Η δασκάλα του πιάνου
Η Έρικα μπαίνει σπίτι. Στην τσάντα της κουβαλάει ένα φόρεμα που η μητέρα της δεν θα ενέκρινε: υπερβολικά έξαλλο για την ηλικία της. Η κάμερα στέκεται στις δύο γυναίκες που καυγαδίζουν. Τα πλάνα κοφτά, ασφυκτικά.
Ένα κρεβάτι, δυο γυναίκες μόνες. Η απουσία του πατέρα φανερή. Η απουσία του άνδρα φανερή.
Ένα πιάνο. Οι ήχοι που ακούγονται, δάχτυλα που φαίνονται. Η δασκάλα του πιάνου μιλά για την αφαίρεση. Αυτή που ο Μ.Χάνεκε θα χρησιμοποιήσει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας για να στήσει τα πλάνα του.
Σιγά σιγά εισάγονται και άλλα στοιχεία: πόρτες που κλείνουν πίσω τους την επιθυμία, ένα παιχνίδι του λευκού με το κόκκινο, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα που κρύβεται σε ένα σκοτεινό θάλαμο και ένα θερινό σινεμά όπου η πρωταγωνίστρια παρακολουθεί ζευγάρια να κάνουν έρωτα (εκπληκτικές και οι δύο αυτές σκηνές).
Και ένα παιχνίδι εξουσίας: μια γυναίκα που προσπαθεί να χάσει τον έλεγχο την ίδια στιγμή που τον διατηρεί. Ένα γράμμα που εκφράζει τις προσταγές της απέναντι στον άνδρα. Τη στιγμή που εκφράζονται με λέξεις οι προσταγές γίνονται παράκληση. Και το παιχνίδι έχει από την αρχή ξεφύγει από τον έλεγχο.
Οι ήχοι του Χάνεκε είναι εκκωφαντικοί: εδώ δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Εδώ πρέπει να σταθείς να παρακολουθήσεις το βαρύ, το δυσάρεστο (όπως στη σκηνή του «βιασμού»). Και στο τέλος πρέπει να σταθείς να ακούσεις την εκκωφαντική σιωπή καθώς η πρωταγωνίστρια, φυλακισμένη ανάμεσα στα «πρέπει» και τα «θέλω» ανοίγει τη μία πόρτα μετά την άλλη για να βγει έξω, στο δρόμο.
Αυτη η ταινια ειναι μαχαιρι στη καρδια ,σαν αυτο που καρφωνει κι η ιδαι η Εριακ, καθως βγαινει απ ΄το Ωδείο.. Στην τελευταια σκηνη θυμασαι; Αλλα το πιο βασανιστικο ειανι οτι δεν σου λεει ξεκαθαρα αν τελικα ξεχέζει τη μανα της και το κλουβι που ήταν κλεισμενη, η ξααγυριζει εκτονωμενη… θα στο ξαναγραψω: "τι πιο επικίνδυνο μερος, λενε, ειναι το σπιτι μας"… Φιλιά.