18fff: Πόλεμος, έρωτας, γυναικείες φιλίες και αντιζηλίες
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η Κυριακή στο 18ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου. Αν αναζητήσουμε κάτι κοινό σε κάποιες από τις ταινίες, αυτό είναι η απώλεια και η διαχείριση της. Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου στο Εκείνο το Καλοκαίρι, το requiem ενός νεανικού έρωτα και ονείρων που η ζωή δεν αφήνει να πραγματοποιηθούν, στις Ομπρέλες του Χερβούργου, οι απώλειες του πολέμου και τα ανθρώπινα ναυάγια που αφήνει πίσω του στο Παύσατε Πυρ. Όταν μιλάμε για οποιαδήποτε μορφή απώλειας, πάντοτε το ενδιαφέρον στρέφεται στο πώς την αντιμετωπίζουν αυτοί που μένουν πίσω.
Στο Sage Femme οι δύο γυναίκες έρχονται να διαχειριστούν τις απώλειες που τους έχει φέρει η ζωή, αναπτύσσοντας μια ιδιαίτερη φιλία, ενώ στο Χωρίς Ενοχές μία γυναίκα διεκδικεί ξανά την παλιά της θέση εργασίας, κάνοντας τα πάντα για να το επιτύχει.
Les Parapluies de Cherbourg, Jacques Demy
Σε μια χρονιά που το μνημονεύσαμε αρκετές φορές επ’ ευκαιρίας του La La Land, οι Ομπρέλες του Χερβούργου επέστρεψαν στο κινηματογραφικό πανί μέσα από το φετινό πρόγραμμα του γαλλόφωνου φεστιβάλ. Με πόση χαρά το ξαναείδα, σαν να συναντήσα ένα καλό φίλο των παιδικών μου χρόνων. Η Κατρίν Ντενέβ μπορεί να μην είναι στον πιο αξιομνημόνευτο ρόλο της καριέρας της, είναι όμως εδώ σίγουρα πιο όμορφη από ποτέ. Τα ζωντανά χρώματα, τα ωραία στημένα σκηνικά, οι πολύχρωμοι τοίχοι και ταπετσαρίες, το εύρημα της τραγουδιστής ομιλίας που μετέπειτα ντύθηκε με τζαζ επί τω πλείστον μουσική, αντί για το τραγούδι και το χορό που συνηθίζονταν, όλα αυτά κάνουν ξεχωριστό και ιδιαίτερο αυτό το μιούζικαλ, ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα, περισσότερο από την σχετικά κοινότοπη σεναριακή εξέλιξη του χλιαρού ρομαντικού δράματος που για πολλούς περιγράφει η υπόθεση.
Αρπάζοντας την ευκαιρία να ξαναδώ το κλασικό αυτό έργο, μετά από πολλά χρόνια, έκανα πολλές σκέψεις, για το πως επαναπροσδιορίζεται στη σημερινή εποχή. Διότι, όπως ξέρουμε το κάθε έργο πρέπει να αξιολογείται βάσει της εποχής του. Αν το δει όμως κανείς ξανά μετά από καιρό μερικές φορές ανοίγεται ο δρόμος και για μια δεύτερη ανάγνωση. Διότι, το σενάριο ενώ κινείται σε κλασικές νόρμες μεγάλου έρωτα και χωρισμού, μόνο κοινότυπο δε χαρακτηρίζεται στην παρουσίαση του. Αντίθετα, πραγματικά πρωτοποριακό και απενοχοποιημένο για την εποχή του, σε σύγκριση με τα τότε μελοδράματα, αλλά σε σημεία ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα. Είναι και δεν είναι, λοιπόν, στην εποχή του κι αυτό το στοιχείο το κάνει να oμοιάζει ακόμα περισσότερο με το La La Land, αν μπορεί κανείς να το πει αυτό για κάτι που προϋπήρχε, ενώ ταυτόχρονα προσδίδει και στα δυο τους μια διαχρονικότητα.
Αντώνης Γκούμας
Irréprochable (Χωρίς Ενοχές), Sébastien Marnier
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος, το «Χωρίς Ενοχές» αντλεί έμπνευση από το σινεμά του Κώστα Γαβρά (ιδιαίτερα από «Το Τσεκούρι»). Κεντρική ηρωίδα της ιστορίας είναι η Κονστάνς. Τη συναντάμε ημίγυμνη σε ένα άδειο διαμέρισμα στο Παρίσι, όπου την βρίσκει μια μεσίτρια και της ζητά να φύγει. Η Κονστάνς δεν έχει δουλειά εδώ και πολύ καιρό και η μόνη της λύση είναι να επιστρέψει στην επαρχιακή πόλη όπου ζει η μητέρα της για να τη φροντίζει. Θα προσπαθήσει να πάρει πίσω την παλιά της δουλειά, αλλά το πρώην αφεντικό της, ο Αλαίν, έχει επιλέξει μία νεαρή κοπέλα στη θέση της. Η Κονστάνς θα αναπτύξει μια εμμονή με τη νεαρή κοπέλα, ενώ θα αναθεωρήσει τη σχέση της με τον Φιλίπ -παιδικό της φίλο και εραστή της στο παρελθόν.
Με φωτεινή φωτογραφία από τον Λοράν Μπρουνέ και ηλεκτρονικούς ήχους που προσθέτουν στη ένταση και στην αγωνία, το Χωρίς Ενοχές ξεκινά ως κοινωνικό δράμα, αλλά εξελίσσεται σε ένα είδος ψυχολογικού θρίλερ, καθώς η Κονστάνς επιδεικνύει ολοένα και πιο προβληματικές συμπεριφορές. Ο Σεμπαστιάν Μαρνιέ -συγγραφέας που εδώ επιχειρεί την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία- χειρίζεται το υλικό του επιδέξια, ενώ η αλήθεια είναι ότι όλη η ταινία στηρίζεται στην Μαρίν Φουά (Polisse) και την δική της ερμηνεία, επιδεικνύοντας μια μεγάλη γκάμα συναισθημάτων. Άλλοτε κουρασμένη, άλλοτε αποφασισμένη, μερικές φορές τρομαγμένη -σαν ένα άγριο ζώο κλεισμένο σε ένα κλουβί-, η Κονστάνς είναι μία γυναίκα που νιώθει με την πλάτη στον τοίχο και γι’ αυτό εν μέρει απρόβλεπτη.
Αγγελική Στελλάκη
Cessez-Le-Feu (Παύσατε Πυρ), Emmanuel Courcol
Το 1923, ο Ζορζ, που πολέμησε ως λοχαγός στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο του 1914 και μετά τη λήξη του είναι για χρόνια στην Αφρική προσπαθώντας να αποδράσει από τις άσχημες αναμνήσεις, αναγκάζεται να επιστρέψει στη Γαλλία, στο σπίτι της μητέρας του και του ανάπηρου, ψυχικά και σωματικά, από τον πόλεμο, αδερφού του, που έχει πάψει να μιλά και να επικοινωνεί με το περιβάλλον. Προσπαθώντας κι ο ίδιος να εγκλιματιστεί σε μια πόλη που φέρνει μόνο δυσάρεστες μνήμες, ο Ζορζ θα γνωρίσει την χαμογελαστή δασκάλα νοηματικής γλώσσας του αδερφού του.
Όπως στον Ελαφοκυνηγό, έτσι κι εδώ ο αντίκτυπος του πολέμου φαίνεται περισσότερο στους άλλους παρά πάνω στον ίδιο τον κεντρικό πρωταγωνιστή. Τα τραύματα που φέρει, σωματικά και ψυχικά μοιάζουν επιφανειακά έναντι των άλλων γύρω του. Αντίθετα, μοιάζει με πληγωμένο πουλί που πετά μακριά, με τον πόλεμο ένιωσε να πληγώνεται από την ίδια του τη χώρα, περισσότερο όταν επέστρεψε στο σπίτι, όπου θα είχε μόνιμα τον προβληματικό αδερφό του να του το θυμίζει, καθώς και το βλέμμα της μάνα του με ένα μόνιμο γιατί να του θυμίζει την υπόσχεση του ότι θα της προσέχει τον άλλο αδερφό του, που χάθηκε στη μάχη. Περνά λοιπόν στην Αφρική, όπου δε μπορεί να αποφύγει να δείξει την αποικιοκρατική του τακτική, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τον πόλεμο, αποτελώντας με τον βοηθό του ένα μικρό περιφερόμενο θίασο, περιγράφοντας τις μάχες για ευνοϊκότερες εμπορικές συναλλαγές με τους ντόπιους. To ότι αγκαλιάζει την αποικιοκρατική πλευρά και νοοτροπία της Γαλλίας αποπροσανατολίζει αρκετά την ταινία που αισιοδοξεί να φτιάξει ένα αντιπολεμικό δράμα για την μετά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή.
Η ταινία κάνει κοιλιές, χάνει και ξαναβρίσκει το ενδιαφέρον της, το οποίο διατηρεί κυρίως μέσω της ιστορίας του αδερφού του, που είναι η πιο ενδιαφέρουσα και συγκινητική, που διαθέτει επίσης και την τρυφερή ερμηνεία του Γκρεγκορί Γκαντεμπουά, που κλέβει εύκολα την παράσταση από την συνολικά άκαμπτη ερμηνεία του Ρομάν Ντουρί (Χτυποκάρδια στο Γραφείο, Η καινούρια φιλενάδα, Μια Γαλλίδα στο Μανχάταν, Ο αφρός των ημερών). Τον Γκρεγκορί Γκαντεμπουά είχαμε απολαύσει και στο 16ο fff στο Τελευταίο Χτύπημα στο τηλεοπτικό Αυτοί που Επιστρέφουν (Les Revenants), παλιότερα στο Angèle et Tony.
Αντώνης Γκούμας
Sage Femme, Martin Provost
Η Κλαιρ (Κατρίν Φροτ) είναι μαία, αλλά το μαιευτήριο στο οποίο εργάζεται εδώ και πολλά χρόνια ετοιμάζεται να κλείσει. Μια μέρα, επιστρέφοντας από τη δουλειά της, βρίσκει στον τηλεφωνητή της ένα μήνυμα από μία γυναίκα, τη Μπεατρίς Σομπολέφσκι (Κατρίν Ντενέβ), η οποία αναζητά τον πατέρα της Κλαιρ. Η Κλαιρ δέχεται να τη συναντήσει και την ενημερώνει ότι ο πατέρας της έχει πεθάνει (ενώ η ίδια φαίνεται εν μέρει να κατηγορεί τη Μπεατρίς πρώην ερωμένη του γι’ αυτό). Η Μπεατρίς είναι άρρωστη και η Κλαιρ θα νιώσει την ανάγκη να σταθεί δίπλα της. Η παρουσία της εκκεντρικής αυτής γυναίκας, θα αναστατώσει και τη δική της ζωή.
Η ταινία του Μαρτίν Προβόστ αναφέρεται στα νέα ξεκινήματα και στο να αντιμετωπίζεις τη ζωή που έχεις ζήσει για πάρα πολύ καιρό με τρόπο διαφορετικό. Η Μπεατρίς έρχεται να αναστατώσει την τακτοποιημένη ζωή της Κλαιρ, δίνοντας μια αίσθηση περιπέτειας και ελευθερίας (ανάλογη με εκείνη που είχε και η ίδια πάντα). Είναι μάλλον ειρωνικό το γεγονός ότι μία γυναίκα σαν την Κλαιρ που φροντίζει να φέρνει στο φως τόσες καινούριες ζωές, αδυνατεί να δει την έλλειψη φλόγας στη δική της.
Το Sage Femme (ο τίτλος σημαίνει «μαία») βασίζεται κυρίως στις ερμηνείες των δύο κυριών, πρωταγωνιστριών της ταινίας και στη χημεία που αυτές επιδεικνύουν. Υπέροχες και οι δύο, δίνουν ισορροπημένες ερμηνείες σε μια τρυφερή ταινία που προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.
Αγγελική Στελλάκη
Ce Sentiment de l’ été (Εκείνο το Καλοκαίρι), Mikael Hers
Ο Λόρενς κι η Σάσα είναι ένα ζευγάρι τριαντάρηδων που ζουν ήρεμα κι αγαπημένοι. Όταν η Σάσα πεθαίνει ξαφνικά, ο Λόρενς κι η αδερφή της Ζόι έρχονται πιο κοντά, νιώθοντας ότι μοιράζονται τον πόνο της απώλειας και ότι ο ένας κατανοεί τον άλλο περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Η ταινία κινείται κυρίως σε τρεις χρόνους και τόπους, για να καλύψει Βερολίνο, Παρίσι και Νέα Υόρκη. Με την Ζόι, που είναι σε διάσταση με τον σύντροφό της, να θυμίζει αρκετά την αδερφή της στον Λόρενς, οι δυο τους εξασκούν μια υπολανθάνουσα έλξη ο ένας στον άλλο, που είναι όμως περισσότερο όμως τα στάδια του πένθους που περνάνε ταυτόχρονα, μια άτυπη απόπειρα ψυχοθεραπείας.
Το γενικά αφαιρετικό σενάριο και η ελεύθερη του αφήγηση, αφήνει τους δυο πρωταγωνιστές μετέωρους σε αυτή την ιδιότυπη σχέση έλξης, απώθησης και κοινού δράματος, που ο καθένας τους βιώνει διαφορετικά. Ο ελαφρύς ρομαντισμός συμπίπτει με έναν αμοραλισμό του σκηνοθέτη στη χρήση φιλμ, που στερεί μεν από το έργο την καθαρή εικόνα και τη ζωντανή φωτογραφία, έναντι μιας καλλιτεχνικής βρωμιάς, η οποία σε σημεία του πάει. Όμως στο σύνολο του δεν καταφέρνει να εμβαθύνει καθόλου, ούτε να συγκινήσει (μνημονεύουμε αναγκαστικά εδώ ένα Lost in Translation, για παράδειγμα) και πιθανόν να μην ικανοποιεί ούτε τους χίπστερς στους οποίους και απευθύνεται.
Αντώνης Γκούμας