ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

19fff: Καθημερινή ανασκόπηση

Για άλλη μια χρονιά οι Cinepivates είναι κοντά στο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου. Εδώ θα βρείτε κριτικές και αναλύσεις για τις ταινίες που προβάλλονται στο ανοιξιάτικο ραντεβού των σινεφίλ με το γαλλόφωνο σινεμά.

Τετάρτη 28 Μαρτίου

Απόψε πού κοιμάσαι;

garde-alternee

Με κωμωδία επιστρέφει η σκηνοθέτις του Όλοι οι Καλοί Χωράνε. Αυτή τη φορά την απασχολούν οι σχέσεις των ζευγαριών. Όταν η Σαντρίν (Βαλερί Μπονετόν) ανακαλύπτει ότι ο σύζυγός της, Ζαν (Ντιντιέ Μπουρμπόν) διατηρεί εδώ και περίπου έναν χρόνο εξωσυζυγική σχέση με τη Βιρζινί (Ιζαμπέλ Καρ), αποφασίζει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να προτείνει στην Βιρζινί μια ιδιότυπη συμφωνία: να μοιράζονται τον Ζαν ανά εβδομάδα. Ο ίδιος δεν ερωτάται και η νέα αυτή ζωή θα οδηγήσει στο χάος.

Σε σενάριο και σκηνοθεσία της Αλεξάντρα Λεκλέρ, η ταινία (που βασίζεται στην ιδέα «Από δω η γυναίκα μου κι από δω το αίσθημά μου») θα προκαλέσει σε στιγμές το γέλιο του θεατή, αν και βασίζεται στο «εύκολο» χιούμορ που προκύπτει από τα σεξομπερδέματα (και περιλαμβάνει σκηνές όπως εκείνη της συζύγου του Ζαν να φωτογραφίζεται με καυτά εσώρουχα για να ξυπνήσει το ερωτικό του ενδιαφέρον). Όχι, το «Απόψε πού κοιμάσαι;» δεν ακολουθεί μια «φεμινιστική» προσέγγιση όπως μπορεί κάποιοι να θεωρήσουν (με το σκεπτικό ότι οι γυναίκες είναι αυτές που κάνουν κουμάντο στη σχέση), αλλά δείχνουν τα βασανιστήρια ενός μάλλον ταλαίπωρου ανθρώπου στα χέρια δυο γυναικών που θα κάνουν τα πάντα για να τον έχουν. Πολύ σκέψη, θα πει κανείς για μια γαλλική κωμωδία. Ίσως, αλλά η ταινία της Λεκλέρ θα καταφέρει ταυτόχρονα να σε κάνει να χαμογελάσεις και να σε εκνευρίσει, ενώ ακολουθεί αρκετά από τα κλισέ του είδους.

H Βαλερί Μπονετόν ξεχωρίζει στον ρόλο μιας πραγματικά αντιπαθητικής συζύγου, που με τις ανθρώπινες στιγμές της και τις υπερβολικές εκφράσεις της θα καταφέρει προς το τέλος να κερδίσει τη συμπάθεια του θεατή.

Τρίτη 27 Μαρτίου

Djam

djam

Γυρισμένη κατά 90% στην Ελλάδα, η νέα ταινία του Τόνι Γκατλίφ (Gadjo Dilo) είναι ένα ρεμπέτικο μιούζικαλ που επικεντρώνεται στη φιλία δύο κοριτσιών: της Ελληνίδας Τζαμ και της Γαλλίδας Αβρίλ. Ο θείος της Τζαμ, Κακούργος, τη στέλνει στην Κωνσταντινούπολη για να του φέρει ένα εξάρτημα για το πλοίο του που έχει χαλάσει. Εκεί, η Τζαμ, ένα ελεύθερο πνεύμα, θα συναντήσει την Γαλλίδα Αβρίλ που έχει χάσει τα υπάρχοντά της. Μαζί θα ξεκινήσουν για το μακρύ ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα, συντροφιά με το ρεμπέτικο τραγούδι. Η ταινία του Τόνι Γκάτλιφ είναι γεμάτη ενέργεια και ένταση που απορρέει από την κίνηση της Δάφνης Πατακιά και τη μουσική -η ταινία αποτελεί φόρο τιμής στο ρεμπέτικο και στις έννοιες που συνδέονται με αυτό όπως η έννοια της ξενιτιάς και της προσφυγιάς. Ο Τόνι Γκάτλιφ τα καταφέρνει καλύτερα στα γαλλικά που είναι και η γλώσσα του, ενώ στα ελληνικά οι διάλογοι μοιάζουν παράξενοι και οι ιστορίες που θα έπρεπε να συγκινούν μερικές φορές έχουν το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα. Τον σκηνοθέτη μοιάζει να μην τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα το σενάριο, αλλά οι στιγμές, ενώ έχει μια ρομαντική -ίσως και αφελή- θέαση του κόσμου.

Hochelaga, γη των πνευμάτων

Ακολουθώντας εν μέρει τη φόρμα που είχε ακολουθήσει και στο Κόκκινο Βιολί, ο σκηνοθέτης Φρανσουά Ζιράρ προσπαθεί να αφηγηθεί στην ταινία Hochelaga μεγάλο μέρος της ιστορίας του Καναδά. Ξεκινώντας από μια μάχη αυτοχθόνων τον 13ο αιώνα μ.Χ. και καταλήγοντας στις μέρες μας και στην κατολίσθηση ενός σταδίου στο Μόντρεαλ, ενδιαφέρεται για τις διαφορετικές εθνικότητες, θρησκείες και πεποιθήσεις που έχτισαν ένα ολόκληρο έθνος.

hochelaga

Υπάρχει κάτι γοητευτικό σε αυτόν τον τρόπο στησίματος μιας ταινίας, καθώς ο Ζιράρ προσπαθεί να ενώσει όλα τα κομμάτια του παζλ για να συνδέσει το παρόν με το παρελθόν. Αυτό γίνεται μέσα από τον ρόλο ενός αρχαιολόγου -τι άλλο;- κεντρικό πρόσωπο στην ταινία, μαζί με έναν αυτόχθονα που επικαλείται την ειρήνη. Ωραία φωτογραφία, σκηνικά και κοστούμια σε μία υπερ-φιλόδοξη παραγωγή που έχει πράγματα να πει για την Ιστορία, ωστόσο γίνεται υπερβολικά διδακτική ή φιλοσοφίζουσα σε κάποιες στιγμές. Δεν βοηθά και η υπνωτιστική μουσική της ταινίας που θυμίζει ύμνο και είναι πανταχού παρούσα, καλύπτοντας πολλές φορές την δράση.

Καλλονές (La Belle et la Belle)

H 20χρονη Μαργκό συναντά την 45χρονη Μαργκό. Πολλά είναι αυτά που συνδέουν τις δύο γυναίκες, οι οποίες σύντομα συνειδητοποιούν ότι αποτελούν το ίδιο άτομο σε δύο διαφορετικές ηλικίες. Ενδιαφέρουσα ιδέα της Σοφί Φιλιέρ, αλλά αμήχανη η εκτέλεση. Φαίνεται πως η σκηνοθέτις δεν μπορεί να διαχειριστεί το θέμα της εύκολα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια κωμωδία που δεν είναι ιδιαίτερα αστεία, μια ιδέα που φαντάζει υπερβολική -με τον θεατή να προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει. Οι δύο πρωταγωνίστριες της ταινίας δεν προσπαθούν να αντιγράψουν η μία την ερμηνεία της άλλης· περισσότερο ερμηνεύουν διαφορετικές εκδοχές του ίδιου προσώπου: η Σαντρίν Κιμπερλέν την Μαργκό που οδεύει προς τη μέση ηλικία, η Αγκάτ Μπονιτσέρ εκείνη που μόλις έχει κάνει τα πρώτα της βήματα στην ενήλικη ζωή.

belle-belle

Δεν λείπουν τα ερωτικά μπερδέματα από μία ταινία που θα είχε περισσότερο να ωφεληθεί από το πώς αλλάζουμε με την πάροδο των χρόνων και το πώς τελικά αποδεχόμαστε τους εαυτούς και τις αποτυχίες μας. Ψύγματα αυτών των ζητημάτων υπάρχουν στην ταινία, αλλά η ανάλαφρη παρουσίαση και οι αναμενόμενες διαδρομές που ακολουθεί το σενάριο δεν τα αφήνουν να αναδειχθούν. Πάντως, οι δύο πρωταγωνίστριες είναι πολύ καλές: η Κιμπερλέν βγάζει έναν δυναμισμό και μια θλίψη, ενώ η Μπονιτσέρ ένα «τσαγανό» που ωφελεί την ταινία.

Δευτέρα 26 Μαρτίου

Στηρίξου Πάνω Μου (Diane a les epaules)

Η Νταϊάν είναι έγκυος στο παιδί των ομοφυλόφιλων φίλων της. Στη διάρκεια της ανακαίνισης του σπιτιού της γνωρίζει τον Φαμπρίτσιο, τον οποίο ερωτεύεται. Οι συνθήκες δεν είναι τέλειες, αλλά η Νταϊάν είναι αποφασισμένη να ζήσει τη ζωή της.

diane-epaules

Η ταινία, σε σενάριο και σκηνοθεσία Φαμπιέν Γκορζάρτ, αποτελεί μια ψυχαγωγική ρομαντική κομεντί που δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαφέρει και πολύ από δεκάδες άλλες που έχουμε δει. Το μεγάλο ατού της ταινίας είναι η Κλοτίλντ Εσμέ, στο ρόλο μιας γεμάτης ενέργεια, χιούμορ και δυναμισμό νεαρής κοπέλας που καλείται να ισορροπήσει τα δικά της θέλω με εκείνα των άλλων. Το κάνει χωρίς εκπτώσεις και αυτό που ξεκινά ως μία ανάλαφρη κωμωδία, σιγά σιγά αποκτά μεγαλύτερο βάθος καθώς η μέρα του τοκετού πλησιάζει και η Νταϊάν αρχίζει να συνειδητοποιεί το βάρος των αποφάσεών της, ενώ καλείται να στηριχθεί στους ανθρώπους γύρω της.

Κυριακή 25 Μαρτίου

Οικογενειακός φίλος (Le fils de Jean)

Ένα πρωί ο Ματιέ λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από τον Καναδά που τον ενημερώνει ότι ο πατέρας του -τον οποίο ποτέ δεν γνώρισε και ποτέ δεν ήξερε κάτι γι’ αυτόν- πέθανε και ότι ένας φίλος του επιθυμεί να του στείλει ένα δέμα. Ο Ματιέ αποφασίζει να ταξιδέψει από τη Γαλλία στον Καναδά για την κηδεία του πατέρα του και κυρίως για να γνωρίσει τα αδέλφια που ποτέ δεν γνώρισε. Φτάνοντας εκεί θα διαπιστώσει ότι κανείς δεν γνωρίζει την ύπαρξή του και ότι κανείς δεν επιθυμεί ουσιαστικά να τον γνωρίσει.

le-fils-de-jean-0001

Ο Φιλίπ Λιορέ φτιάχνει μια τρυφερή ταινία για τις ανθρώπινες σχέσεις, δίνοντας έμφαση στο χτίσιμο των χαρακτήρων και στους τρόπους που αυτοί αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Ο Ματιέ πηγαίνει στον Καναδά έχοντας μια βαθιά επιθυμία να γνωρίσει την οικογένεια που δεν γνώρισε ποτέ. Σταδιακά θα διαπιστώσει ότι αυτή είναι μια οικογένεια με την οποία δεν θέλει να έχει ουσιαστική επαφή και θα αναγνωρίσει ότι κάθε οικογένεια, όποια μορφή και αν έχει αυτή, έχει τα δικά της «θέματα».

Όμως ο Οικογενειακός Φίλος δεν είναι μόνο αυτό. Είναι μια ταινία που σέβεται βαθιά τους χαρακτήρες της, που δεν τους βάζει εύκολα διλήμματα. Είναι, επίσης, μια ταινία που παίζει με τα βλέμματα και τις λέξεις που λέγονται ή δεν λέγονται. Είναι και μια ιστορία για την πατρότητα, το να ενηλικιώνεσαι (ακόμα και στα 33 σου ή στα 70φεύγα σου), είναι μια ιστορία για τους δεσμούς που αναπτύσσουν οι άνθρωποι όταν επιθυμούν να έρθουν σε επαφή με τους συνανθρώπους τους.

Ο Πιέρ Ντελαντονσάμπ κινείται μεταξύ απορίας και απογοήτευσης, επιλέγοντας χαμηλούς τόνους για τον ρόλο του, ενώ εκείνος που είναι πραγματικά εξαιρετικός είναι ο Καναδός Γκαμπριέλ Αρκάν, με έναν χαρακτήρα υπέροχα χτισμένο που όσο περνάει η ώρα γίνεται ολοένα και πιο σύνθετος.

Η υπόσχεση της αυγής

Βασισμένη στο βιβλίο του Ρομάν Γκαρί για τη σχέση του με τη μητέρα του, η ταινία του Ερίκ Μπαρμπιέ αποτελεί ένα οδοιπορικό στα πρώτα χρόνια της ζωής του διάσημου συγγραφέα από την Πολωνία -όπου ζούσε ως Ρομάν Κατσέφ- μέχρι τη Νίκαια και από εκεί στην Αγγλία και την Αφρική. Ο Μπαρμπιέ χρησιμοποιεί χιούμορ για να δώσει την τρυφερή, αλλά και καταπιεστική σχέση μητέρας – γιου, χωρίς να επιθυμεί μια βιογραφία, αλλά μια μεταφορά του βιβλίου για το πως ο Ρομάν έβλεπε τη σχέση του με τη Νίνα.

Πολύ ωραία φωτογραφία (ξεκινάμε από το γκρίζο της Πολωνίας για να καταλήξουμε στα σχεδόν λευκά τοπία της Μεσογείου και της Αφρικής) και εντυπωσιακή παραγωγή (σκηνικά και κοστούμια), καθώς και μία πληθωρική Σαρλότ Γκενσμπούρ στον ρόλο της μητέρας. Η μεγάλη διάρκεια της ταινίας κουράζει αρκετά τον θεατή, καθώς και η αποσπασματικότητα των επεισοδίων. Η ταινία μοιάζει να θέλει να χωρέσει τα πάντα μέσα σε ένα διάστημα δύο ωρών και χρειάζεται να περάσει σχεδόν μία ώρα μέχρι να δούμε τον Πιέρ Νινί στη μεγάλη οθόνη! Καλοδεχούμενες οι στιγμές χιούμορ, αλλά το γεγονός ότι αυτές συνδυάζονται ταυτόχρονα με περιπέτεια και δράμα, ενισχύουν την αίσθηση ότι η ταινία δεν έχει σαφή προσανατολισμό.

promise-dawn

Η Υπόσχεση της Αυγής θα μπορούσε να είχε ωφεληθεί από ένα διαφορετικό μοντάζ που θα άφηνε ορισμένα από τα επεισόδια που παρακολουθούμε εκτός της ταινίας και ίσως θα έδινε μια μεγαλύτερη αίσθηση για το πώς η παρουσία της μητέρας επηρέασε τον σπουδαίο συγγραφέα. Αξίζει να σημειωθεί οτι τρεις διαφορετικοί ηθοποιοί ενσαρκώνουν τον Γκαρί σε διαφορετικές ηλικίες, ενώ μόλις μία (η Γκενσμπούρ) τη μητέρα, μια απόφαση που στο τελευταίο κομμάτι της ταινίας είναι μάλλον αμήχανη, καθώς Γκενσμπούρ και Νινί δεν μοιάζουν να έχουν τόσο μεγάλη διαφορά ηλικίας. Ωστόσο, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της παρουσίας του Νινί στην οθόνη οι δύο χαρακτήρες βρίσκονται μακριά ο ένας από τον άλλο, αυτό δεν θα λέγαμε ότι ενοχλεί ιδιαίτερα.

Ταινία με production value που με πιο σύντομη διάρκεια και καλύτερη επιλογή του υλικού της ταινίας, θα δημιουργούσαν έναν συνδυασμό χιούμορ και περιπέτειας που θα ήταν αρκούντος χορταστικός.

Κρυμμένα Μυστικά (Une part d’ ombre)

Ο Νταβίντ με τους φίλους του κάνουν διακοπές στα Βόσγια Όρη. Παντρεμένος και ευτυχισμένος, με τα παιδιά και τους φίλους του, ο Νταβίντ μοιάζει να έχει την τέλεια ζωή. Μετά την επιστροφή του από την εκδρομή, όμως, τα πράγματα αλλάζουν, καθώς το όνομά του θα εμπλακεί στις έρευνες της Αστυνομίας για έναν φόνο που πραγματοποιήθηκε πολύ κοντά στο σημείο όπου βρισκόταν ο ίδιος. Σταδιακά  θα αρχίσουν να έρχονται στο φως νέες πληροφορίες για τον Ντέιβιντ, μυστικά που ο ίδιος κρατούσε κρυμμένα και ένας ένας οι φίλοι του και τα μέλη της οικογένειάς του θα αρχίσουν να αμφισβητούν την αθωότητά του.

part-ombre001

Στην νέα του ταινία ο Σαμουέλ Τίλμαν μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει στη ζωή ενός ανθρώπου μια κατηγορία που φέρνει βαρύ το στίγμα της, παρά για τη λύση του μυστηρίου. Η ταινία δίνει φυσικά τις απαντήσεις της μέχρι το τέλος, αλλά επικεντρώνεται στα μυστικά που όλων οι ζωές κρύβουν, στις αντιδράσεις του κοινωνικού περίγυρου και στο στίγμα που βαραίνει τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας. Αντίθετα με το «Κυνήγι», όπου η αθωότητα του κεντρικού χαρακτήρα δεν αμφισβητείτο στιγμή, στα Κρυμμένα Μυστικά οι χαρακτήρες, αλλά και ο θεατής δεν μπορούν να είναι σίγουροι για την ενοχή ή την αθωότητα του Νταβίντ. Πρόκειται για ένα πολύ έξυπνο κόλπο, γιατί στην πραγματικότητα ο Τίλμαν βάζει τον θεατή στη θέση των χαρακτήρων, καλώντας τους να πάρουν θέση, να «καταδικάσουν» ή να «αθωώσουν» έναν άνθρωπο, βασισμένοι μόνο σε αποσπασματικές πληροφορίες.

Υπάρχουν κάποιες σεναριακές «ευκολίες» (όπως η απόφαση του Νταβίντ και ενός φίλου του να ξεκινήσουν τη δική τους έρευνα), ωστόσο ο Τίλμαν ακολουθεί τις αρχές τις οικονομίας, δείχνοντάς μας μόνο ότι είναι απαραίτητο και αφήνοντας τον θεατή να συμπληρώσει κάποια κενά.

Σε γενικές γραμμές μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία μυστηρίου που θα άξιζε να πάρει διανομή στις ελληνικές αίθουσες.

Αφήστε τα πτώματα να μαυρίζουν στον ήλιο (Laissez Bronzer les cadavres)

laissez_bronzer_les_cadavres_affiche_paysage

Η πιο wow ένοχη μεταμεσονύχτια απόλαυση. Το αντισυμβατικό δίδυμο από το Βέλγιο επιστρέφει με μια ταινία φόρο τιμής στα σπαγγέτι γουέστερν, τον αισθησιασμό και την ψυχεδέλιας των 70’s και της βίας του Ταραντίνο. Η ταινία ξεκινά ρίχνοντας τους τίτλους της στην αρχή, όπως έκαναν στις ταινίες παλιότερα και τις τελευταίες δεκαετίες έχει καταργηθεί. Όλα είναι μια μονομαχία, τα βλέματα, οι διάλογοι, απλές κινήσεις. Είναι στιλάτη, μοδάτη, προκλητική. Σύντομα θα βγουν τα όπλα και θα γίνει ένα κλειστοφοβικό παιχνίδι επιβίωσης και ατελείωτου πιστολιδιού, θυμίζοντας αμυδρά σε αυτό του το στοιχείο το πρόσφατο Free Fire του Μπεν Γουίτλι, ενώ παράλληλα θα διασκεδάσει απενοχοποιημένα, συσχετίζοντας κάννες όπλων ως φαλλικά σύμβολα και χρυσόσκονη με… χρυσή βροχή. Πολύ καλή δουλειά στο μοντάζ και υπέροχο σάουντρακ, διασκεδάζει αλλά γίνεται λίγο αναμενόμενο και ξεφουσκώνει λίγο στο τελευταίο δεκαπεντάλεπτο.

Σάββατο 24 Μαρτίου

Γκογκέν – Στην Ταϊτή (Gauguin – Voyage de Tahiti)

gauguin-tahiti

Ο σκηνοθέτης Εντουάρ Ντελύκ αναλαμβάνει να αφηγηθεί μια περίοδο της ζωής του μεγάλου ζωγράφου και μάλιστα την πιο δημιουργική του περίοδο: ο λόγος για τον Γκωγκέν που το 1891, έχοντας βαρεθεί την ένδεια και την έλλειψη έμπνευσης και αναγνώρισης, αποφασίζει να ταξιδέψει στην Πολυνησία και την Ταϊτή. Εκεί θα συναντήσει την Τεχούρα που θα γίνει σύζυγός του και θα δημιουργήσει μερικούς από τους σπουδαιότερους πίνακές του.

Η ταινία διαθέτει ένα πραγματικά πολύ ενδιαφέρον πρώτο μέρος, το οποίο εστιάζει τόσο στην δυσκολία της απόφασης του Γκωγκέν να φύγει από τη Γαλλία, όσο και στις αντιδράσεις που συναντά από φίλους, αλλά και από τη σύζυγό του. Φτάνοντας στην Πολυνησία, ο Γκωγκέν διαπιστώνει ότι ούτε εκεί τα πράγματα είναι εύκολα, αλλά αυτό έρχεται σύντομα να ανατραπεί με την έλευση της Τεχούρα, την ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης που αυτή του προσφέρει και την αγάπη για τις απλές απολαύσεις της ζωής. Ο Βενσάν Κασέλ ερμηνεύει έναν ρόλο διαφορετικό από ότι τον έχουμε συνηθίσει, έναν άνδρα ευγενικό και ταλαιπωρημένο και υπάρχει στην ταινία μια συγκλονιστική σκηνή όπου ο Γκωγκέν αναγκάζεται να πάρει τα έργα του και να πάει στο παζάρι να τα πουλήσει, με την ελπίδα να βγάλει λίγα χρήματα.

Το δεύτερο μέρος είναι πιο προβλέψιμο και επικεντρώνεται κυρίως στην εξέλιξη της σχέσης του Γκωγκέν με την Τεχούρα και στη ζήλεια του πρώτου. Η ταινία «αμβλύνει» λίγο κάποιες από τις όψεις της ζωής του Γκωγκέν (λέγεται ότι η Τεχούρα ήταν 13 ετών όταν παντρεύτηκε με τον ζωγράφο), ενώ φαίνεται ότι για τις ανάγκες της μυθοπλασίας αγνοεί κάποιες άλλες: θεωρείται ότι η Τεχούρα θεωρούσε τον γάμο της νόμιμο, ενώ για τον Γκωγκέν ήταν κάτι προσωρινό, ενώ ο ζωγράφος τής ζήτησε να μείνουν πάλι μαζί το 1895, αλλά εκείνη αρνήθηκε επειδή είχε προσβληθεί από σύφιλη.

Παράλληλα, ο Ντελύκ δίνει μεγαλύτερη βάση στη σχέση, παρά στο έργο του ζωγράφου, παρουσιάζοντας μόνο κάποια από τα σπουδαία έργα του. Ο Ντελύκ επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία με μια γεμάτη φρεσκάδα σκηνοθεσία, η οποία επικεντρώνεται στα πρόσωπα και τα βλέμματα, καθώς και στις μικρές στιγμές που ο Γκωγκέν παίζει με τα παιδιά της περιοχής. Συνολικά μια ενδιαφέρουσα ματιά στη ζωή του ζωγράφου.

Διαβάστε επίσης: Δέκα ταινίες για μεγάλους ζωγράφους

Για καλό και για κακό (Otez-moi d’ un doute)

otez-moi-doute

Ο Εργουάν μαθαίνει τυχαία ότι ο πατέρας του δεν είναι ο βιολογικός του πατέρας. Την ώρα που η κόρη του Εργουάν είναι έγκυος και αρνείται να αποκαλύψει την πατρότητα του δικού της παιδιού, ο Εργουάν θα βιώσει μια κρίση που θα τον οδηγήσει στην αναζήτηση του πραγματικού του πατέρα. Παράλληλα, θα γνωρίσει την Άννα, την οποία θα προσπαθήσει να κατακτήσει. Από τις συναντήσεις του με την ντετέκτιβ που θα του αποκαλύψει το όνομα του πατέρα, μέχρι τις συνομιλίες του τόσο με τον βιολογικό πατέρα του όσο και με τον πατέρα που γνώριζε επί χρόνια, η ταινία παρακολουθεί την κρίση που βιώνει ο Εργουάν, με τρόπο όχι υστερικό, αλλά βαθύ και ουσιαστικό.

Χαριτωμένη δραμεντί που μπορεί να μην ανατρέπει τις συμβάσεις, παρακολουθείται, όμως, κάτι παραπάνω από ευχάριστα κυρίως εξαιτίας των ερμηνειών των κεντρικών πρωταγωνιστών (ιδίως του Φρανσουά Νταμιέν και της Σεσίλ Ντε Φρανς). Μικρά τρυφερά στιγμιότυπα, μικροπαρεξηγήσεις και μυστικά αποκαλύπτονται στην ταινία, αλλά ο ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίο επιλέγει η Καρίν Ταρντιέ να τα προσεγγίσει -και όχι η κωμική υπερβολή που θα βλέπαμε σε άλλες παρόμοιου τύπου ταινίες- έχουν ως αποτέλεσμα μια ανάλαφρη ταινία που ασχολείται, πάντως, με δύσκολες θεματικές (όπως ποιοι είναι τελικά οι πραγματικοί μας γονείς;)

Το «Για Καλό και για Κακό» ξεχωρίζει σίγουρα από τον σωρό των αδιάφορων γαλλικών κωμωδιών, με την τρυφερή ματιά του και καταφέρνει να κλέψει τις καρδιές των θεατών.

Μόνοι (Seuls)

seuls0001

Εφηβικό μυθιστόρημα που μεταφέρεται στο σινεμά από τον Ντέιβιντ Μορό, σε μία ταινία που προσπαθεί να σταθεί πάνω από τον μέσο όρο των αδιάφορων Χολιγουντιανών ταινιών, αλλά τελικά θα ήταν κατάλληλη ίσως για θέαση στο σπίτι, ένα κυριακάτικο απόγευμα.

Πέντε έφηβοι διαπιστώνουν ότι έχουν μείνει μόνοι τους στην άδεια πόλη και ότι σταδιακά ένας παράξενος καπνός αρχίζει να πλησιάζει. Ταυτόχρονα, καλούνται να αντιμετωπίσουν έναν μανιακό δολοφόνο με μαχαίρι και βελάκια, καθώς και να λύσουν το μυστήριο του τι ακριβώς τους έχει συμβεί.

Η ταινία διαθέτει μερικά εντυπωσιακά εφέ, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της μοιάζει με αχταρμά, καθώς ο θεατής προσπαθεί να βγάλει άκρη όχι μόνο για το τι έχει συμβεί, αλλά και για το για ποιο λόγο συμβαίνουν τόσα πολλά επί της οθόνης. Θα ήταν αρκετό το μυστήριο της μοναξιάς και της σκόνης, αλλά ο συνδυασμός των επιθέσεων, των απαγωγών, των μπρος – πίσω των βασικών χαρακτήρων σίγουρα δεν βοηθάει. Λίγο πριν το φινάλε, με την «λύση» του μυστηρίου, τα πράγματα εξισορροπούν κάπως, ωστόσο σύντομα μπερδεύονται ξανά με την τελευταία σκηνή που μοιάζει να έχει μπει απλά ως ανατροπή, ως μία ακόμα «πίστα» που οι κεντρικοί χαρακτήρες καλούνται να λύσουν και να ξεπεράσουν.

Ευγενείς οι προθέσεις, αλλά το «Μόνοι» δεν καταφέρνει να διαφοροποιηθεί από ταινίες όπως τα Divergent.

Παρασκευή 23 Μαρτίου

Ωραίο μου διαζύγιο (Brillantissime)

rossy-palma008

Σκηνοθετικό ντεμπούτο για την ηθοποιό Μισέλ Λαρόκ, η οποία πρωταγωνιστεί κιόλας στην ταινία στον ρόλο της Άντζελα, μιας γυναίκας που θεωρεί ότι η ζωή της είναι τακτοποιημένη, μέχρι που μια παραμονή Χριστουγέννων ο σύζυγός της της αποκαλύπτει ότι την εγκαταλείπει και η κόρη της φεύγει από το σπίτι για να περάσει τις γιορτές με τον φίλο της. Αυτό που ξεκινά σαν κρίση αποτελεί τελικά μια ευκαιρία για να φτιάξει ξανά τη ζωή της, με τη βοήθεια της καλύτερης φίλης της -που φαίνεται να προτιμά τα υπνωτικά χάπια από το να την στηρίξει-, του ψυχολόγου της και του μανάβη της γειτονιάς της.

Το Ωραίο μου διαζύγιο (κατά το Ωραίο μου πλυντήριο μάλλον σκέφτηκε ο δαιμόνιος διανομέας) είναι μια κομεντί που έχει μεν κάποιες χαριτωμένες σκηνές, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της, αποτελεί απλά ένα αναμάσημα γνωστών κλισέ: η ανατολικοευρωπαία νέα σύντροφος του συζύγου, το αναμενόμενο νέο ειδύλλιο για την Άντζελα, ακόμα και η επίσκεψη στο συνοικιακό sex shop φαίνεται να είναι πράγματα που έχουμε ξαναδεί. Και το γεγονός ότι αυτή είναι η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα της Μισέλ Λαρόκ μάλλον φαίνεται στο τελικό αποτέλεσμα, καθώς αντί να έχουμε μια αποθέωση των κλισέ σε σημείο που αυτά να γίνονται αστεία, έχουμε απλά μια άνευρη επανάληψή τους.

Αυτό δεν σημαίνει ότι αν κάποιος δει την ταινία σε θερινό -φαίνεται ότι η διανομή της πηγαίνει για καλοκαίρι- δεν θα διασκεδάσει σε ορισμένες σκηνές και η Λαρόκ αποτελεί μια απολαυστική παρουσία επί της οθόνης -όπως άλλωστε και η Ρόσι Ντε Πάλμα στον ρόλο της φίλης, αλλά και η Φρανσουάζ Φαμπιάν στον ρόλο της μητέρας της Άντζελα. Θα είχε ενδιαφέρον η ταινία να είχε ασχοληθεί λίγο περισσότερο και με τη σχέση της Άντζελα με την κόρη της, καθώς στις στιγμές που επιλέγει να το κάνει αποκαλύπτει ένα ιδιαίτερα τρυφερό πρόσωπο.

Μια Νέα Γυναίκα (Jeune Femme)

jeune-femme0001

Μετά από μία σχέση δέκα ετών, η Πόλα βρίσκεται μόνη της στους δρόμους του Παρισιού, συντροφιά με τη γάτα του πρώην της. Υπερβολική και «χαμένη» ψάχνει να πιαστεί από κάπου… Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Λεονόρ Σεράιγ είναι ένα ενδιαφέρον σύγχρονο πορτρέτο μιας νεαρής γυναίκας που μοιάζει να έχει χάσει τα πάντα. Η ταινία βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην tour de force ερμηνεία της Λετίσια Ντος που ερμηνεύει ένα κορίτσι που μοιάζει να βρίσκεται σχεδόν μονίμως στα πρόθυρα υστερίας, έναν χαρακτήρα που σε πολλές στιγμές μπορεί κάποιος να βρει εκνευριστικό, αλλά που αποτελεί έναν χαρακτήρα αναγνωρίσιμο και ρεαλιστικό. Χωρίς την Ντος και την θαρραλέα ερμηνεία της, ίσως να μιλούσαμε για μια διαφορετική ταινία.

Αυτό που παρακολουθούμε για μιάμιση ώρα είναι ουσιαστικά οι διαδρομές της Πόλα στο Παρίσι, οι προσπάθειες να βρει σπίτι, δουλειά, να ξεχάσει τον πρώην της, να κάνει νέες γνωριμίες. Πρόκειται για ένα μοτίβο σε επανάληψη και πραγματικά έχεις την αίσθηση ότι η ταινία θα μπορούσε να συνεχιστεί σε αυτό το μοτίβο για άλλες δύο ώρες, χωρίς ουσιαστικά να αλλάξει κάτι. Είναι και αυτό μια ενδιαφέρουσα σκηνοθετική άποψη, αν και δεν αποκλείεται να κουράσει τον θεατή.

Η Λεονόρ Σεράιγ σκηνοθετεί υπέροχα τις σκηνές στα πάρτι -αξίζει να σημειωθεί ότι η δημιουργός απέσπασε Χρυσή Κάμερα στο Φεστιβάλ Καννών του 2017-, ακολουθεί στενά την ηρωίδα της, η οποία μοιάζει να ασφυκτιά καθώς καλείται να διαχειριστεί για πρώτη φορά καταστάσεις που δεν γνωρίζει. Υπάρχουν αντιδράσεις που φαντάζουν υπερβολικές, ωστόσο αυτές εξηγούνται και από την υπερβολή του κεντρικού χαρακτήρα της ταινίας.

Πέμπτη 22 Μαρτίου

Το Χωριατόπαιδο (Petit Paysan)

petit-paysan001

Βραβευμένο με τρία Σεζάρ (Α Ανδρικού Ρόλου, Β Γυναικείου Ρόλου και Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη), το Χωριατόπαιδο του Ιμπέρτ Σαρουέλ είναι μια γλυκόπικρη ταινία για τη σχέση ενός νεαρού αγρότη με τις αγελάδες του. Όταν ο Πιερ (εξαιρετικός ο Σουάν Αρλό) διαπιστώνει ότι μία από τις αγελάδες του πάσχει από αιμμοραγικό πυρετό, αποφασίζει να την «εξαφανίσει» και να μη μιλήσει, σε μια προσπάθεια να μη χάσει το κοπάδι του. Η κτηνίατρος αδελφή του καταλαβαίνει τι σκοπεύει να κάνει και τα προβλήματα αρχίζουν να διαδέχονται σιγά σιγά το ένα το άλλο, σε αυτή την ταινία που ξεκινά ως κωμωδία και συνεχίζεται ως μια συγκινητική ωδή στη σχέση ενός ανθρώπου με τη φύση και τα ζώα.

Ο σκηνοθέτης υπήρξε και ο ίδιος μέλος μιας οικογένειας αγροτών και μάλιστα ορισμένες από τις σκηνές έχουν γυριστεί στην οικογενειακή του φάρμα, ενώ σε μικρό ρόλο – έκπληξη συμμετέχει και ο παππούς του! Θα σας θυμίσει το εξαιρετικό Rams (και εδώ έχουμε δύο αδέλφια που καλούνται να αντιμετωπίσουν μια κρίση προκειμένου να μη χάσουν τα κοπάδια τους), ενώ είναι σπαρμένο με μικρές υπέροχες στιγμές -όπως η σκηνή που ο Πιέρ κάνει μπάνιο το μικρό μοσχαράκι ή η σκηνή που προσπαθεί να απομακρύνει τους φίλους του από το αγρόκτημα, πείθοντάς τους να πάνε για μπόουλινγκ.

Εν ολίγοις μια υπέροχη ταινία που ελπίζουμε να βρει διανομή και στη χώρα μας.

Το κόκκινο περιδέραιο (Le collier rouge)

collier-rouge001

Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Ζαν-Κριστόφ Ρουφίν, το φιλμ του Ζαν Μπέκερ αφηγείται την ιστορία ενός κρατούμενου Γάλλου στρατιώτη που το 1919 κατηγορείται για μια μυστήρια παράβαση. Έξω από το σχεδόν εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο ένας σκύλος γαβγίζει μέρα νύχτα. Ο στρατοδίκης που φτάνει στην επαρχιακή πόλη καλείται να ρίξει φως στο μυστήριο των κατηγοριών και ξεκινά την έρευνά του μιλώντας σε φίλους και γνωστούς του κρατούμενου.

Με ωραία φωτογραφία, σκηνικά και κοστούμια, μυθιστορηματική αφήγηση (που όμως «χάνει» στη μεγάλη οθόνη, ίσως από μια αμηχανία στο μοντάζ, καθώς το μεγάλο μυστήριο δεν είναι τελικά και τόσο μυστήριο, η ταινία του Ρουφίν ανήκει σε ένα παλιομοδίτικο ύφος κινηματογράφου που θεωρητικά κάνει όλα όσα χρειάζεται, αλλά στην πραγματικότητα δεν καταφέρνει να κάνει τον θεατή να ταυτιστεί με τους χαρακτήρες. Σίγουρα δεν βοηθά ο αποσπασματικός  τρόπος των συναντήσεων του στρατοδίκη -τον ερμηνεύει ο Φρανσουά Κλουζέ-, ενώ το φινάλε τις ταινίας μοιάζει γλυκανάλατο και βεβιασμένο.

Υπάρχουν ενδιαφέρουσες σκέψεις γύρω από τη φύση της πολεμικής βίας και των απαιτήσεων του στρατού, οι οποίες ωστόσο αυτο-υπονομεύονται από την ερωτική ιστορία που μάλλον τροχοπέδη αποτελεί, παρά προσόν για την ταινία. Είναι σαν τα κίνητρα του κεντρικού χαρακτήρα να μην πηγάζουν από τις σκέψεις που λέει πως έχει, αλλά από άλλες δράσεις που οδηγούν σε σπασμωδικές αντιδράσεις.

Οι ηθοποιοί κάνουν τα δυνατά τους και την παράσταση κλέβει τελικά ο σκύλος, αλλά αυτό είναι και από μόνο του ένα μειονέκτημα.

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *