19ο ΦΝΘ: Συνέντευξη τύπου Βιτάλι Μάνσκι
19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
3-12 Μαρτίου 2017
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΒΙΤΑΛΙ ΜΑΝΣΚΙ –
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ-ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
[toggle title=”Συνέντευξη Τύπου Βιτάλι Μάνσκι”]
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΒΙΤΑΛΙ ΜΑΝΣΚΙ
«Ό,τι με αγγίζει και με εμπνέει θέλω να το ενσωματώνω στο σινεμά μου»
Β.Μάνσκι
Ο ρώσος σκηνοθέτης Βιτάλι Μάνσκι, το τιμώμενο πρόσωπο του φετινού 19ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, έδωσε συνέντευξη Τύπου τη Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017, στο καφέ του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, μιλώντας για τα ντοκιμαντέρ του, τη ζωή, αλλά και το τι σημαίνει να είσαι δημιουργός σήμερα.
Καλωσορίζοντας τον ντοκιμαντερίστα, στο έργο του οποίου πραγματοποιεί αφιέρωμα η φετινή διοργάνωση, ο διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης, είπε χαρακτηριστικά:
«Τιμή και επιτυχία για το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ είναι η παρουσία του Βιτάλι Μάνσκι, με το κοινό να γεμίζει ασφυκτικά τις αίθουσες στις προβολές των ταινιών του. Τον ευχαριστούμε από καρδιάς».
Σκηνοθέτης, παραγωγός, ιδρυτής του Φεστιβάλ Artdocfest, ο Μάνσκι είναι ένας πολυσχιδής δημιουργός. Όπως ανέφερε και ο επικεφαλής προγράμματος του ΦΝΘ, Δημήτρης Κερκινός, ο οποίος συντόνισε τη συζήτηση, ο Μάνσκι καταγράφει τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στη Ρωσία, ενώ δεν παραλείπει να γυρίσει πίσω στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης για ν’ αναστοχαστεί τη νεότητά του, και ν’ αφηγηθεί όσα σημάδεψαν τη γενιά του.
Για τη σχέση του με τους θεατές, ο σκηνοθέτης επεσήμανε ότι
«κάθε θεατής βλέποντας τις ταινίες μου, θέλω να βλέπει την ζωή του. Δεν μου αρέσει να επιβάλλομαι με την άποψη μου. Και εγώ ο ίδιος παρακολουθώ τα έργα μου ως θεατής και αναρωτιέμαι για την ζωή μου».
Όσο για την έννοια της πατρίδας που παίζει σημαντικό ρόλο στις ταινίες του, τόνισε:
«Για μένα η λέξη πατρίδα έχει σπουδαίο ρόλο και μου ανοίγει δρόμους για τις επόμενες ταινίες μου».
Για την κατάσταση του ρώσικου ντοκιμαντέρ σήμερα, ανέφερε πως έχει επηρεαστεί από την ίδια την κοινωνική κατάσταση:
«Η ατμόσφαιρα στη ρωσική κοινωνία είναι άσχημη αλλά παραδόξως όσο χειρότερη γίνεται η ζωή, τόσο καλύτερα έργα δημιουργούνται. Ως διευθυντής του φεστιβάλ Artdocfest βλέπω κάθε χρόνο πάνω από 90 ταινίες ρωσικής προέλευσης. Οι περισσότεροι σκηνοθέτες ψάχνουν τρόπους για να επιβιώσουν σε μια κοινωνία στην οποία επικρατεί μεγάλη λογοκρισία για τα θέματα ελευθερίας, οπότε προσπαθούν να είναι μέρος του συστήματος. Στην περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης οι κινηματογραφιστές έκαναν έργα ποιητικά ώστε να επιβιώσουν σε μια χώρα με έλλειψη ελευθερίας. Αν ήθελαν να κερδίσουν βραβεία, έπρεπε να κάνουν όσα θέλει το κόμμα. Το ίδιο γίνεται και σήμερα με το πονεμένο θέμα της Τσετσενίας. Δεν υπάρχουν ταινίες σχετικές με αυτό και το φοβερό είναι πως όσα έργα δημιουργούνται, έχουν το χέρι του Κρεμλίνου και της εξουσίας».
Ξεχωριστή θέση στη φιλμογραφία του έχουν τα ντοκιμαντέρ που γύρισε για την Κούβα και τη Βόρεια Κορέα. Στα ελεγχόμενα από τις βορειοκορεάτικες αρχές γυρίσματα της ταινίας Κάτω από τον ήλιο (2015) ο δημιουργός και η ομάδα του έζησαν πολλές περιπέτειες:
«Πρόκειται για μια ταινία που πέρασε από πολλά φεστιβάλ και πήρε διανομή σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο στη Ρωσία έλαβε τέσσερις επιστολές άρνησης για την προβολή της στα σινεμά από την Ρώσικη Ομοσπονδία η οποία θέλησε να υποστηρίξει την Β. Κορέα. Όταν τελικά δέχτηκαν, και πάλι, σε αρκετές περιοχές απαγορεύθηκε η προβολή της. Το υπουργείο πολιτισμού της χώρας δεν μας υποστηρίζει στο φεστιβάλ που κάνουμε. Για να προβληθεί μια ταινία απαιτείται πιστοποίηση. Μας έβαλαν πρόστιμο επειδή θέλαμε να προβάλλουμε απλές φοιτητικές ταινίες που δεν προκαλούν κανέναν. Το ίδιο συνέβη και με την ταινία για την Β. Κορέα».
Τα γυρίσματα στη Β. Κορέα ήταν δύσκολα. Σύμφωνα με τον ίδιο,
«…όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο, πήραν τα διαβατήρια μας και χωρίς αυτά δεν μπορούσαμε να βγούμε από το ξενοδοχείο. Τα γυρίσματα γινόταν σε χώρους που ήθελαν οι ίδιοι οι βορειοκορεάτες και όχι όπου θέλαμε εμείς. Τα λόγια όλων των κυβερνητικών έπρεπε να είναι πάντα σε πρώτο πλάνο. Δεν μπορείς να τραβήξεις αρκετά πράγματα, όπως για παράδειγμα δεν μπορείς να πάρεις πλάνα από οτιδήποτε είναι βρώμικο σε δημόσιους χώρους. Εμείς ωστόσο τραβήξαμε υλικό που επιθυμούσαμε, όμως το κουβαλούσαμε συνέχεια μαζί μας, στο σακίδιο πλάτης. Όταν επέστρεψα, στην πλάτη μου είχα παντού μελανιές από το βάρος. Μας ήλεγχαν ακόμη και όταν πηγαίναμε στην τουαλέτα Ήταν φοβερό αυτό που περάσαμε για δυο μήνες».
Ο Βιτάλι Μάνσκι δεν πιστεύει στο σενάριο, αλλά είναι οπαδός του ρεαλιστικού σινεμά:
«Το σενάριο για μένα είναι η τελεία που με εισάγει στην ιστορία. Στην συνέχεια δίνομαι σ’αυτή την ιστορία και πλέω μέσα της δίχως να αλλάζω ρέμα. Το 2004 ήθελα να γυρίσω μια ταινία για τους συμμαθητές μου που είχα να τους δω πάνω από 25 χρόνια. Με στήριξαν διάφορα ιδρύματα και οργανισμοί για την υλοποίηση της, ωστόσο ήθελαν αρχικά να τους δείξω το σενάριο για να γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται. Τους έλεγα ότι η ταινία είναι η έρευνα, η αναζήτηση για τους συμμαθητές μου. Με κάποιον τρόπο τους έπεισα και με εμπιστεύτηκαν. Αυτό είναι το ρεαλιστικό σινεμά. Όταν ο σκηνοθέτης ζει με τους ήρωες του. Είναι η ίδια η ζωή. Στο έντονα προσωπικό Δεσμοί αίματος (2016) ήθελα να είμαι κοντά στους δικούς μου, στην οικογένειά μου. Στην Κριμαία ζήσαμε απρόβλεπτα γεγονότα που κανείς δεν ήξερε που θα οδηγήσουν. Μπήκα και εγώ στην ταινία. Τα έργα πεθαίνουν όταν πηγαίνουν με βάση το σενάριο και όχι την ζωή».
Από που εμπνέεται; Για το Μπρόντγουεϊ, Μαύρη Θάλασσα (2002) επισήμανε πως:
«το 2000 περπάτησα σε μια παραλία. Σταμάτησα σε ένα καφέ και εκεί ήταν μια ξανθιά κοπέλα που χόρευε πολύ ερωτικά. Μάλλον ήταν μεθυσμένη. Μια οικογένεια Αρμενίων, ο πατέρας και οι δύο του γιοι, την «έτρωγαν» με τα μάτια τους. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα πως θέλω να γυρίσω μια ταινία γι’ αυτό. Την σκηνή αυτή την ονειρευόμουν για δύο χρόνια, καθώς σε εκείνο το καφέ, βρήκα ανθρώπους που μου έδωσαν έμπνευση.Τελικά την έκανα την ταινία και μάλιστα γύρισα τόσο υπέροχο υλικό που δεν το χρησιμοποίησα όλο και το δώρισα σε κάποιον άλλον συνάδελφο μου ο οποίος γύρισε μια ταινία καλύτερη από την δική μου. Ό,τι με αγγίζει και με εμπνέει θέλω να το ενσωματώνω στο σινεμά μου, στα ντοκιμαντέρ μου».
Σε ερώτηση για το αν υπάρχει κάτι που να ενώνει τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, είπε:
«Όλοι μας γεννιόμαστε και πεθαίνουμε. Ο καθένας ζει την ζωή του. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια κηδεία. Στην Ρωσία οι συγγενείς πρέπει να περπατήσουν χιλιόμετρα στο κρύο και να σκάψουν στο σκληρό έδαφος για να κηδέψουν τον αγαπημένο τους. Αλλού, ντύνονται απλά όμορφα και παραβρίσκονται στο γεγονός. Η έκφραση του πένθους είναι διαφορετική. Είναι άλλοι κόσμοι. Δεν μπορεί ο κόσμος να είναι ο ίδιος. Δεν θα ήθελα οι χώρες να μοιάζουν σαν τα κτίρια των αεροδρομίων στα οποία δεν ξέρεις σε ποια χώρα βρίσκεσαι».
Δεν πιστεύει πως η τέχνη είναι όπλο στα χέρια του δημιουργού:
«Η τέχνη αν ήταν όπλο θα ήταν προπαγάνδα. Πιστεύω ως δημιουργός πως οι άνθρωποι πρέπει συνεχώς να αγωνίζονται για να γίνουν καλύτεροι».
Όσο για την Ρωσία, τόνισε:
«Ο Κουστουρίτσα λέει πως ο Πούτιν είναι καλός πρόεδρος μόνο για την Ρωσία. Από μικρούς μας λένε να πεθάνουμε για την πατρίδα μας. Γιατί δεν μπορούμε να ζήσουμε για την πατρίδα μας; Πάντα ένιωθα ρώσος σκηνοθέτης και πάντα ήξερα τι με εμπνέει. Τώρα ζω με την γυναίκα μου στην Λετονία και γράφουν πολλά για μένα. Ψάχνω τόπους διαμονής που με εμπνέουν. Πάντα ωστόσο θα νιώθω ρώσος σκηνοθέτης».
[/toggle]
[toggle title=”Κουβεντιάζοντας (Just Talking)”]
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ 5/3
Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 19ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης εγκαινιάστηκε την Κυριακή 5 Μαρτίου 2017, στο καφέ «Δωμάτιο με θέα» του Ολύμπιον. Στη συζήτηση, την οποία συντόνισε ο επικεφαλής προγράμματος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Γιώργος Κρασσακόπουλος, συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Πάρι Ελ Καλκίλι (Zooland), Ίνγκεμπορχ Γιάνσεν (Ένας ελληνικός χειμώνας), Τζίνα Γεωργιάδου (Beatbox και αερόφωνα – Νίκος Δημηνάκης), Νίνα Μαρία Πασχαλίδου (The Snake Charmer), Χιλ Άντερσχοφ (Μπούμπα & Σάρον) και Τίμων Κουλμάσης (Πορτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου).
Μετά από μια πρώτη παρουσίαση των ταινιών τους, oι δημιουργοί μοιράστηκαν τις απόψεις και τις εμπειρίες τους για μια σειρά από θέματα που απασχολούν γενικότερα τους ντοκιμαντερίστες:
Ποια ήταν η αφετηρία για να κάνουν την ταινία τους;
Ο Τίμων Κουλμάσης ανέφερε ότι ξεκίνησε το ντοκιμαντέρ με αφορμή ένα γεγονός από την ιστορία της οικογένειάς του, σε μια προσπάθεια να διερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στη συλλογική και την προσωπική μνήμη, καθώς και τη σχέση ανάμεσα σε δύο χώρες που βρίσκονταν σε πόλεμο -την Ελλάδα και τη Γερμανία, η μία υπό την κατοχή της άλλης-, αμφισβητώντας κατά κάποιο τρόπο την αλήθεια της ιστοριογραφίας.
Για τη Νίνα Μαρία Πασχαλίδου, η πορεία του ντοκιμαντέρ ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια με αφορμή ένα δημοσιογραφικό άρθρο. Τα στοιχεία για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ινδία είναι συγκλονιστικά, με μία γυναίκα να βιάζεται ανά μία ώρα, όπως είπε η σκηνοθέτιδα, κι όλα αυτά υπό το καθεστώς αυστηρών άγραφων νόμων. Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί την πορεία του Ααμίρ Καν, σταρ του Μπόλιγουντ και «Τζορτζ Κλούνεϊ της Ασίας» που δίνει φωνή στις γυναίκες θύματα, μέσα από μια τηλεοπτική εκπομπή που σπάει ταμπού, ως άλλη Όπρα της Ινδίας.
Η Πάρι Ελ Καλκίλι έκανε την ταινία της ως πτυχιακή εργασία για το Πανεπιστήμιο και το μόνο που ήξερε αρχικά ήταν ότι ήθελε να γυριστεί στη γενέτειρα του πατέρα της, την Παλαιστίνη. Η ίδια οδηγήθηκε στο ζωολογικό κήπο αναζητώντας ένα παράδειγμα για τις συνέπειες της ισραηλινής κατοχής, εντοπίζοντας εκεί ένα είδος κανονικότητας που όμως κρύβει από πίσω τα σημάδια της πολιτικής κατάστασης: στο ζωολογικό κήπο απαγορεύεται να συνυπάρχουν αρσενικά και θηλυκά ζώα από κάθε είδος, έτσι ώστε να μην αναπαράγονται.
Για την Ίνγκεμπορχ Γιάνσεν αφορμή στάθηκε ένα άρθρο από Έλληνες φίλους το οποίο ανέφερε την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα και συγκεκριμένα όταν σε πολυκατοικίες δεν υπάρχει πλέον θέρμανση, γιατί οι ένοικοι δεν μπορούν να συνεννοηθούν και να πληρώσουν, απεικονίζοντας μια εποχή που είχε περάσει στο προσκήνιο η προσφυγική κρίση, αφήνοντας πίσω την οικονομική.
Ο Χιλ Άντερσχοφ εμπνεύστηκε επίσης από ένα άρθρο εφημερίδας και θέλησε να διερευνήσει την ιστορία του από δύο πλευρές, δείχνοντας τη φιλία των παιδιών με τα ζώα, αλλά και κατά πόσο τα ζώα πρέπει να βρίσκονται στα τσίρκο, εστιάζοντας σε μια οικογένεια που θέλει να διατηρήσει την κουλτούρα και την παράδοση, σε αντίστιξη με τα δικαιώματα των ζώων.
Κατά πόσο έχουν στο μυαλό τους το κοινό, όταν ετοιμάζουν μια ταινία;
Για τον Τίμωνα Κουλμάση, κάθε ταινία που φτιάχνεται με ειλικρίνεια θα βρει το κοινό της, γι’ αυτό και δεν σκηνοθετεί για να ευχαριστήσει το κοινό, αλλά σκέφτεται μόνο πώς θα φτιάξει την ταινία με τον καλύτερο τρόπο. Από τη μεριά της, η Νίνα Μαρία Πασχαλίδου τόνισε ότι οι λόγοι είναι πάντα προσωπικοί, παρά το κοινό, προσθέτοντας ωστόσο ότι όταν ξεκινά κανείς μια ταινία έχοντας από την αρχή την υποστήριξη κάποιου καναλιού, υπάρχει ως ένα σημείο ο συμβιβασμός, όμως στα ανεξάρτητα πρότζεκτ ο σκηνοθέτης δρα αυτόνομα, για τον εαυτό του. Η Ίνγκεμπορχ Γιάνσεν πρόσθεσε ότι ενδιαφέρεται για το κοινό κι επιθυμεί να σκεφτεί όπως αυτό γιατί θέλει οι θεατές να δουν την ταινία, γι’ αυτό και αναζητά μια ισορροπία ανάμεσα στα δύο. Για τον Χιλ Άλντερσχοφ έχει σημασία να κάνει ταινίες – δηλώσεις, χωρίς συμβιβασμούς, πρόσθεσε όμως ότι αν δεν τον νοιάζει ποιος ακούει, δεν θα κάνει ταινία. Με τη σειρά της, η Τζίνα Γεωργιάδου ανέφερε ότι έκανε το ντοκιμαντέρ λόγω του πρωταγωνιστή της, του μουσικού Νίκου Δημηνάκη, και του θέματος που την ενέπνευσε, αλλά όχι για συγκεκριμένο κοινό.
Ποιες δυσκολίες αντιμετώπισαν από άποψη χρηματοδότησης για να κάνουν τις ταινίες τους;
Η Τζίνα Γεωργιάδου ανέφερε ότι δεν είχε καθόλου χρηματοδότηση για την ταινία της, η οποία ξεκίνησε ως φοιτητικό πρότζεκτ και δούλεψαν γι’ αυτή φίλοι χωρίς αμοιβή. Η ίδια παραδέχτηκε ότι θα ήταν ωραίο να έχει χρηματοδότηση, παραδείγματος χάρη για να εξασφαλίσει καλύτερο εξοπλισμό. Από την πλευρά του, ο Χιλ Άλντερσχοφ χρειάστηκε μισό χρόνο αφού έλαβε την επιχορήγηση για να πείσει την οικογένεια που κινηματογραφούσε να μιλήσει μπροστά στην κάμερα. Στη συνέχεια, όπως είπε, η χρηματοδότηση μειώθηκε και η ταινία γυρίστηκε με το ¼ του αρχικού ποσού. Για την Ίνγκεμπορχ Γιάνσεν τα πράγματα ήταν πολύ εύκολα: πρότεινε το θέμα και εξασφάλισε τη χρηματοδότηση χωρίς καμία δυσκολία. Η Πάρι Ελ Καλκίλι, από την άλλη, έκανε την ταινία της με χρηματοδότηση από το Πανεπιστήμιο και με τη δυνατότητα να εργαστεί εκεί για το post-production, ενώ δεν επιθυμούσε την ανάμειξη τηλεοπτικού δικτύου έτσι ώστε να έχει περισσότερη ελευθερία. Η Νίνα Μαρία Πασχαλίδου, γνωρίζοντας ότι στην Ελλάδα δεν μπορεί να βρει εύκολα χρηματοδότηση, στράφηκε στο εξωτερικό και είχε εξαρχής την υποστήριξη του Al Jazeera. Όπως υπογράμμισε η ίδια, αυτό ήταν ένα μάθημα που έμαθε με το δύσκολο τρόπο από το πρώτο της ντοκιμαντέρ, όπου επένδυσε και έχασε και προσωπικά κεφάλαια: ότι είναι πάντα σημαντικό να έχεις χρηματοδότηση από την αρχή.
Πόσο σημαντικό είναι η ταινία τους να ταξιδεύει στα φεστιβάλ;
Η Τζίνα Γεωργιάδου ανέφερε ότι νιώθει τυχερή που η ταινία της επιλέχθηκε για το 19ο ΦΝΘ, προσθέτοντας ότι η πιο χαρούμενη στιγμή γι’ αυτήν ήταν όταν ολοκληρώθηκε το τελικό μοντάζ του ντοκιμαντέρ. Για τον Χιλ Άλντερσχοφ τα φεστιβάλ είναι εκεί που συμβαίνει η μαγεία, ενώ για την Ίνγκεμπορχ Γιάνσεν είναι μια καλή ευκαιρία να βρεθείς πολλές φορές ανάμεσα στο κοινό της ταινίας. Όπως πρόσθεσε η ίδια, η επαφή με τα φεστιβάλ σου μαθαίνει πολλά για το φιλμ, ενώ επίσης είναι σημαντικές οι συναντήσεις και με άλλους δημιουργούς, γιατί συνήθως οι σκηνοθέτες τείνουν να αφοσιώνονται στο δικό τους έργο. Από την πλευρά της, η Νίνα Μαρία Πασχαλίδου επισήμανε ότι τα φεστιβάλ συγκεντρώνουν κοινό που ενδιαφέρεται πραγματικά για τα φιλμ και αποτελούν μια εξαιρετική εμπειρία.
Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει ένας σκηνοθέτης που γυρίζει την ταινία του σε άλλη χώρα, χωρίς να μπορεί να έχει την άμεση επαφή με τους πρωταγωνιστές του, αλλά βασίζεται σε διερμηνείς;
Η Νίνα Μαρία Πασχαλίδου, η μία από τις δύο δημιουργούς του πάνελ που αντιμετώπισε αυτή την κατάσταση, παραδέχτηκε ότι είναι πάντα δύσκολο όταν βασίζεσαι σε κάποιον άλλο για την πρώτη επαφή. Για το Snake Charmer τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, όπως σημείωσε η ίδια, καθώς στην Ινδία το 80% του πληθυσμού μιλά αγγλικά, ωστόσο στην προηγούμενη ταινία της, Κισμέτ, όπου οι πρωταγωνιστές μιλούσαν 8 διαφορετικές γλώσσες, αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες. Η σκηνοθέτιδα παραδέχτηκε ωστόσο ότι είναι πιο δύσκολο να κάνεις ταινίες με θέμα την Ελλάδα, καθώς συχνά είναι ευκολότερο να κάνεις δύσκολες ερωτήσεις ως «ξένος» γιατί οι άνθρωποι απαντούν πιο εύκολα. Σε ερώτηση της Τζίνας Γεωργιάδου για το πώς εμπιστεύεσαι τελικά το υλικό που έχεις μεταφρασμένο, αν δηλαδή πρόκειται όντως για ορθή μετάφραση, η λύση σύμφωνα με την κ. Πασχαλίδου είναι να ελέγχεις ξανά και ξανά το υλικό σου, για να βεβαιωθείς ότι έχεις την καλύτερη δυνατή καταγραφή.
Για την Ίνγκεμπορχ Γιάνσεν, η οποία γύρισε την ταινία της στην Ελλάδα, το «εμπόδιο» της γλώσσας υπήρξε ταυτόχρονα πλεονέκτημα και μειονέκτημα. Όπως σημείωσε η σκηνοθέτιδα, είναι θετικό το ότι μπορείς να κάνεις πιο ευθείες ερωτήσεις χωρίς να «φοβάσαι ότι θα πατήσεις σε νάρκη». Ωστόσο, το αρνητικό είναι ότι την ώρα της συζήτησης έχεις μόνο μια γρήγορη μετάφραση και δεν μπορείς να αντιδράσεις όπως θα ήθελες, οπότε όταν στη συνέχεια επεξεργάζεσαι το υλικό με την πλήρη μετάφραση είναι πιθανόν να νιώσεις μια απογοήτευση ότι δεν μπόρεσες εκείνη τη στιγμή να κάνεις κάτι διαφορετικό. Η Νίνα Μαρία Πασχαλίδου έκλεισε τη συζήτηση αναφέροντας ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, όταν στα γυρίσματα της προηγούμενης ταινίας της στο Άμπου Ντάμπι, κάνοντας συνέντευξη με έναν θρησκευτικό ηγέτη, η συζήτηση καθυστέρησε να αρχίσει είκοσι λεπτά. Ο λόγος ήταν ότι καθώς εκείνος δεν ήθελε να μιλήσει σε γυναίκα και ο μεταφραστής δεν της έλεγε τι συνέβαινε, επιτείνοντας την αμηχανία.
[/toggle]
[toggle title=”Πρόσωπα της Ημέρας”]
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ
Τα ντοκιμαντέρ τους προβάλλονται σήμερα στο 19ο ΦΝΘ. Λίγο πριν τις προβολές, Έλληνες και ξένοι σκηνοθέτες, τα πρόσωπα της μέρας, μας μιλούν για τις ταινίες τους:
«Stories Our Cinema (Did) Not Tell» Φερνάντα Πεσόα
«Γνώριζα αρκετά καλά προηγουμένως αυτές τις ταινίες γιατί είχα δουλέψει πάνω στα αρχεία του βραζιλιάνικου σινεμά όταν φοιτούσα στη σχολή κινηματογράφου, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω με αυτά. Δύο πράγματα μου έδωσαν κίνητρο: Πρώτον, η προσέγγιση του Marc Ferro να θεωρεί όλα τα φιλμ ένα εν δυνάμει ιστορικό ντοκουμέντο. Εάν κάθε ταινία είναι ικανή να αποκαλύψει κάτι για τη χρονική περίοδο όπου γυρίστηκε, γιατί όχι και αυτά τα φιλμ, τα περισσότερα εκ των οποίων δημιουργήθηκαν στη Βραζιλία κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας; Κατά δεύτερον, με ενέπνευσε μια φράση του σκηνοθέτη William E. Jones: ”Ακόμα και σε ένα απίθανο μέρος, είναι δυνατό να βρούμε ίχνη της πρόσφατης ιστορίας μας”. Αυτό προσπαθούσα να αποδείξω στο ντοκιμαντέρ μου: ότι ακόμα και σε αυτά τα φιλμ, που θεωρούνταν μη πολιτικά και χυδαία, η ιστορία μας βρίσκεται εκεί.»
«Lute electric» Βασίλης Δημητριάδης, Μιχάλης Γεράνιος
«Το ηλεκτρικό λαούτο είναι ένα καινούργιο όργανο, γενικά, καλύπτει μια θέση στην παγκόσμια οργανολογία, που ήταν κενή. Έτσι κλείνει ένα κενό μιας γέφυρας η οποία ενώνει όλα τα όργανα και τα ηχοχρώματα. Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Όπως διαφέρει η ηλεκτρική κιθάρα από την κλασσική, διατηρώντας ορισμένα κοινά στοιχεία, έτσι και το ηλεκτρικό λαούτο διαφέρει από το παραδοσιακό κρητικό, διατηρώντας δεσμούς με την ιστορία της κρητικής μουσικής και παράλληλα ανοίγοντας νέους δρόμους.»
«Deadline» Μένιος Καραγιάννης
«Είναι η σχέση που έχουμε με τον Θάνατο, αυτή που καθορίζει και τη σχέση που έχουμε με τη ζωή μας. Οφείλουμε να ανοίξουμε έναν διάλογο με κάτι που είναι αδιαπραγμάτευτο και κοινό σε όλους μας, μια γενική μοίρα, και ουσιαστικά κάνοντάς το, να συνειδητοποιήσουμε ότι έτσι απομακρύνουμε τον φόβο (που είναι φυσιολογικός) και δημιουργούμε μια εξοικείωση με το αναπόδραστο. Ας μην ξεχνάμε ότι ο θάνατος είναι μεν ένας τρομακτικός σύντροφος, αλλά σύντροφος σε κάθε περίπτωση.»
«Όλυμπος: τέσσερα μονοπάτια για να φτάσεις τους Θεούς» Νίκος Ντούρλιος
«Πιστεύω ότι το ντοκιμαντέρ αυτό, μας φέρνει πιο κοντά στις καθαρές πηγές της ιστορίας μας. Αυτό κυρίως συμβαίνει μέσα από τις μαρτυρίες και τις διηγήσεις των ανθρώπων που έζησαν σ’ αυτά τα μέρη πρωταρχικά, με τις μαγικές εικόνες του μυθικού αυτού βουνού, με τα συναισθήματα που μας προξενούν όλα αυτά αλλά και τη μεγάλη προτροπή να περπατήσουμε κι εμείς στους ιερούς αυτούς τόπους και να βιώσουμε την ατμόσφαιρά τους.»
«Vergot» Τσετσίλια Μπότσα Βολφ
«Τα όρια μιας αλπικής κοιλάδας, ενός μικρού χωριού με αγενείς βουνίσιους αγρότες, ίσως να μην είναι τόσο διαφορετικά από μια αστική περιοχή ή μια μικρή κοινότητα. Σίγουρα πρέπει να παλέψεις κόντρα στη μοναξιά, την απομόνωση, την παραδοσιοκρατία και την προκατάληψη, αλλά κάθε άνθρωπος στα βάθη της καρδιάς του πρέπει στη ζωή του να παλέψει για να ανακαλύψει ολοκληρωτικά τον εαυτό του, να το επικοινωνήσει με άλλους, να αναγνωριστεί και, πάνω απ’ όλα, να αγαπηθεί. Και το μόνο πιθανό κλειδί που σε πάει πέρα από τα όριά σου είναι η θέληση να αγαπήσεις, αλλά το να πεις ”σ’ αγαπώ” κάποιες φορές είναι πραγματικά δύσκολο.»
«Upon The Shadow» Ναντά Μεζνί Χαφαϊέντ
«Οι σύγχρονες αραβικές κοινωνίες μπορούν γενικά να χαρακτηριστούν ως ομοφοβικές, καθώς οι συμπεριφορές προς άτομα της ΛΟΑΤ κοινότητας στις αραβικές χώρες είναι εξαιρετικά περίπλοκες. Κυρίως δεν αναφέρονται στην ΛΟΑΤ κοινότητα γιατί δεν υπάρχουν, και δεν υπάρχουν διότι δεν θέλουν ποτέ να μιλούν γι’ αυτές. Οι ΛΟΑΤ κοινότητες είναι παραμελημένες και τις αποφεύγουν τελείως.»
«Εγώ, ο άλλος άνθρωπος» Λουκάς Αγέλαστος, Σπυριδούλα Γκούσκου
«Το ντοκιμαντέρ μας, δείχνει ότι τα πιο πολλά άτομα που αντιμετωπίζουν την τόσο δύσκολη κατάσταση της αστεγίας, δεν στερούνται μόνο την οικονομική δυνατότητα αλλά και τους οικογενειακούς δεσμούς. Η κοινωνική κουζίνα, ο Άλλος Άνθρωπος, πράττει αυτό που η κοινωνική πρόνοια αδυνατεί: επανεντάσσει στην κοινωνία ανθρώπους που το έχουν μεγάλη ανάγκη, αναθέτοντάς τους αρμοδιότητες (μαγειρεύουν οι ίδιοι οι άστεγοι), βοηθώντας τους να ξανανιώσουν χρήσιμοι και παραγωγικοί, κάνοντας τους να αισθανθούν και πάλι μέλη μιας μεγάλης οικογένειας». Σπυριδούλα Γκούσκου
[/toggle]