Αντονιόνι: ο μινιμαλιστής της αβεβαιότητας
Το Ιταλικό Μορφωτικό ίδρυμα, το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και το Μέγαρο Μουσικής με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ιταλού σκηνοθέτη Μικελάντζελο Αντονιόνι (1912-2007), διοργανώνουν ένα μεγάλο αναδρομικό αφιέρωμα στη ζωή και στο σύνολο του έργου του, που θα διαρκέσει από τις 5 έως τις 13 Φεβρουαρίου.
Στα πλαίσια του αφιερώματος προβλήθηκε χτες στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης το ντοκιμαντέρ του Κάρλο ντι Κάρλο, στενού φίλου του Αντονιόνι και θεωρητικού του έργου του, «Antonioni su Antonioni», με συντονιστή το Μισέλ Δημόπουλο. Το ντοκιμαντέρ ήταν μια συρραφή τηλεοπτικών συνεντεύξεων που είχε παραχωρήσει ο Αντονιόνι στην ιταλική τηλεόραση. Το σπάνιο αυτό αρχειακό υλικό έφερε στο φως ένα πορτρέτο του Αντονιόνι άγνωστο μέχρι τώρα στο κοινό, έναν Αντονιόνι ανοιχτό, πρόθυμο να μιλήσει για όλα, για τις ταινίες του, για τις ταινίες άλλων σκηνοθετών, για τη ζωή του.
Ο Κάρλο ντι Κάρλο συνοδεύει τον Αντονιόνι από τη δεκαετία του ΄60 και όπως ο ίδιος δήλωσε χτες αποφάσισε να κάνει το ντοκιμαντέρ αυτό για τρεις κυρίως λόγους: «Όταν έφυγε ο Αντονιόνι στις 30 Ιουλίου 2007 σκέφτηκα τι θα μπορούσα να κάνω για την απώλεια αυτή. Σκέφτηκα λοιπόν να χρησιμοποιήσω όλο το υλικό των τελευταίων 30 χρόνων, κυρίως από συνεντεύξεις του Αντονιόνι στην τηλεόραση. Όταν λοιπόν ανέσυρα αυτό το υλικό συνειδητοποίησα, ότι ούτε η ίδια η RAI δεν γνώριζε ότι είχε παράγει και κατείχε αυτό το υλικό. Αντίθετα με τη συνήθη διαδικασία ήμουν εγώ αυτός που έδωσε στη RAI όλες τις απαραίτητες πληροφορίες (ημερομηνίες κτλ), για να βρεθούν τα αρνητικά των συνεντεύξεων. Ο δεύτερος λόγος που αποφάσισα να κάνω το ντοκιμαντέρ ήταν, ότι ο Αντονιόνι υπήρξε ένας σκηνοθέτης ιδιαίτερα εσωστρεφής . Δεν μιλούσε με το κοινό και δεν του άρεσε να μοιράζεται λεπτομέρειες. Όταν όμως έδινε συνεντεύξεις ήταν ιδιαίτερα ανοιχτός, διότι θεωρούσε ότι είχε επιλέξει ο ίδιος το συνομιλητή του. Ο τρίτος λόγος είναι, ότι το Σεπτέμβρη του 1982 ο Αντονιόνι έπαθε εγκεφαλικό και στερήθηκε τη δυνατότητα του λόγου. Γι΄αυτό θεωρώ πολύ σημαντικό να δει το κοινό έναν Αντονιόνι να μιλάει επί 58 ολόκληρα λεπτά για όλα». «Είμαι ιδιαιτέρως χαρούμενος που έχω την ευκαιρία να παρουσιάσω το υλικό αυτό στην Αθήνα και ιδιαίτερα στο Ίδρυμα Κακογιάννη».
Τον Αντονιόνι το κοινό δεν τον κατάλαβε αμέσως. Ήταν πολύ μοντέρο και καινοτόμο αυτό που έκανε για τα δεδομένα της εποχής. Γι΄αυτό και στην πρώτη επίσημη προβολή της «Περιπέτειας» στο Φεστιβάλ Καννών του 1960, ένα έξαλλο κοινό φώναζε και γιουχάιζε, την ώρα που η πρωταγωνίστρια της ταινίας Μόνικα Βίτι ξεσπούσε σε κλάµατα. Πολλοί κατηγόρησαν τον Αντονιόνι ότι ήταν απαισιόδοξος. Στις συνεντεύξεις του, που προβάλλονται στο ντοκιμαντέρ, εκείνος νιώθοντας αδικημένος απαντά στις κατηγορίες αυτές: «αφού συνεχίζω ακόμη να κάνω ταινίες, να πιστεύω σε αυτές και να τις γυρίζω είμαι μάλλον αισιόδοξος, παρά απαισιόδοξος». Με το «Blow Up» βέβαια, την πιο εμπορική του ταινία, κατάφερε να γίνει γνωστός διεθνώς και να αγαπηθεί από τους νέους, κάνοντας μάλιστα το επάγγελμα του φωτογράφου μόδα.
Αν θα μπορούσαμε να χωρίσουμε το έργο του Αντονιόνι σε δύο κατηγορίες, θα λέγαμε πως υπάρχουν δύο περίοδοι: η περίοδος της «Τριλογίας» ή της «Τετραλογίας» αν εντάξουμε σε αυτήν και την «Κόκκινη Έρημο» και η περίοδος του «Blow Up», του «Zabriskie Point» και του «Επάγγελμα: ρεπόρτερ». Με δύο λόγια η ιταλική και η ευρωπαϊκή περίοδος, κατά την οποία ο Αντονιόνι αρχίζει να κοιτά πέρα από τα κινηματογραφικά σύνορα της Ιταλίας και να επηρεάζεται από τις μόδες της εποχής, από τα swinging sixties του Λονδίνου ή από τα παιδιά των λουλουδιών και από τη φοιτητική επανάσταση της Αμερικής. Με την «Τριλογία» του, γνωστή και ως «Τριλογία της αλλοτρίωσης» («Η Περιπέτεια», «Η Νύχτα», «Η Έκλειψη») ο Αντονιόνι αρχίζει να ξεκαθαρίζει τη θέση του ως προς την αισθητική και την κεντρική ιδέα που τον βασανίζει. Οι νευρώσεις των χαρακτήρων, η υπαρξιακή τους αγωνία, η ηθική αδυναμία των αντρών γίνονται τα χαρακτηριστικά που από εδώ και πέρα θα συνοδεύουν τον κινηματογράφο του Αντονιόνι. Και στις πρώτες του ταινίες όμως, όπως στο «Οι Φίλες» ή στην « Κραυγή», οι ιδέες αυτές υπήρχαν, απλώς ήταν κρυμμένες κάτω από την επιρροή του νεορεαλισμού.
Ο κινηματογράφος του Αντονιόνι είναι ο κινηματογράφος της μοναξιάς, της αρρώστιας των συναισθημάτων, της αδυναμίας επικοινωνίας των δύο φύλων. Ο κινηματογράφος του Αντονιόνι είναι επίσης ο κινηματογράφος της ατμοσφαιρικής λιτότητας . Οι διάλογοι είναι ελλειπτικοί και η αφήγηση περιορίζεται στα εντελώς απαραίτητα. Η εικόνα και ο ρυθμός της ταινίας είναι το κύριο μέσο της αφήγησης του. Ένας ρυθμός εξαιρετικά αργός, γεγονός που έστρεψε άλλωστε και το ευρύ κοινό εναντίον του. Κάθε αργή σκηνή όμως, όπως το περίφημο επτάλεπτο μονοπλάνο στο «Επάγγελμα: ρεπόρτερ», είναι μια ταινία από μόνη της, που συμβάλλει στην αίσθηση της μοναξιάς και της αποξένωσης. Ο αργός ρυθμός και η ελλειπτική αφήγηση είναι εργαλείο στο σινεμά του Αντονιόνι, όπως ήταν το μοντάζ στο σινεμά του Αϊζενστάιν.
Ο Κάρλο ντι Κάρλο απαντώντας χτες στο ερώτημα αν τα έργα του Αντονιόνι παραμένουν μέχρι και σήμερα διαχρονικά είπε πως: «Όσο περισσότερο περνούν τα χρόνια τόσο λιγότερο παλιώνουν οι ταινίες του. Οι ταινίες του Αντονιόνι δεν έχουν χρόνο, γι΄αυτό δεν γερνούν ποτέ. Πως άλλωστε να γεράσει μια ιστορία σαν την «Περιπέτεια»»;
Το αφιέρωμα συνεχίζεται με την προβολή εμβληματικών ταινιών του Αντονιόνι , καθώς και ντοκιμαντέρ και μικρού μήκους ταινίες του