ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Ο Εμποράκος (the Salesman)

the salesman 002

4-popcorn

Πόσο ωραία νιώθει ο θεατής όταν ένας σκηνοθέτης τον παίρνει στα χέρια του, τον σηκώνει από το κάθισμά του, τον κουβαλά μέχρι την οθόνη και από εκεί τον αφήνει να ταξιδέψει παρέα με την ταινία του μέσα στα πλάνα του! Κι όταν αυτή τελειώσει και πέσουν τα γράμματα, ο θεατής δε θα σηκωθεί κατευθείαν από τη θέση του, να βγει γοργά από την αίθουσα, αλλά θα κάτσει λίγο σκεπτικός στην καρέκλα του, να σκεφτεί αυτά που μόλις είδε. Που θα νιώσει την ανάγκη, να γυρίσει στο διπλανό του να τα συζητήσει… Αυτό είναι το σινεμά του Ασγκάρ Φαραντί, που συνδυάζει ωραία σκηνοθεσία με υπέροχα σενάρια, που τα υπογράφει αμφότερα ο ίδιος. Στις ταινίες του είναι διάχυτοι οι κοινωνικοί προβληματισμοί. Αρέσκεται να στήνει μια εξέδρα και εκεί πάνω να «δικάζει» κοινωνικές αντιλήψεις και κακώς κείμενα. Ποτέ όμως δε θα πάρει ο ίδιος θέση με τρόπο εξόφθαλμο, αλλά θα αφήσει το νόημα του να μιλήσει μόνο του, μέσα από τις καταστάσεις που περιγράφει και τους υπέροχα δομημένους χαρακτήρες του.

Στο γνώριμο, λοιπόν ύφος του συνεχίζει και με τον «Εμποράκο» του, εμπνευσμένο από το αριστουργηματικό θεατρικό του Άρθουρ Μίλερ «Ο Θάνατος του Εμποράκου». Το έργο, που ανέβηκε πρώτη φορά το 1949, έχει μεταφερθεί αρκετές φορές -από το 1951 και το 1966, στην υπέροχη τηλεοπτική μεταφορά του 1985 με έναν συγκλονιστικό Ντάστι Χόφμαν και τον Τζον Μάλκοβιτς σε μια από τις πρώτες του εμφανίσεις, που είχα θυμάμαι τη χαρά να ανακαλύψω σε dvd, μάλιστα από τα πρώτα που είχα αγοράσει. Αλλά κι αργότερα θα ακολουθήσουν κι άλλες μεταφορές. Ο Φαραντί δε θέλησε να μεταφέρει το έργο αυτούσιο, αλλά αποφάσισε να το προσαρμόσει ελεύθερα στις ανάγκες του. Με άλλα λόγια, να του προσδώσει τα στοιχεία εκείνα που ήθελε ώστε να μπορέσει να μιλήσει μέσα από αυτό για τις δικές του ανησυχίες και τους δικούς του προβληματισμούς πάνω στη σύγχρονη ιρανική κοινωνία. Μια κοινωνία που θεωρεί ότι είναι εκσυγχρονισμένη, όμως κουβαλά πολλά «βαρίδια» πάνω της, τα οποία δυσκολεύεται να αποτινάξει. Ένα τέτοιο σύγχρονο ζευγάρι της Τεχεράνης, είναι και το πρωταγωνιστικό, του Εμάντ και της Ράνα, ενός μεσοαστικού ζεύγους, που θεωρεί ότι είναι προοδευτικό και καλλιεργημένο. Όμως εργάζεται μόνο ο άντρας, ενώ η γυναίκα περιορίζεται στα οικιακά. Και οι δυο συμμετέχουν σε ερασιτεχνικό θίασο, όπου ετοιμάζονται να ανεβάσουν το εν λόγω έργο. Στην πορεία όμως, το ίδιο το έργο θα έρθει να τους συναντήσει στην πραγματική τους ζωή και θα κληθούν να ζυγίσουν μέσα τους ηθικές αξίες, μίσος και αγάπη, ανάγκη για εκδίκηση και συγχώρεση. Η ταινία αποτελεί ένα χαστούκι με δυο κατευθύνσεις. Από τη μια χαστουκίζει το παλιό, προσπαθώντας να το εξορίσει και από την άλλη αυτοχαστουκίζεται, ζητώντας από τους χαρακτήρες του, που εκπροσωπούν τη νεότερη γενιά, να αντιληφθούν που βρίσκονται και πόσα βήματα ακόμα πρέπει να κάνουν.

Άλλη μια σπουδαία ταινία από τον σκηνοθέτη του «Ένας Χωρισμός» και το εξαιρετικό «Παρελθόν» (Le Passé), αποτελεί περισσότερο ένα διάλογο του έργου του 1949 με τη σύγχρονη ιρανική κοινωνία, παρά απλώς μια μεταφορά, όπως ίσως θεωρήσουν πολλοί. Ο Φαραντί παντρεύει ένα θεατρικό έργο, με ένα δυνατό κοινωνικό δράμα, αρχίζοντας με δυο υπέροχες λήψεις. Η πρώτη το ίδιο πάλκο της παράστασης στην εναρκτήρια σκηνή. Η σπουδαία παράσταση όμως θα δοθεί εκτός σκηνής, μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος. Η άλλη σκηνή, ακολουθεί λίγο μετά και είναι αυτή του σεισμού σε μια πολυκατοικία. Επίσης, σαφής η πρόθεση του σκηνοθέτη με τις ταινίες του να κλονίσει το κοινωνικό οικοδόμημα των αντιλήψεων των συμπολιτών του, με τη συγκεκριμένη να είναι σεναριακά άψογη και πολυεπίπεδη, στην κόντρα του παλιού και του νέου. Η παλιά πολυκατοικία που διαμένει το ζευγάρι των ηθοποιών παρουσιάζει ρωγμές και το αναγκάζουν να μετακομίσει. Στο νέο διαμέρισμα, η γυναίκα ανοίγει ασυναίσθητα την πόρτα, νομίζοντας ότι αυτός που χτύπησε είναι ο σύντροφος της ενώ ετοιμάζεται να μπει στο μπάνιο, αλλά δέχεται επίθεση από άγνωστο. Όπως μερικές φορές το να ανοίγεις ασυναίσθητα μια πόρτα μπορεί να ελοχεύει κινδύνους. Είναι έτοιμη αυτή η κοινωνία να πετάξει τη μπούρκα και να ασπαστεί πλήρως το δυτικό τρόπο από τη μια μέρα στην άλλη; Ενώ η Ράνα παλεύει να συνέλθει από το σοκ, ο σύζυγος καίγεται από οργή να βρει το δράστη και να αποδώσει ηθική δικαιοσύνη. Τυφλωμένος από μίσος, παραμελεί το πιο σημαντικό, να συμπαρασταθεί στη σύντροφό του, η οποία «κλείνεται» ακόμα περισσότερο στον εαυτό της, νιώθει ενοχές, νιώθει ντροπιασμένη, αποξενώνεται. Με έξυπνες ανατροπές, όσο περνά η ώρα ο «Εμποράκος» κουρδίζεται όλο και περισσότερο και στο τέλος θα σας ανταμείψει.

Ο Φαραντί ως σεναριογράφος έχει κάνει καταπληκτική δουλειά στους διαλόγους, όμως το έργο έχει πολλές απαιτήσεις από τους ηθοποιούς σε συναισθήματα και σκέψεις που δεν εκφράζονται με λόγια. Εκεί τον επιβραβεύουν για την επιλογή του οι δυο κεντρικοί πρωταγωνιστές, ο Σαχάμπ Χοσεϊνί και η Ταρανέχ Αλιντουστί, πετυχαίνοντας, χωρίς να χρησιμοποιήσουν υπερβολές, να δημιουργηθεί ένας τόσο πλούσιος εκφραστικός καμβάς στα πρόσωπα τους.  Εξίσου συγκλονιστικός, σε μικρότερο ρόλο, ο Φαρίντ Σατζανί Χοσεϊνί, έρχεται σαν χαρακτήρας, ως ο εμποράκος του παρελθόντος, σε αντιπαραβολή με τον χαρακτήρα του Εμάντ, δηλαδή την σύγχρονη εκδοχή του.

Όπως σας είπα, ο Φαραντί στήνει υπέροχα τη «δίκη» του, αφήνει τους δυο ένορκους να αγορεύουν, το θύμα σιωπηλό με χαμηλωμένο βλέμμα, δίνει την ευκαιρία στον κατηγορούμενο να απολογηθεί, όμως δεν βγαίνει ο ίδιος να κουνήσει το δάχτυλο, γιατί στην καρέκλα του δικαστή στρογγυλοκάθεται ο ίδιος ο θεατής.

the salesman 000

[toggle title=”Συζήτηση με τον Ασγκάρ Φαραντί “]

– Μετά το Παρελθόν, που γυρίστηκε στη Γαλλική γλώσσα, τι σας έκανε να επιστρέψετε στην Τεχεράνη για τον Εμποράκο; 

Όταν τέλειωσα το Παρελθόν στη Γαλλία, άρχισα να γράφω μια ιστορία που λαμβάνει χώρα στην Ισπανία. Επιλέξαμε τις τοποθεσίες κι έγραψα ολόκληρο το σενάριο χωρίς τους διαλόγους. Έπρεπε όμως να περιμένουμε ένα χρόνο για να μπορούν οι παραγωγοί και το καστ να δεσμευτούν με το project, γεγονός το οποίο παραδόξως με χαροποίησε γιατί έτσι είχα το χρόνο να ολοκληρώσω μια ταινία στο Ιράν. Δε μου ήταν ιδιαίτερα εύκολο να γυρίσω δύο ταινίες συνεχόμενα μακρυά από το σπίτι μου.

– Πως προέκυψε αυτή η ταινία;

Κρατούσα σημειώσεις για μια απλή ιστορία που είχα στο μυαλό μου εδώ και χρόνια. Όταν ήρθε η ευκαιρία να κάνω μια ταινία στο Ιράν, άρχισα να μαζεύα τις σκόρπιες σημειώσεις. Επίσης, πάντα ήθελα να κάνω μια ταινία που λαμβάνει χώρα στον κόσμο του θεάτρου. Ασχολήθηκα με το θέατρο παλιότερα και σημαίνει πολλά για μένα. Άρχισα να δουλεύω το σενάριο στο οποίο οι χαρακτήρες ανεβάζουν μια παράσταση.

– Πως θα χαρακτηρίζατε τον Εμποράκο; Είναι μια ιστορία εκδίκησης ή χαμένης τιμής;

Μου είναι πολύ δύσκολο να προσδιορίσω την ταινία ή ακόμη και να πω τι σημαίνει για μένα. Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο σκέψης του κάθε θεατή ξεχωριστά. Αν το αντιμετωπίσει κανείς ως κοινωνικό σχολιασμό, αυτά τα στοιχεία θα θυμάται. Μπορεί να το δει ως ιστορία ήθους ή από τελείως διαφορετική σκοπιά. Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι η ταινία πραγματεύεται τη δυσκολία των ανθρωπίνων σχέσεων, ειδικά μέσα σε μια οικογένεια.

– Στην αρχή της ταινίας, ο Εμάντ και η Ράνα είναι ένα συνηθισμένο ζευγάρι. Θα λέγατε ότι αντιπροσωπεύουν ένα τυπικό ζευγάρι μεσοαστών στο Ιράν;

Ο Εμάντ και η Ράνα είναι ένα τυπικό ζευγάρι μεσοαστών. Δε μπορούμε να πούμε ότι αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των ζευγαριών στο Ιράν ως προς τη σχέση τους ή μεμονωμένα ο καθένας. Οι χαρακτήρες δημιουργήθηκαν για να μη νοιώθει ο θεατής ότι αυτό το ζευγάρι μπορεί να διαφέρει με οποιοδήποτε τρόπο από τα άλλα. Ανήκουν και οι δύο στον καλλιτεχνικό χώρο κι εργάζονται στο θέατρο. Βρίσκουν απλά τους εαυτούς τους σε μια κατάσταση που αποκαλύπτει διαφορετικές πτυχές των προσοπικοτήτων τους.

– Ο πρωτότυπος τίτλος αναφέρεται στο έργο του Άρθουρ Μίλλερ που ο Εμάντ και Ράνα ανεβάζουν με τους φίλους τους. Γιατί διαλέξατε το συγκεκριμένο έργο;

Διάβασα το «Θάνατο του Εμποράκου» όταν ήμουν ακόμη μαθητής. Με είχε συγκλονίσει, κυρίως για τις αναφορές στις ανθρώπινες σχέσεις. Είναι ένα πολύ πλούσιο έργο που προσφέρεται για πολλές ερμηνείες. Η πιο σημαντική του διάσταση είναι η κοινωνική κριτική της περιόδου της Ιστορίας που η ξαφνική μεταμόρφωση της αστικής Αμερικής προκάλεσε την καταστροφή μια συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης. Η κατηγορία των ανθρώπων που δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στη μοντερνοποίηση, καταστράφηκε. Τα πράγματα αλλάζουν με ιλλιγιώδεις ρυθμούς και η κατάσταση είναι «προσαρμόσου ή πέθανε». Η κοινωνική κριτική στην καρδιά του έργου ισχύει για τη χώρα μας σήμερα.

Μια άλλη διάσταση του έργου είναι η πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων μέσα στην ίδια την οικογένεια. Τη στιγμή που αποφάσισα ότι οι βασικοί χαρακτήρες μου θα ανήκαν σε θεατρική ομάδα και θα ανέβαζαν μία παράσταση, το έργο του Μίλλερ μου φάνηκε πολύ ταιριαστό, με την έννοια ότι θα μου επέτρεπε να το παραλληλίσω με την προσωπική ζωή του ζευγαριού. Στη σκηνή, ο Εμάντ και η Ράνα παίζουν τους ρόλους του εμποράκου και της συζύγου του. Στη ζωή, θα έρθουν αντιμέτωποι με τον εμποράκο και την οικογένεια του και θα πρέπει να αποφασίσουν τη μοίρα του.

– Η άναρχη ανάπτυξη της Τεχεράνης είναι ορατή από τη θέα που έχει το ζευγάρι από το νέο του διαμέρισμα. Είναι η προσωπική σας σκοπιά για την πόλη που ζείτε κι εργάζεστε;

Η Τεχεράνη σήμερα μοιάζει πολύ με τη Νέα Υόρκη, όπως αυτή περιγράφεται από το Μίλλερ στην αρχή του έργου. Μια πόλη της οποίας το πρόσωπο αλλάζει με μεθυστικούς ρυθμούς, που καταστρέφει οτιδήποτε παλιό για να αντικατασταθεί με πύργους.  Αυτό είναι ακριβώς το περιβάλλον στο οποίο ζει ο εμποράκος. Η Τεχεράνη αλλάζει με φρενήρεις και παράλογους ρυθμούς. Όταν μια ταινία αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας, το σπίτι παίζει βασικό ρόλο. Αυτό υπήρχε και στις προηγούμενες ταινίες μου. Αυτή τη φορά και πάλι, το σπίτι και η πόλη είναι πρωταγωνιστές

[/toggle]

Η ταινία απέσπασε το Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου και Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών, ήταν υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και αποτελεί μία εκ των 9 ταινίων που μπήκαν στο shortlist για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

3 σκέψεις σχετικά με το “Ο Εμποράκος (the Salesman)

  • Μολις διαβασα την εξαιρετική αναλυση σας για την ταινια. Την ειδα σήμερα και ομολογω οτι διαβαζοντας το κειμενο σας, εβαλα λογια στις σκεψεις και τους προβληματισμους μου. Αλλη μια υπεροχη Ιρανικη ταινια.

    Σχολιάστε
    • Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια. Πιστέψτε με, δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για έναν αρθρογράφο, από το να διαβάζει ένα σχόλιο σαν το δικό σας, έστω και ένα είναι αρκετό.

      Αντώνης Γκούμας

      Σχολιάστε

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *