Φεστιβάλ

Ο Άκι Καουρισμάκι στη Θεσσαλονίκη

Από την ταινία Lights in the Dusk

Τρεις σπουδαίοι δημιουργοί, αξιόλογοι εκφραστές του σύγχρονου ανεξάρτητου κινηματογράφου, έχουν την τιμητική τους στο 53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μέσα από αφιερώματα στο έργο τους: στον ιδιαίτερα αγαπητό στο ελληνικό σινεφίλ κοινό, Φινλανδό σκηνοθέτη Άκι Καουρισμάκι, στον πολυβραβευμένο κουρδικής καταγωγής Μπαχμάν Γκομπαντί -από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του νέου ιρανικού σινεμά -, και στον Γερμανό Αντρέας Ντρέζεν.

Αφιέρωμα στον Άκι Καουρισμάκι

Βαθιά ουμανιστικό, ανεπιτήδευτο και γενναιόδωρο στο θεατή, το σινεμά του Άκι Καουρισμάκι υμνεί με μινιμαλισμό, χιούμορ και νοσταλγία τις ανθρώπινες αξίες, ισορροπώντας εύστροφα ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία.

Στο 53ο ΦΚΘ θα προβληθούν οι πιο αντιπροσωπευτικές στιγμές της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη, το έργο του οποίου αποκτά ξεχωριστή επικαιρότητα σήμερα. Η ανεργία, η ανέχεια και η οικονομική κρίση σφίγγουν τον κλοιό για τους ήρωες των ταινιών του Καουρισμάκι: όλοι καθημερινοί άνθρωποι, οι φτωχοί και αδύναμοι αυτού του κόσμου, οι οποίοι σε πείσμα των καιρών δεν εγκαταλείπουν ποτέ την ελπίδα.

Χαρακτηριστική είναι η τριλογία του προλεταριάτου – με τις ταινίες Shadows in Paradise (1986), Ariel (1988) και The Match Factory Girl (1990) -, όπου ο Καουρισμάκι εξερευνά με κωμικοτραγική διάθεση τη φινλανδική εργατική τάξη: καταδικασμένους αντιήρωες, σε αδιέξοδες δοκιμασίες, έρωτες μετ’ εμποδίων, αλλά και με όνειρα για ένα καλύτερο αύριο.

Παρομοίως, στην τριλογία των χαμένων – Drifting Clouds (1996), The Man Without a Past (2002), Lights in the Dusk (2006) – ο δημιουργός φέρνει στο προσκήνιο τον άνθρωπο του περιθωρίου ο οποίος παρά τις κακοτυχίες του, διαθέτει απρόσμενα αποθέματα θάρρους και αλληλεγγύης.

Παρά την ειρωνική, κυνική όψη του, το σύμπαν του Καουρισμάκι είναι διαποτισμένο από ανθρωπιά και ρομαντισμό. Με καμβά του τον κοινωνικό ρεαλισμό, αφηγείται ιστορίες με χρώματα τολμηρά, ρετρό αναφορές που «σφραγίζουν» τα στυλιζαρισμένα πλάνα του και υπόγεια αίσθηση του χιούμορ.

Έτσι, με φόντο την υποβαθμισμένη πλευρά του Ελσίνκι, στο Crime and Punishment (1983) ο δημιουργός φιλτράρει με τη δική του οπτική το ομώνυμο έργο του Ντοστογιέφσκι, ενώ στο La Vie De Bohème (1992) διασκευάζει τη νουβέλα «Scènes de la vie de bohème» που ενέπνευσε την όπερα του Πουτσίνι. Στην ταινία Leningrad Cowboys Go America (1989) χτίζει ένα φαρσικό, σουρεαλιστικό road movie με πρωταγωνιστές τα μέλη της πιο ανορθόδοξης μπάντας του κόσμου, ενώ στο χωρίς διάλογους ασπρόμαυρο Juha (1999) επιστρέφει στην αθωότητα μιας από τις μεγαλύτερες εμμονές του, το βωβό σινεμά.

Η πιο πρόσφατη ταινία του Le Havre (2011), μια λυτρωτική ιστορία διάσωσης ενός παράνομου έφηβου Αφρικανού μετανάστη, είναι ίσως η πιο αισιόδοξη στιγμή της καριέρας του δημιουργού. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά και ο ίδιος, μιλώντας εξ ονόματος των ηρώων του: «Όταν πλέον δεν υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει και λόγος για να είμαστε απαισιόδοξοι».

Αφιέρωμα Μπαχμάν Γκομπαντί

Ο Μπαχμάν Γκομπαντί υφαίνει έναν κινηματογράφο που θίγει ζητήματα ιστορίας, κουλτούρας, κοινωνικής διαστρωμάτωσης, πολιτικών πεποιθήσεων. Το σινεμά του αποτελεί μια κραυγή για δικαιοσύνη και ελευθερία.

Ρεαλισμός και ημιντοκιμαντερίστικα στοιχεία από τη μια πλευρά κι ένα παιχνίδι με το μύθο και το φανταστικό από την άλλη, συνθέτουν έναν πολυεπίπεδο κινηματογράφο, στον οποίον έννοιες όπως ο θάνατος, η ζωή και ο έρωτας αναμετριούνται ταυτόχρονα.

Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του μεγάλου μήκους με την ταινία A Time for Drunken Horses, την πρώτη κουρδική ταινία στην ιστορία του ιρανικού σινεμά, η οποία απέσπασε την Χρυσή Κάμερα στο Φεστιβάλ των Καννών.

Το 2004, διείσδυσε στην καθημερινότητα μιας ομάδας παιδιών που ζουν σε έναν καταυλισμό Κούρδων προσφύγων, στα σύνορα με το Ιράκ και συλλέγουν νάρκες, παίζοντας μια διαρκή ρώσικη ρουλέτα με το θάνατο ή τον ακρωτηριασμό στην πολυβραβευμένη ταινία Turtles Can Fly. Η μουσική, από τις μεγάλες αγάπες του Γκομπαντί, πρωταγωνιστεί στην ταινία του Half Moon (2006), στην οποία ο Μάμο, ένας θρυλικός Κούρδος μουσικός που ζει στο Ιράν σχεδιάζει μια τελευταία συναυλία στο ιρανικό Κουρδιστάν. Ο Γκομπαντί στήνει ένα διαφορετικό road movie, ένα οδοιπορικό στο σύγχρονο Ιράν, με οδηγό του την ευαισθησία και ονειρική διάθεση.

Μουσική ψυχή έχει και η ταινία του No One Knows About Persian Cats (2009), με φόντο το σημερινό Ιράν, όπου η δυτική μουσική είναι απαγορευμένη. Δύο νέοι παράνομοι μουσικοί που προσπαθούν να φτιάξουν μια μπάντα και να παίξουν στο Λονδίνο, είναι οι ήρωες μιας ταινίας, που αντιμετώπισε την οργή του ιρανικού καθεστώτος, με τη φυλάκιση συντελεστών της ταινίας.

Αυτοεξόριστος ο ίδιος ο Γκομπαντί από το 2009, αρχικά στο Ιράκ και στη συνέχεια στην Τουρκία, φέτος επέστρεψε στη μεγάλη οθόνη, με την πρώτη του ταινία στην περίοδο της εξορίας του, το Rhino’s Season. Με πρωταγωνιστές τους Μόνικα Μπελούτσι και Μπεχρούζ Μποσουγκί, η – βασισμένη σε αληθινά γεγονότα – ταινία αφηγείται την ιστορία ενός Κούρδου ποιητή που παρέμεινε φυλακισμένος από το ιρανικό καθεστώς για 27 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων η οικογένειά του είχε πληροφορηθεί ότι ήταν νεκρός.

Αφιέρωμα Αντρέας Ντρέζεν

Από τους πιο ξεχωριστούς εκπροσώπους της νέας γενιάς Γερμανών κινηματογραφιστών, o Αντρέας Ντρέζεν επιτυγχάνει στις ταινίες του μια ιδανική σύμπραξη ευφυΐας, ρεαλισμού αλλά και λυρισμού.

Στο 53ο ΦΚΘ θα προβληθούν αντιπροσωπευτικές στιγμές της πορείας του, καθώς και σε πρεμιέρα η τελευταία ταινία του Stopped on Track, που απέσπασε πέρυσι το βραβείο του τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα στο φεστιβάλ Καννών.

Από το 1992 εργάζεται αδιάλειπτα ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος στον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το θέατρο και την όπερα.

Η «καρδιά» στο σινεμά του είναι δίχως αμφιβολία ο άνθρωπος, μέσα από μικρές καθημερινές ιστορίες διαπροσωπικών σχέσεων που ξαφνιάζουν με τη δύναμη και την ευαισθησία τους. Ο σκηνοθέτης τις καταγράφει από απόσταση, αλλά ταυτόχρονα διεισδύει στον πυρήνα τους, χάρη σε ένα ισορροπημένο μείγμα ακρίβειας και αυτοσχεδιασμού, στοιχείο που ο ίδιος χρησιμοποιεί σταθερά στο ντοκιμαντερίστικης φύσης έργο του.

Οι ήρωές του, άνθρωποι της μεσαίας ή κατώτερης τάξης, βρίσκονται συνήθως σε σημεία-ορόσημα της ζωής τους: ο καρκινοπαθής οικογενειάρχης της ταινίας Stopped on Track (2011), η ηλικιωμένη γυναίκα που διχάζεται ανάμεσα στον προβλέψιμο γάμο της κι ένα νέο έρωτα στην ταινία Cloud 9 (2008, βραβείο τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα στο φεστιβάλ Καννών), η παλιά και νέα γενιά ηθοποιών που συγκρούεται και συμφιλιώνεται στο Whisky Mit Vodka (2009, βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ Κάρλοβι Βάρι), αλλά και δυο φίλες σε υπαρξιακό και ερωτικό αδιέξοδο στο Summer in Berlin (2005).

Αντιστοίχως, τόσο οι ονειροπόλοι άνθρωποι του περιθωρίου στο φιλμ Night Shapes (1999) όσο και τα παντρεμένα ζευγάρια που βλέπουν τους γάμους τους να καταρρέουν στο Grill Point (2002), όλοι έχουν ένα βασικό κοινό σημείο επαφής: ζώντας μέσα σε ένα εχθρικό αστικό περιβάλλον, αναζητούν με πάθος την ευτυχία.

Το Φεστιβάλ πραγματοποιείται από τις 2 έως τις 11 Νοεμβρίου.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *