιησουίτης Αλταμιράνο. Χρειάστηκαν ένας αφοσιωμένος ιεραπόστολος κι ένας πρώην δουλέμπορος, για να του δείξουν πως το στοίχημα και η μέγιστη τιμή στη ζωή είναι να μιλάς και να πράττεις με το ίδιο κεφάλι…

Κατερίνα Καρά

Σεξ, Ψέμματα και Βιντεοταινίες (1989)

sex-lies-videotapes

Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Στίβεν Σόντερμπεργκ κέρδισε την προσοχή της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ Καννών του 1989, δίνοντάς του τον Χρυσό Φοίνικα. Με σενάριο γραμμένο μέσα σε οχτώ μέρες και με ένα σχετικά μικρό budget των 1,2 εκατομμυρίων δολαρίων, ο Σοντερμπεργκ θέλει να μας πείσει πως η συζήτηση είναι πολύ καλύτερη από το σεξ. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η άρτια ανάλυση των τεσσάρων χαρακτήρων του και οι συμβολισμοί. Το σεξ δεν είναι παρά το εργαλείο που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης για να προσεγγίσει καλύτερα το θέμα του. Δεν πέφτει στην παγίδα να χρησιμοποιήσει έντονες σεξουαλικές σκηνές, αντίθετα μέσα από υπαινιγμούς δίνει τον σεξουαλικό τόνο που η ταινία χρειάζεται.

Η Ann είναι παντρεμένη με τον John, έναν επιτυχημένο δικηγόρο. Οι δυο τους έχουν σταματήσει να κάνουν σεξ. Εμφανίζεται ο Graham, παλιός συμφοιτητής και φίλος του John. Η Ann δεν θέλει να τον φιλοξενήσει, εκείνος της πιάνει την κουβέντα, εκείνη αναθεωρεί και της αποκαλύπτει πως δεν μπορεί να λειτουργήσει σεξουαλικά στην παρουσία έτερου ατόμου. Η λύση σ’ αυτή τη δυσλειτουργία είναι οι βιντεοταινίες. Του αρέσει να βιντεοσκοπεί γυναίκες καθώς του διηγούνται τις ερωτικές τους εμπειρίες -τα πράγματα που τους αρέσει να κάνουν, αυτά που θα ήθελαν να κάνουν αλλά δεν μπορούν να ζητήσουν, αυτά που δεν θα έκαναν ακόμη κι αν τους τα ζητούσαν. O σκηνοθέτης χρησιμοποιεί, λοιπόν, τέσσερις δυσλειτουργικούς ήρωες που διακατέχονται από ταμπού και σεξουαλικά κολλήματα. Οι ιστορίες τους μπλέκονται τόσο αρμονικά που δεν αποσπούν την προσοχή του θεατή από τη ροή της πλοκής, που του κεντρίζουν το ενδιαφέρον να μείνει εκεί και να ανακαλύψει τι φταίει για αυτές τις συμπεριφορές. Κύριο μέλημα του σκηνοθέτη είναι το ξεδίπλωμα των χαρακτήρων, δίνοντας την απαραίτητη ένταση εκεί που πρέπει και την σωστή ηρεμία σε στιγμές που το σενάριο το απαιτεί. Το «Σεξ, Ψέματα και Βιντεοταινίες» είναι ένα ψυχολογικό δράμα, από αυτά που θα εκτιμούσε ο Φρόυντ. Ο Σόντερμπεργκ επιχείρησε να αποδομήσει τον έρωτα με βάση τη λογική, κάτι που μοιάζει ακατόρθωτο.

Κατερίνα Σιδηροπούλου

Underground (1995)

underground 004

Δέκα χρόνια μετά το «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» του 1985, ο Εμίρ Κουστουρίτσα ξανακερδίζει τις Κάννες και εμείς εδώ στην Ελλάδα …βράζουμε! Ήταν βλέπετε η χρονιά που περιμέναμε να πάρει το Χρυσό Φοίνικα ο δικός μας Θόδωρος Αγγελόπουλος με «Το Βλέμμα του Οδυσσέα», που έχοντας πάρει διθυραμβικές κριτικές ακουγόταν ως φαβορί για το βραβείο. Η ιστορία όμως στις περισσότερες περιπτώσεις γράφει μόνο τον νικητή και παρόλο που το σινεμά δεν πρέπει να είναι ανταγωνιστικό, ούτε και ένα βραβείο είναι η αρχή ή το τέλος του κόσμου, θυμάμαι τη διάχυτη απογοήτευση όλων, αλλά και τον εκνευρισμό, με διάχυτη αντίληψη περί αδικίας, ανθελληνισμού και όλα αυτά που τότε «άκμαζαν» περισσότερο στον απλό, λαϊκό κόσμο, πολύ πριν δουν καν τις δυο ταινίες για να έχουν άποψη, μόνο και μόνο επειδή δεν το πήρε ο δικός μας! Φυσικά, ο Αγγελόπουλος θα κερδίσει τελικά το Χρυσό Φοίνικα, τρία χρόνια μετά, το 1998, με το «Μια αιωνιότητα και μια μέρα». Θυμάμαι ότι με το που βγήκε η ταινία πήγα -ίσως και την πρώτη μέρα προβολής- να τη δω, με μια ενδόμυχη καχυποψία, κι όμως ο Εμίρ Κουστουρίτσα με την ταινία του κατάφερε όχι μόνο να μου αναστρέψει τις αρχικές μου αμφιβολίες, αλλά και να με κάνει να βγω ενθουσιασμένος και συγκινημένος από την αίθουσα, αναγνωρίζοντας ότι έχω μόλις δει μια από τις καλύτερες ταινίες που έχω δει στη ζωή μου!

Τι να πρωτοπεί κανείς για αυτή την ταινία; Από το ηχηρό αντιπολεμικό μήνυμα και τα καυστικά σχόλια για την εμφύλια διαμάχη και τα δύσκολα χρόνια που πέρασαν οι χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβικής δημοκρατίας, στο διαχρονικό πολιτικοκοινωνικό του σχόλιο. Ο Κουστουρίτσα έκανε πολλές αξιόλογες ταινίες και πριν και μετά, από τον Καιρό των Τσιγγάνων, Μαύρη γάτα, άσπρος γάτος, Arizona Dream, στο πιο πρόσφατο On the Milky Road, καμιά δε κατάφερε να ξεπεράσει μέσα μου τη μικρογραφία κοινωνίας στο σκοτεινό, μουχλιασμένο υπόγειο του Underground. Από τη σκηνή που ο Μάρκο βουτά μια γάτα και γυαλίζει με αυτή τα παπούτσια του, στις πιο βαρυσήμαντες σκηνές, τον βομβαρδισμό στο ζωολογικό κήπο, τον «Μπλάκι» να βουτά στο πηγάδι, το νησί που χωρίζεται στα δυο και, φυσικά, την προφητική σκηνή με την πινακίδα που γράφει ότι ο δρόμος οδηγεί προς Αθήνα, το Underground έγραψε ανεξίτηλα το όνομα του στην κινηματογραφική ιστορία, ενώ παράλληλα σύστησε, στο ευρύτερο κοινό, τόσο τον σκηνοθέτη όσο και τη χαρακτηριστική «σέρβικη-τσιγγάνικη» μουσική του Γκόραν Μπρέγκοβιτς, που έγινε για χρόνια μόδα.

Αντώνης Γκούμας

Χορεύοντας στο Σκοτάδι (2000)

dancer-in-the-dark-bjork

Όλα ξεκίνησαν το 1996, όταν στο Φεστιβάλ Καννών ο Lars Von Trier χάνει τον Χρυσό Φοίνικα από τον Mike Leigh. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Άγγλος με το »Μυστικά και Ψέματα» κέρδισε την συμπάθεια της κριτικής επιτροπής και του προέδρου Francis Ford Coppola αφήνοντας το »Δαμάζοντας τα Κύματα» να κερδίσει το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Η Catherine Deneuve του απένειμε το βραβείο. Μαζί του έδωσε και ένα γράμμα που του έγραφε πόσο πολύ της άρεσε η ταινία του και πως είναι στην διάθεση του για την επόμενη ταινία του, για τον οποιοδήποτε ρόλο. Πέρασαν τέσσερα χρόνια και το 2000 ο Δανός Σκηνοθέτης καλεί την Catherine Deneuve για ένα Αντιαμερικάνικο μιούζικαλ. Έχει γράψει ένα ρόλο ειδικά για αυτήν. Και πρωταγωνίστρια η Ισλανδή τραγουδίστρια Bjork. Το τι ακολούθησε μετά είναι κινηματογραφική Ιστορία. Επεισοδιακά γυρίσματα, τσακωμοί μεταξύ της Bjork και του Trier, η Deneuve στον ρόλο του διαιτητή αλλά και ένας καλλιτεχνικός θρίαμβος για μια αριστουργηματική ταινία μοναδική στο είδος της που κατάφερε να κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες αλλά να φτάσει και μέχρι τα Oscar.

Αχιλλέας Βασιλείου

Η Λευκή Κορδέλα (2009)

whiteribbon

«Η ταινία πραγματεύεται τη ρίζα του Κακού. Είτε πολιτική είτε θρησκευτική τρομοκρατία, είναι το ίδιο πράγμα» είχε δηλώσει ο σκηνοθέτης Michael Haneke. Γερμανικό χωριό ονόματι Eichwald, λίγο πριν το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου.   μία σειρά από ανεξήγητα και φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους, βίαια περιστατικά, τρομοκρατούν τη μικρή κοινότητα η οποία διαθέτει Βαρώνο, Πάστορα και γιατρό. Με το αποκλειστικά ασπρόμαυρο διαμαντάκι του, ο Αυστριακός σκηνοθέτης  κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα και μας  χάρισε ένα εικαστικώς άψογο κινηματογραφικό πόνημα σχετικά με τις κοινωνικο-ψυχολογικές προϋποθέσεις  γέννησης της βίας (και όχι μόνο του Φασισμού θεωρώ, όπως κατά κόρον έχει λεχθεί εδώ και 7 χρόνια από τότε που βγήκε η ταινία). Κεφάλαιο, Εκκλησία, Οικογένεια και ένας συνεχής άτυπος κοινωνικός έλεγχος υφαίνουν έναν ασφυκτικό ιστό στον οποίο είναι πιασμένοι όλοι οι κάτοικοι του χωριού, αλλά αυτοί που φαίνεται  να υποφέρουν περισσότερο είναι τα νεαρά μέλη- τα παιδιά, τα περισσότερα εκ των οποίων βρίσκονται στο κατώφλι της σεξουαλικής αφύπνισης με ό,τι συνεπάγεται αυτή για τα ίδια και τον περίγυρό τους. Η εξαιρετική φωτογραφία του Christian Berger ήταν υποψήφια για το όσκαρ της ίδιας χρονιάς, οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι πειστικότατες με κορυφαίες των παιδιών (7.000 παιδιά περίπου, πέρασαν από κάστινγκ!) και οι αντηχήσεις της ταινίας προς τις θηριωδίες του Β’Παγκόσμιου είναι ανησυχητικές (ο Βαρώνος «φέρνει» προς τον Χίτλερ εμφανισιακώς, τα παιδιά του επιστάτη του,θυμίζουν μέλη της Ναζιστικής Νεολαίας  τα πλάνα με τον κακοποιημένο, καθυστερημένο Κάρλι παραπέμπουν [ηθελημένα ή όχι] στα ειδεχθή εγκλήματα των Ναζί σε βάρος «ανάξιων προς το ζην» ατόμων,και  η λευκή κορδέλα που φοράνε ο Μάρτιν και η Κλάρα θυμίζει το κίτρινο αστέρι του Δαυίδ που υποχρεούντο να φοράνε οι Εβραίοι). Πώς αντιδρά κάποιος όταν τον πατάς συνεχώς κάτω, όταν νεκρώνεις μεθοδικά τις ορμές του; Αυτή η θαυμάσια ταινία, δεν δίνει σαφή απάντηση, δεν κατονομάζει τους ενόχους, αλλά σίγουρα παρέχει συγκλονιστικά ερεθίσματα.

Κατερίνα Καρά

Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ (2016)

daniel2

Οι δυσκολίες στην επιβίωση των ανθρώπων δεν είναι μια ιστορία μακριά από εμάς. Είναι η ιστορία που κρύβεται πίσω από την διπλανή μας πόρτα. Ο λαβύρινθος της γραφειοκρατίας, η αναζήτηση εργασίας, οι αιτήσεις για επιδόματα ακόμα και η επίσκεψη σε μια τράπεζα τροφίμων είναι απαιτητικές δοκιμασίες για εκείνους τους ανθρώπους που δεν παύουν να αγωνίζονται.

Το σινεμά του Κεν Λόουτς θα είναι εκεί για να σου ρίξει μια γροθιά στο στομάχι την επόμενη φορά που θα διαμαρτυρηθείς για το πόσο δύσκολη είναι η ζωή σου.

Γιώτα Τσιορβά

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *