19o ΦΝΘ: Η Απουσία αφορμή για τέχνη
Η απουσία ως αφορμή για τέχνη. Η χίπισσα μάνα που εξαφανίστηκε για να ζήσει μόνη κι ελεύθερη στα δάση του Αμαζονίου στο «Αμαζόνα», η απουσία αρχειακού υλικού για να συμπληρώσει τις εξιστωρήσεις της γιαγιάς του στο «Bastard Child» στάθηκε η αφορμή για να φτιάξει αυτούς τους υπέροχους μικρούς πίνακες, που συνοδεύουν την ταινία σαν animation. Στο «Hole in the Head (Τρύπα στο Κεφάλι)» ο σκηνοθέτης αποφεύγει να αποδώσει ιστορικά στοιχεία για τις μαζικές σφαγές τσιγγάνων από τους Ναζί, επιλέγει να αποδώσει τις αναμνήσεις σαν ένα κακό όνειρο, έναν εφιάλτη. Στο μικρού μήκους «Ο Ξυλουργός και η γυναίκα του» του Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου, η απουσία της μνήμης της γυναίκας του δίνει ώθηση στον άντρα της, ενώ η απουσία του θανάτου της είναι τόσο βαριά που μόνο γράφοντας την ιστορία τους σε βιβλίο μπορεί να κατευνάσει τον πόνο μέσα του. Απουσία είχαμε και στο «Διάλογο του Βερολίνου», αλλά του σκηνοθέτη που δε μπόρεσε να έρθει στην προβολή της ταινίας του, λόγω απεργίας στο αεροδρόμειο του Βερολίνου.

Από την άλλη τα ντοκιμαντέρ της Παρασκευής συχνά ισορροπούσαν στα όρια -και στα όρια της ηθικής ή της προσέγγισης του θέματος τους. Δε μπορώ να ξεχάσω τον Χ.Κόρρα που για να κάνει το συγκλονηστικό «Farewell to Hollywood» καταστρατήγησε πολλούς ηθικούς κανόνες. Ευτυχώς, δεν είχαμε μεγάλα παραπτώματα σε αυτό το φεστιβάλ.
Εδώ βρίσκουμε τον «Αμερικάνο Αναρχικό» όπου ο σκηνοθέτης επιστρέφει σαν Ερινύα και βασανίζει επανηλημμένα έναν άνθρωπο για ένα νεανικό του λάθος, που αργότερα τόσο γραπτά όσο και με τη ζωή του φαίνεται να αποκήρυξε, ο οποίος μάλιστα πέθανε λίγο μετά από τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ και η ταινία πήρε την επιπλέον πριμοδότηση του τίτλου της τελευταίας του συνέντευξης. Βρίσκουμε και το «Διάλογος του Βερολίνου» όπου ο δημιουργός παρά τις γνώσεις του για τέχνη, δε μπορεί να κρύψει την επικριτική και επιθετική του στάση στη Γερμανία. Πριν μέρες είδαμε και τον «Θυμωμένο Ινούκ» που μάχεται υπέρ του δικαιώματος των Ινούκ να σκοτώνουν αλόγιστα φώκιες, να τις εκμεταλλεύονται εμπορικά, κατά οποιονδήποτε οργανώσεων προστασίας ζώων. Στην κορυφή του παγόβουνου της ημέρας, βρίσκεται αναγκαστικά ο «Φάκελος: Σοκολάτα» από την άλλη πρόκειται για ένα πραγματικά ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ, που όμως καταλήγει μια τεράστια εμπορική καμπάνια, διαφήμισης μιας νέας μάρκας σοκολάτας! Όσο ενδιαφέρον κι αν είναι ως ντοκιμαντέρ, μόνο και μόνο επειδή κάνει διαφήμιση, εγώ δε θα το επέλεγα στο πρόγραμμα, εκτός πια αν ήταν μέγας χορηγός του φεστιβάλ.

To «Ένα Νόθο Παιδί»(A Bastard Child), αποτελεί ένα γλυκόπικρο ταξίδι στις αισθήσεις, όπου μικροί πίνακες σχηματίζουν ένα άτυπο animation μοτίβο, γίνονται το storyboard που παρακολουθούμε, ακολουθώντας την εξιστόρηση και το αρχειακό υλικό που κάνει σε σημεία την εμφάνιση του Υπέροχες ακουαρέλες, μουσικά θέματα και ηχητικό μιξάζ, ρομαντική διάθεση από το σκηνοθέτη, συνοδεύει με όλα αυτά τις αφηγήσεις της γιαγιάς του. Η μεγάλη πλημμύρα της Στοκχόλμης συμβαδίζει με το συναισθηματικό δράμα που περνά η κεντρική ηρωίδα, μέσα από τα αθώα παιδικά μάτια της. Οι παγωμένες αναμνήσεις της γεμάτες χιόνι και απόγνωση. Όλα αυτά θα γεννήσουν μια δυνατή γυναίκα, που ως το τέλος της ζωής της θα παλεύει για τα δικαιώματα των γυναικών.
Η hippie-mama της «Αμαζόνας» είναι μορφή που μένει, μιλώντας εναλλάξ αγγλικά και ισπανικά. Γεννήθηκε βρετανίδα αλλά στην πορεία έζησε χρόνια στη λατινική Αμερική. Έχει πολύ ενδιαδέρον πότε χρησιμοποιεί ποια γλώσσα και τι εκφράζει με την κάθε μια. «Νιώθω ευτυχία στο μέρος που τυγχάνει κάθε φορά να μην είμαι», λέει απενοχοποιημένα στην κόρη της σε μια συνάντηση που θυμίζει σκακιστική παρτίδα! Διότι η μάνα έζησε τη ζωή της σε κοινόβια, ταξίδια, έχει φιλοσοφία πάνω στην ελευθερία, όμως ήταν πάντα με το ένα πόδι εκτός της οικογένειας της, ήθελε να ταξιδεύουν συνέχεια και όταν τελικά έχασε το ένα από τα τρια παιδιά της, τους παράτησε όλους και χάθηκε στην ζούγκλα της Κολομβίας επιλέγοντας να ζήσει μόνη κι ελεύθερη. Τώρα η κόρη, έγκυος κι αυτή συναντά ξανά τη μητέρα της χρόνια μετά, προσπαθεί να την καταλάβει, να τη φέρει ενόπιον των ευθυνών της, ίσως να τη συγχωρέσει. Ένα έντονο confrontation, θα δώσει λόγο, ελαφρυντικά, αλλά και σκληρή κριτική στη μάνα, στους πειρασματισμούς του πατέρα, στο δικαίωμα στην οικογένεια, το δικαίωμα στην ελευθερία, αλλά και τις ευθύνες που υπάρχουν μέσα σε όλα αυτά. Μια σκληρή αποκαθήλωση των χίππις αλλά ταυτόχρονα και με σεβασμό, λατρεία και αναγνώριση στη φιλοσοφία τους, τον πόθο να αλλάξουν τον κόσμο, που τελικά όμως οδήγησε πολλούς από αυτούς σε μια άτυπη καλογερική, στον ερημητισμό, την απόλυτη άρνηση της κοινωνίας και των δομών της. Η σκηνοθέτης πάντως, στο τέλος αφιερώνει την ταινία της και στις δυο της μαμάδες!

Με ένα ντοκιμαντέρ που έχει στόχο να προκαλέσει αντιδράσεις, το «American Anarchist», ο σκηνοθέτης Τσάρλι Σίσκελ σκιαγραφεί το πορτρέτο του Ουίλιαμ Πάουελ, του ανθρώπου που στα 19 του χρόνια έγραψε το βιβλίο The Anarchist Cookbook – O Τσελεμεντές του Αναρχικού (1971), το οποίο θεωρητικά τασσόταν υπέρ των βίαιων επαναστάσεων, ενώ προσέφερε συμβουλές για το πώς μπορεί κανείς να φτιάξει εκρηκτικά στο σπίτι του. Το βιβλίο πούλησε περισσότερα από 2 εκατομμύρια αντίτυπα, συνδέθηκε με πολλές βίαιες πράξεις, ενώ στην εποχή του internet γνώρισε νέα φήμη, αποτελώντας κομμάτι της βιβλιοθήκης πολλών δραστών μαζικών δολοφονιών στις ΗΠΑ.
Ο Σίσκελ -συν-σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «Finding Vivian Maier» που αγαπήσαμε πέρσι, προσπαθεί να αναγκάσει τον Πάουελ -έναν ήρεμο, ηλικιωμένο άνδρα- να παραδεχθεί τα λάθη του, για κάτι που έγραψε στα 19 του χρόνια, το οποίο και στη συνέχεια απαρνήθηκε και γραπτά αλλά και με την μετέπειτα ζωή του να το αποδεικνύει. Εκείνος φαίνεται να βρίσκεται σε άρνηση και να προσπαθεί να ξεχάσει τα προβλήματα που μπορεί να προκάλεσε το βιβλίο του -το οποίο έγραψε, βασιζόμενος σε συγγράματα που ήταν ανοιχτά στο κοινό και χωρίς να δοκιμάσει καμία από τις συνταγές λέει ο ίδιος. Πρόκειται για ένα σκληρό παιχνίδι. Ο Σίσκελ προσπαθεί να κάνει τον συνεντευξιαζόμενο να παραδεχθεί τα λάθη του -και τα καταφέρνει- αν και ο θεατής δεν μπορεί παρά να λυπηθεί τον Πάουελ και τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία τον φέρνει ο σκηνοθέτης. Κάποιος ξένος κριτικός μίλησε για φοβερή «δημοσιογραφική επιτυχία». Δεν ξέρω, όμως, εάν το να φέρνεις έναν άνθρωπο στα όρια κατάρρευσης μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι. Από άποψης παρουσίασης, έχει ένα δυνατό πρώτο μέρος, αλλά μετά συνεχώς επαναλαμβάνεται, καθώς σκηνοθέτης και συνεντευξιαζόμενος επανέρχονται ξανά και ξανά στις ίδιες ερωτήσεις ειπωμένες λίγο διαφορετικά.

Έτσι, ο σκηνοθέτης του «Μια Τρύπα στο Κεφάλι (A Hole in the Head)» όπως μας είπε στην ομιλία του μετά την ταινία, θέλησε να κάνει μια μικρή ελεγεία, ένα δικό του μνημείο, για να διορθώσει αυτό το λάθος της ιστορίας, που έγραψε ότι το ολοκαύτωμα αφορούσε μόνο τους εβραίους και δεν αναφέρει τους χιλιάδες τσιγγάνους που χάθηκαν. Ήθελε όμως να το κάνει χωρίς να γίνει η άμεση συσχέτιση, για αυτό και επέλεξε κρύα χρώματα και να γυρίσει τις σκηνές του μέσα σε παγωμένους χειμώνες, ώστε να παραπέμπει περισσότερο σε ένα κακό όνειρο, έναν εφιάλτη. «Καταλαβαίνω ότι ο κόσμος ενδιαφέρεται για τα πραγματικά γεγονότα και θέλει πληροφορίες, εμένα όμως με ενδιέφερε περισσότερο το συναίσθημα».
Για το ενδιαφέρον soundtrack μας είπε ότι όλες οι μουσικές σχετίζονται κάπως με το ολοκαύτωμα, χρησιμοποιώντας από συνθέτες που πέθαναν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, μέχρι την 7η του Μπετόβεν από δίσκο με εκτέλεση της εποχής, όπως λέγεται ότι παίχτηκε στο πάρτι του Χίτλερ. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο, είναι το χρονικό διάστημα των γυρισμάτων, καθώς ξεκίνησαν τριάντα χρόνια πριν, όμως δυστυχώς μετά από τέσσερα χρόνια πέθανε ο πρώτος παραγωγός και για πολλά χρόνια το project πάγωσε. Όμως με τη νέα παραγωγό η έρευνα τους απλώθηκε και σε άλλες χώρες και κατάφεραν τελικά να πάνε σε άλλες πέντε χώρες και να συναντήσουν τσιγγάνους. Τέλος, πέραν των όσων ακούγονται στην ταινία, μας εκμυστηρεύτηκε ότι όλοι οι τσιγγάνοι που συνάντησε έχουν τα τελευταία χρόνια έντονες φοβίες ότι ξαναζούν τον εφιάλτη από την αρχή, απλά με άλλα πρόσωπα, ο ναζισμός αυτή τη φορά είναι κρυμμένος πιο καλά και θέλει πολύ προσοχή!