19ο ΦΝΘ: Αρχειακό υλικό, κληρονομιά, παραμύθια και ποίηση
Στον προθάλαμο πριν μπούμε στις αίθουσες του φεστιβάλ στις Αποθήκες στο Λιμάνι, συναντήσαμε τις παρακάτω οθόνες, που παρατηρήσαμε ότι έλεγαν Boarding και Closed!

Τι είναι μια ταινία αρχειακού υλικού (massive montage film); Άλλοι το αποκαλούν ποιητικό δοκίμιο, άλλοι ταινία του μοντάζ ή ταινία από άλλες ταινίες. Τα ντοκιμαντέρ αρχειακού υλικού είναι θα λέγαμε ο dj του ντοκιμαντέρ! Όπως ο dj παίζει μουσικά κομμάτια που δεν είναι δικά του, άλλα όλα μαζί αποτελούν μια νέα σύνθεση, κάτι νέο, κάτι δικό του, έτσι ακριβώς και εδώ. Διότι χρειάζεται επιμονή και μεγάλη έρευνα, καλή οργάνωση και γενναίες αποφάσεις στο τι τελικά θα μπει και τι όχι, με ποια σειρά και σε τι θα αποσκοπεί. Φυσικά, κάποια περισσότερο επιτυχημένα από άλλα. Στο είδος το πιο ενδιαφέρον το είδαμε αυτή τη χρονιά στο BFI του Λονδίνου, το «Have you seen my movie?» ένα εντυπωσιακό δίωρο κολάζ από άπειρες σκηνές από ταινίες κινηματογράφου, όπου οι πρωταγωνιστές πάνε και παρακολουθούν σινεμά. Αλλά και στο εδώ στη Θεσσαλονίκη ,είδαμε ως τώρα στο φεστιβάλ, τα δυο αφιερώματα στο βραζιλιάνικο κινηματογράφο «Cinema Novo» και «Ιστορίες που (Δεν) μας είπε το σινεμά μας».
Ενδιαφέρον αυτό το νέο είδος, αλλά προσωπικά μας συγκινεί η παλιότερη προσέγγιση που μας δίνει και επιπλέον πληροφορίες για το αρχειακό υλικό που βλέπουμε. Το εντυπωσιακό «Dawson City: Παγωμένος χρόνος» δεν είχε αφήγηση, είχε όμως επεξηγηματικές λεζάντες, που εμφανίζονταν καθώς έπαιζε το μόνιμο μουσικό μοτίβο, προσομοιάζοντας βωβό κινηματογράφο. Την Πέμπτη είδαμε άλλα τρία ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ αρχειακού υλικού, το ποιητικό «Μαγικό Δάσος της Κάισα», το «Σαντοάγια» που μετατρέπεται σε αστυνομικό θρίλερ και το βιογραφικό «Μέιπλθορπ: Κοίτα τις Εικόνες». Επίσης είδαμε τρια πολύ ενδιαφέροντα ελληνικά ντοκιμαντέρ, το «Wie Bojen Im Meer (Drifting Generation)» και τα «Μέρες της Λίμνης» και «Greek Animal Rescue» που είχαν προβληθεί τις προηγούμενες ημέρες.

Μια από τις ταινίες που αγαπήσαμε περισσότερο στο φετινό φεστιβάλ ήταν το πραγματικά μαγικό – και μαγευτικό- «Το Μαγικό Δάσος της Κάισα» που προβλήθηκε σε δωρεάν προβολή για το κοινό. Η σκηνοθέτις Κάτια Γκούριλοφ ανακαλύπτει φιλμάκια 16 mm που δείχνουν τη γιαγιά της, Κάισα, παραμυθού της φυλής των Σάμι. Προσπαθώντας να μάθει περισσότερα, συγκεντρώνει έναν πλούτο αρχειακού υλικού (μεταξύ άλλων εικόνες και ηχογραφήσεις), αποτέλεσμα της δουλειάς του ελβετού συγγραφέα Ρόμπερτ Κροτέ, ο οποίος έζησε για ένα διάστημα στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 με την Κάισα. Το αποτέλεσμα είναι ένα λυρικό ντοκιμαντέρ που αποκαλύπτει τον νομαδικό τρόπο ζωής των Σάμι Σκολτ, την αγάπη τους για τα ζώα και τη φύση, για την αφήγηση ιστοριών και τους ταράνδους τους. Η Γκούριλοφ χρησιμοποιεί και animation, για τα σημεία όπου η γιαγιά της ακούγεται να αφηγείται ένα παραμύθι για το πώς δημιουργήθηκε το Βόρειο Σέλας, σε ένα από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ που είδαμε στη διάρκεια του Φεστιβάλ.
Συνεχίζουμε με το «Πουθενά να Κρυφτείς». Ο Νούρι είναι νοσοκόμος στο Ιράκ. Με μία κάμερα αναλαμβάνει να καλύψει τι συμβαίνει στη χώρα μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων. Ο αρχικός ενθουσιασμός μετατρέπεται γρήγορα σε φρίκη, καθώς το χάος που αφήνει πίσω της η απόχωρηση των Αμερικανών, οδηγεί σε νέα έξαρση των σεχταριστικών εντάσεων, ενώ η τρομοκρατική οργάνωση ISIS έρχεται και καταλαμβάνει εδάφη που εγκαταλείπει ο στρατός. Καθώς οι μάχες μεταξύ των μελών της ISIS και των πολιτοφυλακών στο Ιράκ μαίνεται, ο Νούρι θα στρέψει την κάμερα από τη δυστυχία των άλλων, στη δική του. Η ταινία του Ζαραντάστ Άχμεντ κέρδισε βραβείο Μεγάλου Μήκους Ντοκιμαντέρ στο φημισμένο φεστιβάλ IDFA στην Ολλανδία και δίνει ανθρώπινο πρόσωπο στη δυστυχία στο Ιράκ. Το ντοκιμαντέρ δεν ασχολείται με τις πολιτικές ή στρατιωτικές συνθήκες στην περιοχή, δεν παίρνει θέση και δεν κρίνει, απλά δείχνει τις προσπάθειες ενός ανθρώπου να ξεφύγει από τον πόλεμο. Και γι’ αυτό αποτελεί ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο.

Ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε το «Wie Bojen Im Meer (Drifting Generation)», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Στέλλας Νικολέτας Δροσσά, όπου παρακολουθεί την αδερφή της Ειρήνη και άλλες τέσσερις φίλες τους σε διάρκεια έξι χρόνων, από το 2011 έως το 2016. Όλες κόρες μεταναστών από Γερμανία, που επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη για σπουδές. Και αυτό που ξεκινά ως προσωπικό νεανικό project πέφτει πάνω σε κάποια σημαντικά οικογενειακά προβλήματα, αλλά και προσγειώνεται κατακόρυφα στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης που πέρασε η χώρα και μεταμορφώνεται σε κάτι πολύ περισσότερο. Γίνεται ένα ημερολόγιο ενηλικίωσης των κοριτσιών, αλλά και μέσα από αυτά της ωρίμανσης της νοοτροπίας όλης της χώρας. Τα κορίτσια προσπαθούν να μείνουν στη χώρα, μετά προσπαθούν να φύγουν, μετά κάποια προσπαθούν να ξαναγυρίσουν, σε μια συνεχόμενη εσωτερική πάλη.
Είναι παράλληλα ένα ωραίο ντοκουμέντο του πως τα κορίτσια κατασταλάζουν σε απόψεις, περνώντας από τη φοιτητική ζωή στην πάλη για εύρεση εργασίας, αλλά και της ίδιας της σκηνοθέτιδας, που εξελίσεται παράλληλα κατά τη διάρκεια της ταινίας, στην τεχνική κινηματογράφισης, στο προσωπικό ύφος της. Αποτυπώνει, τέλος, την αγωνία, όχι μόνο μιας γενιάς, αλλά των περισσότερων συνανθρώπων μας από 20 ως και 50 χρονών που συνεχώς αναρωτούνται «να μείνω ή να φύγω»; Ένα ελπιδοφόρο ντεμπούτο, που θα μπορούσε άνετα να προβληθεί τόσο σε κάποιο κρατικό κανάλι όσο και ιδιωτικό, πιθανόν σπαστά ή σε άλλο cut, μιας που ο μεγάλος όγκος υλικού έκανε τη διάρκεια ακρετά μεγάλη, να αγγίζει το δίωρο.


Ένα ντοκιμαντέρ με έντονη αγωνία και αστυνομικό μυστήριο, ήταν το «Santoalla (Σαντοάγια)». Ξεκινά περιγράφοντας τη ζωή ενός ζεύγους Ολλανδών, που γυρίζουν σαν χίππις τον κόσμο, μέχρι να βρουν ένα απομονωμένο κι εγκαταλελειμμένο χωριουδάκι στην ορεινή ισπανία για να εγκατασταθούν. Όνειρο τους να φτιάξουν έναν μικρό παράδεισο, να γίνει το αγρόκτημά τους πλήρως αυτάρκες και αυτόνομο και να ασχοληθούν με τον αγροτουρισμό. Σε ολόκληρο το υπόλοιπο χωριό υπάρχουν μόνο χαλάσματα και μόνο μια οικογένεια έχει απομείνει, όπου αρχικά έχουν καλές σχέσεις, αλλά αργότερα κάποιες κόντρες. Ώσπου ξαφνικά, μια μέρα ο άντρας εξαφανίζεται μυστηριωδώς! Έξυπνα δομημένο, αλλά και «τυχερό» ως προς τις συγκαιρίες που ξεκίνησε να γυρίζεται και στο ότι ο εξαφανισμένος Μάρτιν βιντεοσκοπούσε συχνά τη ζωή του, έχει ως αποτέλεσμα ένα ντοκιμαντέρ με πολλά στοιχεία θρίλερ.

Δύναμη του «Μέρες της Λίμνης» η υπέροχη φωτογραφία κι ο τρόπος που η Πανδώρα Μουρίκη κινηματογραφεί και μας παρουσιάζει τον υπέροχο υδρότοπο της λίμνης Κερκίνης, όπου περήφανα πτηνά, όπως οι κορμοράνοι και οι πελεκάνοι βρίσκουν σπίτι και καταφύγιο ομορφαίνοντας ακόμα περισσότερο το φυσικό τοπίο με την παρουσία τους. Η ταινία, σύντομη σε διάρκεια, κρατά τους χρόνους της και το ρυθμό της στο σωστό αφηγηματικό τέμπο, χωρίς να κάνει καμία κοιλιά. Θα μπορούσε άνετα να προβληθεί όχι μόνο σε κρατικά και ιδιωτικά κανάλια, αλλά και στο εξωτερικό. Άλλο ένα υπέροχο ντοκιμαντέρ, μετά τις περσινές Ανεμοδαρμένες πτήσεις. Κι όταν «φορτώσει» η Κερκίνη περνά στο Βλέμμα του Οδυσσέα, αποκαλύπτοντας μας τι απόγινε το χωριό του Αγγελόπουλου.
Άκρως συγκινητικό, ιδιαίτερα για όσους αγαπάνε τα σκυλιά, το «Greek Animal Rescue», του Μενέλαου Καραμαγγιώλη, ένα must για όλους τους φιλόζωους. Μπορεί να κουράσει λίγο η φωνή της κεντρικής αφήγησης, όμως έχει τόσα να μας πει και να μας δείξει. Από τα Σκυλιά Φαντάσματα του Ασπροπύργου στο κέντρο του Γέρακα. Γιατί οι φιλέλληνες βρετανοί επιλέγουν αντί για τα εκεί σκυλιά να βοηθήσουν τα αδέσποτα της Ελλάδας, τα «Greekies» όπως τα αποκαλούν; Τα σκυλιά δεν έχουν χώρα, μας απαντούν κι όμως ετούτα εδώ, όπως και ο λαός τα τελευταία χρόνια, περνούν πολλά αλλά είναι πραγματικοί μαχητές. Μέσα σε όλα το ντοκιμαντέρ καταγράφει πολλές υπερβολές -και υπέρ και κατά, αλλά το συνολικό του μήνυμα είναι ξεκάθαρο και ηχηρό.

Η βραδιά έκλεισε πάλι με τον καλύτερο τρόπο, με το πολυαναμενόμενο «Μέιπλθορπ: Κοίτα τις Εικόνες». Με αφορμή μία αναδρομική έκθεση στο έργο του Μέιπλθορπ, του τολμηρού και αμφιλεγόμενου φωτογράφου, οι Φέντον Μπέιλι και Ράντι Μπραμπέιτο μιλούν με ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή του και προσπαθούν να ανασυνθέσουν το πορτρέτο ενός ανθρώπου – δημιουργού και του τρόπου με τον οποίο ο ίδιος στρατηγικά επέλεγε από ποιούς θα περιστοιχίζεται. Ένας πλήρης οδηγός, από τα παιδικά χρόνια ως την αναγνώριση και από τα πιο γνωστά έργα, στις πιο άγνωστες πτυχές αυτού του πολυσύνθετου καλλιτέχνη.
Οι άνθρωποι που μιλούν στην κάμερα δεν διστάζουν να «ξεμπροστιάσουν» τον Μέιπλθορπ και κάποιες από τις συμπεριφορές του, παρουσιάζοντάς τον σαν έναν γοητευτικό δημιουργό που δεν δίσταζε να εκμεταλλευτεί ανθρώπους που θεωρούσε ότι θα τον βοηθούσαν να προχωρήσει μπροστά. Ένα πορτραίτο παρόμοιο με του Ντόριαν Γκρέι, πνιγμένο στον αριβισμό, τη δίψα για αναγνώριση, τη ματαιοδοξία, αλλά και μπόλικο αυτοσαρκασμό και χιούμορ. Πρόκειται για μία συναρπαστική βιογραφία, αν και υπάρχει κάτι που λείπει. Παρά τον θαυμασμό προς τον Μέιπλθορπ, ελάχιστες φορές αισθάνεσαι ότι υπήρξαν άνθρωποι που πραγματικά τον αγάπησαν (με εξαίρεση ίσως τον αδελφό του). Ενδεχομένως η εμπλοκή της Πάτι Σμιθ με το ντοκιμαντέρ -ακούμε μόνο κάποια αποσπάσματα από συνεντεύξεις αρχείου- να είχε κάτι να προσφέρει προς αυτή την κατεύθυνση.
