Πώς τους πήρε ο Διάολος
“ If I’m going to make a genre film, it has to be personal and it has to be good.” Τάδε έφη Robert Eggers , ο οποίος με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο φτιάχνοντας την ταινία THE WITCH υλοποίησε στο έπακρο την επιθυμία του.
Η ταινία, αποτέλεσμα εν μέρει της παιδικής του εμμονής με τις μάγισσες, αποτελεί ένα κινηματογραφικό διαμάντι, μία έξοχη απεικόνιση των κλισέ σχετικά με μάγισσες απ΄τα οποία ξεχειλίζουν οι λαϊκές παραδόσεις,αφηγούμενη την ιστορία μιάς οικογένειας που ζεί (ή επιδιώκει να ζεί) εν Χριστώ. Εξαιρετικοί οι ηθοποιοί που επωμίστηκαν το βάρος να υποδυθούν μια οικογένεια ‘Αγγλων Πουριτανών στο θρήσκευμα, οι οποίοι μετανάστευσαν στην Αμερική (Νέα Αγγλία) κι εκεί εξοστρακίζονται απ΄την κοινότητά τους, επί τη βάσει ,ας το πούμε, θρησκευτικής ανυπακοής.
Νέα Αγγλία, 1630. Ο Γουίλιαμ με τη σύζυγό του Κάθριν και τα παιδιά τους Τόμασιν, Κάλεμπ, Μέρσι, Τζόνας και Σάμιουελ αποβάλλονται απ΄την κοινότητα και βρίσκουν κατάλυμα δίπλα στο μεγάλο δάσος, ελπίζοντας να ξαναχτίσουν τη ζωή τους. Όμως ο Διάβολος τους έχει βάλει στο μάτι.
Η ταινία είναι αριστούργημα, και δεν ξέρω αν θα ήταν το ίδιο επιδραστική κι αξέχαστη με άλλους ηθοποιούς. Ο Ralph Ineson (γνωστός ήδη απ΄το GoT, εγώ δεν τον καλοθυμόμουν πάντως) στο ρόλο του πατέρα της οικογένειας και «πνευματικού ταγού» της Γουίλιαμ, σαν φιγούρα του Αδάμ βγαλμένη από πίνακα του Jan van Eyck, με υπέροχα αρρενωπή φωνή, είναι καταπληκτικός. Η υποδειγματική χρήση των φωτοσκιάσεων, η φοβερή φωτογραφία και τα έξοχα «κάδρα» που απηχούν έργα μεγάλων ζωγράφων, κάνουν αυτή την ταινία αισθητικό απόκτημα, Τέχνη περιωπής, και συναγωνίζονται το πανέξυπνο σενάριο που δημιουργεί ανεπαίσθητα και υπογείως μιά διελκυστίνδα μεταξύ πίστης κι απιστίας : γιατί το ουσιώδες σ’ αυτή την τόσο καλοφτιαγμένη ταινία είναι η «απόδειξη» της ανυπαρξίας του Θεού μέσω της απόδειξης ύπαρξης του Διαβόλου. Ή αντιθέτως, η παμπόνηρη ρίψη του θεατή στις αγκάλες του Θεού, επειδή ακριβώς πανικοβλήθηκε λόγω της ύπαρξης του Διαβόλου ( αν λάβουμε υπόψη την ρήση του J.Cocteau : « χωρίς τον Διάβολο, ο Θεός θα ήταν απάνθρωπος και δε θα είχε αποκτήσει ποτέ απήχηση στο μεγάλο κοινό).
Η ουσία αυτής της ταινίας δεν είναι απλώς « η κατρακύλα μιάς οικογένειας του 17ου αιώνα στη θρησκευτική υστερία και τρέλα» όπως πολύ ωραία γράφτηκε, το θέμα δεν είναι πως ΔΕΝ υπήρξε η Μάγισσα ή ο Διάβολος και απλώς ο θρησκευτικός φανατισμός/σκοταδισμός, τους έκαναν υπαρκτούς.
Δεν φαντάζονται η Κάθριν (έξοχη η Kate Dickie ως μαραμένη, γκρινιάρα και με φόβο Θεού μητέρα που θρηνεί ασταμάτητα το χαμένο μωρό της), ή ο Γουίλιαμ την ύπαρξη της Μάγισσας και του Διαβόλου. Τα δύο αυτά όντα υπάρχουν εν τέλει, έτσι μας λέει ο κλιμακούμενος τρόμος(πολλάκις προκαλούμενος απ΄όσα υπονοούνται παρά απ’ όσα απ’ όσα φαίνονται) αυτής της ταινίας και το, εξαιρετικής απεικόνισης μιάς Σαββατιανής συνάθροισης(Sabbath) , φινάλε της. Και ο Σατανάς υπάρχει και ο ενδιάμεσός του – η Μάγισσα- αυτός που φαίνεται να μην υπάρχει (ή να υπάρχει και να κωφεύει επιδεικτικά) είναι ο Θεός, στον οποίο προσπέφτουν καθημερινά, επίμονα και απελπισμένα οι χτυπημένοι απ’ τις συμφορές άνθρωποι αυτής της οικογένειας.
Ο Γουίλιαμ και η οικογένειά του βιώνουν απανωτές, ανεξήγητες συμφορές (η εξαφάνιση του μωρού μπροστά στα μάτια της Τόμασιν, πως μπορεί να εξηγηθεί; το μωρό δεν περπατούσε,δεν επιχείρησε ούτε καν να μπουσουλήσει- απλώς χάθηκε ) και διαπαιδαγωγημένοι με την ιδέα της αμαρτίας και της συνακόλουθης αντίληψης ότι είναι εκ γενετής υπόδικοι/υπόλογοι ενώπιον του Θεού, ακροβατούν μεταξύ βαθιάς απελπισίας για όσα τους έλαχαν με καθημερινή και παθιασμένη επίκληση του Θεού, και της φριχτής υποψίας ότι ο Θεός τους έχει τιμωρήσει επειδή αμάρτησαν— αυτά που βιώνουν είναι η τιμωρία τους/δοκιμασία για όσα έπραξαν. Το πάρα πολύ ενδιαφέρον λοιπόν σ’αυτή την αριστουργηματική ταινία είναι πως ενώ θα μπορούσε να μείνει στην εύκολη τρόπον τινά, απεικόνιση της διανοητικής-ψυχολογικής πορείας που ακολουθεί μία μικροκοινωνία ώστε να καταλήξει να κατηγορήσει κάποιο πρόσωπο ως μάγο/μάγισσα, σε δεύτερο επίπεδο έχουμε ένα οπτικοποιημένο επιχείρημα περί της ολοκληρωτικής ανημπόριας αυτών των ανθρώπων απέναντι στον Διάβολο. Η οικογένεια του Γουίλιαμ βρίσκεται στο έλεος του Σατανά ο οποίος με τις απανωτές συμφορές που τους ρίχνει, τους οδηγεί στην παραφροσύνη.
Ο Διάβολος δεν είναι αποτέλεσμα/γέννημα ομαδικής ψύχωσης ας πούμε, σ’αυτή την ταινία.
Υπάρχει, σπέρνει τον διχασμό ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας και τους οδηγεί στο χαμό.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό η ταινία του Eggers. Η συγκλονιστική σεκάνς της αιματηρής σύγκρουσης Κάθριν (μητέρας)- Τόμασιν (κόρης- πειστικότατη η Anya Taylor–Joy) υπονοεί και μιά ωραιότατη αλληγορία περί ανομολόγητης αντιπαλότητας μεταξύ μητέρας –θυγατέρας , με αιτία (και όχι αφορμή) την σεξουαλική αφύπνιση της δεύτερης. Η Τόμασιν έχει την πρώτη της περίοδο και η μητέρα της θορυβημένη (γιατί άραγε; ) ανακοινώνει στον σύζυγό της πως η μικρή πρέπει «να φύγει, να υπηρετήσει άλλη οικογένεια»- συνεπώς όσα ακολουθούν μετά τον ανεξήγητο χαμό του μωρού, καθώς και όσα άλλα ανεξήγητα συμβαίνουν στο σπίτι τους ενσαρκώνονται στη νεαρή Τόμασιν, η οποία δαιμονοποιείται και κατηγορείται απ΄τα μικρότερα αδέρφια της πως είναι η Μάγισσα του Δάσους. Να πούμε εδώ ότι όπως σε όλες τις περιπτώσεις αβάσιμης ενοχοποίησης κάποιου, ακόμη και οι εκ πρώτης όψεως αθώες ή άσχετες πράξεις, λεγόμενά του, ερμηνεύονται υπό το φως της κατηγορίας που του αποδίδεται και χρησιμεύουν ως ατράνταχτες αποδείξεις αυτής. Επίσης δεν είναι καθόλου τυχαίο νομίζω ότι ως πιο δεκτικά στον Διάβολο, και σ’ αυτή την ταινία, παρουσιάζονται τα θηλυκά της οικογένειας (η Τόμασιν και η Μέρσι, της μητέρας τους εξαιρουμένης).
Η οικογένειά της διαλυμμένη απ΄τη θλίψη και την αίσθηση καθολικής ανημπόριας μπροστά στο Κακό, φορτώνει όλα τα δεινά της πάνω της εν είδει αποδιοπομπαίου τράγου. «Απών ιδιοκτήτης» είναι ο Θεός , όπως είχε πεί κι ο Al Pacino στο The Devil’s Advocate . O Γουίλιαμ και η Κάθριν τον επικαλούνται κάθε ώρα, κάθε μέρα, εκλιπαρούν για βοήθεια, ζητούν την παρέμβασή του, αλλά αυτός αδιαφορεί, αντιθέτως ο «Μαύρος Φίλιπ», ο τράγος που έχει η οικογένεια στη στάνη της είναι πάντα παρών (αφού είναι ο Διάβολος μεταμφιεσμένος) και ικανοποιεί τις κρυφές επιθυμίες τους.
Τι πιό φυσικό λοιπόν, να στραφούν οι απελπισμένοι Θεοφοβούμενοι Χριστιανοί σ’ έναν δαίμονα για βοήθεια;
Το φινάλε, ή δικαιώνει αναδρομικά τους τρομοκρατημένους γονείς της Τόμασιν ( η κακόπιστη ερμηνεία) ή μας δείχνει τι κάνει ο άνθρωπος που έχει φτάσει στα όριά του (η καλόπιστη ερμηνεία). Ας σημειωθεί πως οι διάλογοι (που εκφέρονται στ’ Αγγλικά της Βίβλου) είναι στηριγμένοι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους σε λαϊκές ιστορίες για μάγισσες, εφημερίδες και πρακτικά δικαστηρίων από δίκες μαγισσών.
Η εξαιρετική δουλειά του Eggers (ας αναφερουμε και την φοβερή δουλειά με τα κοστούμια και τη γενικότερη ανασύσταση της εποχής) είναι η καλύτερη οπτική απόδοση της φράσης: « ο Θεός μπορεί ν’ αποδείξει τα πάντα, εκτός απ΄το ότι υπάρχει»…
Μπράβο! πολύ ωραίο κείμενο – παρουσίαση, πιάνει όλες τις πτυχές!
🙂