19ο ΦΝΘ: Τελευταίες στιγμές χαράς στο φεστιβάλ
Τελυταία μέρα του φεστιβάλ η Κυριακή, αλλά το κοινό της συμπρωτεύουσας που άργησε λίγο να πάρει μπρος φέτος, έχει πλέον ζεσταθεί για τα καλά, κάνοντας τις περισσότερες προβολές της ημέρας να χτυπήσουν κόκκινο (sold out).
Μέχρι να ξεκινήσει η τελετή λήξης, να ανακοινωθούν τα βραβεία και να τρέξουμε στο αεροδρόμιο να προλάβουμε την πτήση της επιστροφής, δεν είχαμε πει ακόμα την τελευταία μας κουβέντα με τις προβολές. Έτσι, πριν πέσει η αυλαία, προλάβαμε και απολαύσαμε το «Ιερό Νερό»(Sacred Water), το «Μεγαλώσαμε Πια»(the Grown-Ups) και το «Θυμωμένος Ινουκ»(Angry Inuk). Ξεκινάμε όμως με το μουσικό ντοκιμαντέρ «Rumble: Οι Ινδιάνοι που ρόκαραν τον κόσμο» που σας χρωστάμε από εχθές.
Το «Rumble: Οι Ινδιάνοι που ρόκαραν τον κόσμο» (Rumble: the Indians who Rocked the World) προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Ακόμα και σήμερα ανατριχιάζουμε ακούγοντας το Rumble του Link Wray! Ένα κομμάτι πολύ μπροστά από την εποχή του, βγήκε το 1958 ως rock’n’roll, αλλά ως ήχος, η παραμόρφωση (βρωμιά του), είναι κάτι που θα συναντήσουμε στη ροκ μουσική πολύ αργότερα, μετά το 1968, 1971. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που θα μιλήσουν άνθρωποι της μουσικής από δηλώσεις των Beatles και των Rolling Stones, MC5, μέχρι Iggy Pop. Είναι όμως και κινηματογραφικές οι επιρροές του, όχι μόνο στο Pulp Fiction του Ταραντίνο κι έτσι θα μας μιλήσει και ο Μάρτιν Σκορσέζε. Το πιο τρελό που μάθαμε για το κομμάτι, είναι ότι ήταν τόσο επαναστατικός ως ήχος που είναι το πρώτο instrumental μουσικό κομμάτι στην ιστορία που απαγορεύτηκε να παίζεται, από ραδιοφωνικούς σταθμούς κτλ, διότι θεωρήθηκε ότι είναι αντιεξουσιαστικό και προκαλεί τους νέους σε τσακωμούς! Φοβερό για ένα κομμάτι που δεν έχει καθόλου στίχους!
Το ντοκιμαντέρ όμως δεν στέκεται μόνο στον Λινκ Ρέι, αλλά μας μιλά για πολλούς ακόμα ροκ θρύλους, όπως τον Τσάρλι Πάτον, τον Πίτερ Λαφάρζ, Τόνι Μπένετ και άλλους, περιλαμβάνοντας μέχρι και τον Τζίμι Χέντριξ! Πόσοι από εσάς γνωρίζατε ότι ο σπουδαίος κιθαρίστας ήταν ο μισός Τσερόκι; Ή πάλι, ότι οι Redbone που ξαναήρθαν στο προσκήνιο με το Come and Get your Love στο Guardians of the Galaxy είδαν την καριέρα τους να εκτοξεύεται ότι αποφάσισαν να παίξουν ντυμένοι με τις παραδοσιακές φορεσιές τους; Τέλος διερωτούμαστε: Υπήρχαν μαύροι ινδιάνοι; Από τα πιο ενδιαφέροντα και συγκλονιστικά σημεία του ντοκιμαντέρ, όταν μας μιλά για διωγμούς ινδιάνων. Τη στιγμή που αφροαμερικάνοι αντιμετωπίζονταν ως δούλοι, τους ινδιάνους τους κυνηγούσαν και τους θανάτωναν. Φωτογραφικά ντοκουμέντα μας αποκαλύπτουν ότι στις φάρμες δεν δούλευαν μόνο μαύροι, αλλά και ινδιάνοι και ορισμένοι λευκοί (Ιταλοί ή Γάλλοι), που τύγχαναν της ίδιας απαίσιας και απάνθρωπης συμπεριφοράς με τους υπόλοιπους. Υπήρχαν και φυλές ινδιάνων πιο σκουρόχρωμες που εύκολα μπερδεύονταν με τους αφροαμερικάνους. Από την άλλοι, οι πρώτοι κατακτητές είχαν τη συνήθη τακτική να συλλαμβάνουν τους άνδες ινδιάνους να τους βάζουν σε καράβια για αποικίες στην Καραϊβική ή άλλα μέρη και να φέρνουν από την Αφρική άνδρες σκλάβους. Έτσι, οι αναπόφευκτες προσμίξεις ανάμεσα στις φυλές μας έδιναν συχνά και μαύρους ινδιάνους! Στο σύνολο του ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ που δείχνει ότι η μουσική ενώνει, μας γεμίζει γνώσεις και υπέροχες μουσικές.

Μία από τις πιο συγκλονιστικές ανθρώπινες ιστορίες θέλησης και δύναμης που είδαμε στο 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης είναι το «Δεν Σκοτείνιασε Ακόμη», η ιστορία του σκηνοθέτη Σάιμον Φιτσμόρις, ο οποίος σε ηλικία μόλις 34 ετών διαγνώστηκε με αμυοτροφική πλάγια σκλήρυνση, λίγο μετά την πρεμιέρα μικρού μήκους ταινίας του στο Φεστιβάλ του Σάντανς. Εμπνεόμενος από την αυτοβιογραφία του Φιτσμόρις, ο σκηνοθέτης Φράνκι Φέντον βάζει τον ηθοποιό Κόλιν Φάρελ να αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την απίστευτη ιστορία του Φιτσμόρις, ενός ανθρώπου που όλοι θεωρούσαν ότι έχει 3 – 4 χρόνια ζωής και αυτός όχι μόνο κατάφερε να τους διαψεύσει, αλλά γύρισε και την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Χωρίς να είναι υπερβολικά μελό και καταθληπτική, η ταινία μιλά για την απίστευτη δύναμη που βρίσκει κανείς στην αγάπη και στα μικρά πραγματα.

Εκνευρισμός και απορία για το ντοκιμαντέρ «Θυμωμένος Ινουκ» (Angry Inuk), όπου ούτε λίγο ούτε πολύ, οι εσκιμώοι Ινουκ διεκδικούν να μπορούν να σκοτώνουν και να εκμεταλλεύονται εμπορικά, αλόγιστα φώκες! Κόντρα στις ανακηρύξεις παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας περί ειδών προς εξαφάνιση και κινδύνους από μόλυνση περιβάλλοντος (που φυσικά για αυτό δεν ευθύνονται οι Ινουκ) και άλλες περιβαλλοντολογικές και φιλοζωικές οργανώσεις, όπως η Greenpeace, οι Ινουκ υψώνουν το ανάστημα τους (κι ας μην φημίζονται για το ύψος τους) δεν το βάζουν κάτω και απαιτούν να τους αφήσουν να συνεχίσουν τις παραδόσεις τους. Ξεκινώντας από το πρώτο ντοκιμαντέρ στην ιστορία, του «Ο Νανούκ του Βορρά», του Ρόμπερτ Φλάερτι, που κατέγραψε την καθημερινότητα των Ινουκ, φτάνει στους σύγχρονους Ινουκ που θέλουν να κυνηγούν και να τρέφονται από φώκες, να ντύνονται με το δέρμα τους, αλλά και να πωλούν τα τομάρια των δύστυχων αυτών ζώων. Με συνθήματα όπως «Seals are Yummy, In My Tummy», «We eat Seal, what’s the big Deal», αλλά και βγάζοντας φωτογραφίες δίπλα σε νεκρές φώκιες, τις οποίες αποκαλούν «Sealfie» (από το selfie), ακολουθούν μια άκρως επιθετική πολιτική, όπου παίρνει και την Έλεν ντε Τζένερις η μπάλα, προσπαθούν να πείσουν πολιτικούς να φορέσουν γούνινα παλτά, ενώ ταυτόχρονα σκοτώνουν μπροστά στο φακό μπόλικες φώκιες (αν και γίνεται προσπάθεια να το δείξουν όσο μπορούν πιο soft). Παράλληλα, μας μένει αξέχαστη η εικόνα της μάνας που ταΐζει το μωρό της ωμό κρέας φώκιας που στάζει αίματα!
Πέραν του αν είναι κάποιος φιλόζωος ή όχι, κρεατοφάγος ή χορτοφάγος, δε μπορεί να μην εκνευριστεί με το ντοκιμαντέρ, που δε ζητά να γίνει κάποιο εκτροφείο με φώκιες προς κατανάλωση, αλλά απαιτεί φορώντας παροπίδες να μπορούν να κυνηγούν, να σκοτώνουν και να εμπορεύονται αυθέρετα αυτά τα γλυκίτατα πλάσματα. Βέβαια, αν το συγκρίνει κανείς με τη σιχαμερή συμπεριφορά των βορειοευρωπαίων του «Safari» του Ούρλιχ Ζάιντλ, σκέφτεται κανείς ότι τουλάχιστον αυτοί ή οι ψαράδες των Νησιών Φερόε του «Τα Νησιά και οι Φάλαινες» τρώνε κι όλας τα άμοιρα ζώα!

Πικάντικο και πρωτότυπο στο θέμα του, το «Ιερό Νερό» (Sacred Water) του Ολιβιέ Ζουρντέν, μας μεταφέρει στη Ρουάντα. Εκεί μέσα από μύθους και δοξασίες στη γυναικεία ηδονή, που παρομοιάζουν με τη μητέρα γη, μας μιλούν για το ιερό υγρό που αναβλύζει ως ρυάκι από το γυναικείο σώμα, ως μυστήριο της γυναικείας εκσπερμάτισης. Δύσκολο να το εξηγήσεις και σίγουρα πάνω από τους μισούς θεατές δε θα κατάλαβαν ακριβώς σε τι αναφέρεται το θέμα, μιας που όροι όπως female ejaculation και squirting δεν χρησιμοποιούνται ευρέως στη γλώσσα μας. Ακόμα στον δυτικό πολιτισμό, δεν συμβαίνει συχνά, ούτε συζητιέται συχνά σε αντρικές ή γυναικείες κουβέντες και οι περισσότεροι το γνωρίζουν από την πρόστυχη και φτηνή πλευρά του, μέσα από ορισμένες πορνογραφικές ταινίες. Πόσο μάλλον να το συζητιέται μέσα στην οικογένεια ή να μαθαίνουν οι γονείς στα παιδιά τους τεχνικές για να το πετύχουν! Ο σκηνοθέτης, που παραδέχτηκε ότι δε το γνώριζε, ούτε του είχε τύχει ποτέ με κάποια παρτενέρ του και το έμαθε όταν είχε βρεθεί στη Ρουάντα σε ένα φίλο του και ρώτησε απορρημένος γιατί το στρώμα στο κρεβάτι ήταν βρεγμένο, σχεδόν πλημμυρισμένο!
Στην ομιλία του μας είπε ότι βασικός σύνδεσμός του για το ντοκιμαντέρ ήταν η Βεστίν, η ραδιοφωνικός παραγωγός, η οποία δεν ασχολείται μόνο με το συγκεκριμένο θέμα, αλλά επεκτείνεται και σε άλλα, βοηθώντας τις γυναίκες και τα παιδιά κατά της οικογενειακής βίας, ενημερώνει για το AIDS, κάνει ομιλίες για τα δικαιώματα της γυναίκας, το σεξ και προφυλάξεις στα σχολεία και άλλα. Απέφυγε όμως να σταθεί μόνο σε αυτή, για να μη γίνει το επίκεντρο του ντοκιμαντέρ του και ξεφύγει από το θέμα του. Συνήθως είχε μαζί του μια μεταφράστρια, την οποία όμως συχνά έβγαζαν έξω, ώστε να μιλήσουν οι άνθρωποι πιο άνετα και ακομπλεξάριστα μεταξύ τους, θεωρώντας ότι ο σκηνοθέτης, ένας λευκός, ξένος που δεν γνωρίζει τη γλώσσα, δεν καταλαβαίνει. Έτσι, μάθαινε τι ακριβώς είχε ειπωθεί μετά. Προσπάθησε να κρατήσει τη λεπτή ισορροπία, να μη δείξει σεξουαλικές σκηνές, ούτε να παρουσιάσει τη Ρουάντα ως σεξουαλικό παράδεισο ή προορισμό. Αντίθετα, δίπλα σε χώρες που δυστυχώς μέχρι και σήμερα υποβάλλουν γυναίκες σε κλειτοριδοτομές, αλλά και σε ένα κόσμο γεμάτο ταμπού γύρω από το σεξ, να δείξει μια κουλτούρα που μιλά πιο ανοιχτά για το θέμα, για το δικαίωμα της γυναίκας στην ικανοποίηση στο σεξ, μάλιστα ως υποχρέωση του καλού συζύγου.

Στο «Μεγαλώσαμε Πια!» της Μάιτε Αλμπέρντι, ενήλικες με Σύνδρομο Down συνεχίζουν να πηγαίνουν στο σχολείο όπως όταν ήταν παιδιά. Η καθημερινότητά τους δεν μοιάζει να έχει αλλάξει μετά τα 40 τους χρόνια κι ας θέλουν εκείνοι να σταματήσουν να πηγαίνουν σχολείο, να μείνουν μόνοι τους, να είναι ανεξάρτητοι, να παντρευτούν. Η πραγματικότητα έρχεται όμως να διαψεύσει τις προσδοκίες τους. H Μάιτε Αλμπέρντι προσεγγίζει με χιούμορ και ευαισθησία το θέμα της και προβληματίζει τον θεατή. Από τη μία, το σχολείο διδάσκει στους μαθητές πώς να είναι ανεξάρτητοι ενήλικες, από την άλλη, όταν κάποια στιγμή αυτοί θέλουν να γίνουν ανεξάρτητοι ενήλικες τους το απαγορεύει. Απασχολούνται σε μικροδουλειές κερδίζοντας ψωροδεκάρες. Νιώθεις πραγματικά την απόγνωση ενός από αυτούς όταν λέει ότι κάνει δύο δουλειές για να βγάλει χρήματα και να μείνει μόνος του και είναι πολύ κουρασμένος χωρίς να κερδίζει κάτι. Το ντοκιμαντέρ επικεντρώνεται και σε ένα ζευγάρι που θέλει να παντρευτεί. Οι οικογένειες φέρνουν όμως τις αντιρρήσεις τους. Και έτσι τα παιδιά αυτά μοιάζουν να μεγαλώνουν και να μεγαλώνουν και απλώς να γερνούν.
«Τον Έλεγαν Μόργκαν». Η ιστορία ξεκινά τη δεκαετία του 1950 όταν ένας νεότατος Λι Μόργκαν (15 – 16 χρονών), τρομπετίστας από τη Φιλαδέλφεια εντάσσεται στη Big Band του Ντίζι Γκιλέσπι και γίνεται σύντομα το αστέρι. Ηχογραφεί με τον Τζον Κολτρέιν, συμμετέχει στους Messengers του Αρτ Μπλέικι, συνθέτει και παίζει εξαιρετική μουσική. Ταυτόχρονα, το ντοκιμαντέρ αφηγείται την ιστορία της Έλεν, η οποία έχοντας κάνει ως μικρό κορίτσι δύο παιδιά στην επαρχιακή πόλη όπου ζούσε, φτάνει στη Νέα Υόρκη, συχνάζει σε τζαζ στέκια και γίνεται φίλη με αρκετούς τζαζ μουσικούς. Όταν ο Λι Μόργκαν χάνει τη δουλειά του εξαιτίας της χρήσης ναρκωτικών και γυρνά μεσοπεθαμένος στους δρόμους, η Έλεν τον περιμαζεύει και του δίνει τη δύναμη να σταθεί και πάλι στα πόδια του. Οι επιτυχίες επιστρέφουν, αν και η τραγωδία δεν θα αργήσει να χτυπήσει: σε μια βραδιά με χιονοθύελλα στη Νέα Υόρκη και ενώ ο Λι Μόργκαν εμφανιζόταν σε ένα τζαζ κλαμπ της Νέας Υόρκης, η Έλεν θα τον πυροβολήσει και θα τον σκοτώσει. Οι φίλοι τους και η ίδια -μέσω μιας παλαιότερης συνέντευξης που της πήρε κάποιος καθηγητής της και λάτρης της τζαζ- αφηγούνται την ιστορία. Χρησιμοποιώντας φωτογραφίες, τη μουσική του Λι Μόργκαν και άλλων μουσικών της τζαζ εκείνης της περιόδου, ο σκηνοθέτης αναβιώνει με τρόπο συναρπαστικό μια ολόκληρη εποχή.

Ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε το «Wie Bojen Im Meer (Drifting Generation)», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Στέλλας Νικολέτας Δροσσά, όπου παρακολουθεί την αδερφή της Ειρήνη και άλλες τέσσερις φίλες τους σε διάρκεια έξι χρόνων, από το 2011 έως το 2016. Όλες κόρες μεταναστών από Γερμανία, που επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη για σπουδές. Και αυτό που ξεκινά ως προσωπικό νεανικό project πέφτει πάνω σε κάποια σημαντικά οικογενειακά προβλήματα, αλλά και προσγειώνεται κατακόρυφα στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης που πέρασε η χώρα και μεταμορφώνεται σε κάτι πολύ περισσότερο. Γίνεται ένα ημερολόγιο ενηλικίωσης των κοριτσιών, αλλά και μέσα από αυτά της ωρίμανσης της νοοτροπίας όλης της χώρας. Τα κορίτσια προσπαθούν να μείνουν στη χώρα, μετά προσπαθούν να φύγουν, μετά κάποια προσπαθούν να ξαναγυρίσουν, σε μια συνεχόμενη εσωτερική πάλη.
Είναι παράλληλα ένα ωραίο ντοκουμέντο του πως τα κορίτσια κατασταλάζουν σε απόψεις, περνώντας από τη φοιτητική ζωή στην πάλη για εύρεση εργασίας, αλλά και της ίδιας της σκηνοθέτιδας, που εξελίσσεται παράλληλα κατά τη διάρκεια της ταινίας, στην τεχνική κινηματογράφισης, στο προσωπικό ύφος της. Αποτυπώνει, τέλος, την αγωνία, όχι μόνο μιας γενιάς, αλλά των περισσότερων συνανθρώπων μας από 20 ως και 50 χρονών που συνεχώς αναρωτιούνται «να μείνω ή να φύγω»; Ένα ελπιδοφόρο ντεμπούτο, που θα μπορούσε άνετα να προβληθεί τόσο σε κάποιο κρατικό κανάλι όσο και ιδιωτικό, πιθανόν σπαστά ή σε άλλο cut, μιας που ο μεγάλος όγκος υλικού έκανε τη διάρκεια αρκετά μεγάλη, να αγγίζει το δίωρο.