Νύχτες Πρεμιέρας: Ανασκόπηση Σαββάτου (20/9/14)
Το Σάββατο οι Νύχτες Πρεμιέρας -εν συγκρίσει με άλλες μέρες- φιλοξένησαν ταινίες περισσότερο φεστιβαλικές παρά εμπορικές. Με το Tu Dors Nicole (Ξύπνα με όταν Μεγαλώσω) να αποτελεί φωτεινή εξαίρεση, οι υπόλοιπες προβολές χωρίς να έχουν πολύ χαμηλό επίπεδο, δύσκολα μπόρεσαν να ξεπεράσουν το επίπεδο του μετρίου. Η Μαφία Σκοτώνει μόνο το Καλοκαίρι ρομαντική κομεντί για ένα θέμα που πονάει ακόμα την Ιταλία, το It Follows (Σου’ρχεται), η νέα αναμενόμενη ανατριχίλα, (το δεύτερο μεγάλο sold-out της ημέρας μαζί με το Ξύπνα με όταν Μεγαλώσω), ενώ η ενότητα Σινεμά στα Όρια πρόβαλλε το Η Χαρά των Ανθρωπίνων Πόθων, για τους πιο… τολμηρούς. Στο ίδιο μήκος κύματος (ίσως και πιο χαμηλά) κυμάνθηκε και το Fort Tilden του διαγωνιστικού τμήματος. Σταθερές αξίες το Αγόρι που Ήθελε να Πετάξει, του Ρόμπερτ Όλντμαν (1970) και Possession (Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη) του Ζουλάφσκι (1981). Oι Cinepivates σας μεταφέρουν:
La Mafia Uccide Solo D’ Estate/Η Μαφία Σκοτώνει Μόνο το Καλοκαίρι
(Σκηνοθεσία: Πιφ/ 90’/ Ιταλία)
Ο Αρτούρο αγαπά τη Φλόρα. Το πρόβλημα είναι το Παλέρμο και το γεγονός ότι η μαφία πάντα χώνεται στις δουλειές του. Θυμάται όταν ήταν μικρός, πώς ήταν να μεγαλώνει στο Παλέρμο, εν μέσω φόνων, παρά τη διαβεβαίωση του πατέρα του ότι «η μαφία σκοτώνει μόνο το καλοκαίρι». Όσο για τον ίδιο; Έβρισκε παρηγοριά στον πρωθυπουργό, Τζούλιο Αντρεότι. Ο Πιφ, ο πιο διάσημος Ιταλός κωμικός φτιάχνει μια ταινία για ένα μάλλον δύσκολο θέμα. Ή τουλάχιστον έτσι αποδεικνύεται τελικά γιατί παρά τις προσπάθειες να αστειευτεί με αυτό δεν τα καταφέρνει ιδιαίτερα. Η ταινία δεν ξεφεύγει από τη νοσταλγική θέαση της παιδικής ηλικίας -ακόμα και σε μία περιοχή όπου οι σφαίρες ήταν το σύνηθες φαινόμενο. Μια νοσταλγία που φαίνεται σαν να έχει παλιώσει κινηματογραφικά. Το δεύτερο μέρος έρχεται για να κλείσει τα ανοιχτά μέτωπα και το κάνει με τρόπο μάλλον αμήχανο. Στο τέλος, καθώς ο Πιφ περιδιαβαίνει στα σημεία των δολοφονιών μένει μάλλον μια θλίψη και μια προσπάθεια για μια ταινία που ήθελε να είναι κωμωδία, αλλά το θέμα της ήταν πολύ σοβαρό για να τα καταφέρει.
Τάιλερ
Tu Dors Nicole / Ξύπνα με Όταν Μεγαλώσω
(Σκηνοθεσία: Στεφάν Λαφλέρ)
Ένα πανέμορφο ασπρόμαυρο ψυχογράφημα μιας έφηβης με γαλλική φινέτσα. Διαφορετικό από το αμερικάνικο Frances Ha και το γερμανικό Oh Boy, συνδυάζει ωραία φωτογραφία με υπέροχα καδραρίσματα και εξαιρετικό ήχο.
Πως βλέπει η Νικόλ τον κόσμο στον ύπνο της; Κοιμάται άραγε ή κοιμάται όρθια με τα μάτια ανοιχτά; Μείγμα ψυχεδελικής και σουρεαλιστικής «χαρτογράφησης», με προσεγμένη σημειολογία παρουσιάζει ένα πάντρεμα του παράδοξου με το φυσικό. Χτίζει σιγά σιγά την δική της ξεχωριστή ατμόσφαιρα και μας ρουφά μέσα της.
Η ταινία δείχνει πολλά αποφεύγοντας κοινότυπες διαδικασίες, δίνοντας απλόχερα χώρο στην έμπνευση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκηνή που πετάνε το τεράστιο λούτρινο αρκουδάκι για να δείξει ότι μια έγκυος γυναίκα έχασε το παιδί που κουβαλούσε. Καταστάσεις σουρεαλιστικές που ανταποκρίνονται περισσότερο σε όνειρο ξετυλίγονται με χιούμορ μπροστά στα μάτια του ανυποψίαστου θεατή δίνοντας μια ευχάριστη νότα. Την άλλη ευχάριστη νότα την δίνουν οι ελεύθεροι μουσικοί αυτοσχεδιασμοί του συγκροτήματος του αδερφού της Νικόλ. Τρελοί γείτονες, το αμάξι με τους περίεργους ήχους που μοιάζει σαν να εισέβαλαν οι Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου στο έργο και φυσικά το μικρό αγόρι με τη νοοτροπία και τη φωνή ενός ενήλικα, είναι ευχάριστα γεμίσματα που κάνουν το φιλμ ακόμα πιο ξεχωριστό. Το κομμάτι της νεανικής αφέλειας και της σχέσης των δυο κοριτσιών, της πρωταγωνίστριας και της κολλητής της κάνει το Fort Tilden που παιζόταν σήμερα με αντίστοιχη θεματολογία να μοιάζει ακόμα πιο μικρό στα μάτια μας. Μια ευχάριστη έκπληξη από το φετινό φεστιβάλ.
Αν η ταινία πάρει διανομή θέτει αυτόματα σοβαρή υποψηφιότητα για θέση στην αγαπημένη μου φετινή δεκάδα.
Gimli
It Follows / Σου ‘ρχεται
(Σκηνοθεσία: Ντέβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ / 107′ / ΗΠΑ)
Κάθε γενιά έχει τους δικούς της urban legends. Παλιότερα οι έφηβοι έλεγαν μεταξύ τους ιστορίες για μπανιέρες με πάγο και νεφρά που λείπουν, επιγραφές «καλωσόρισες στον κόσμο του aids» στον καθρέφτη, φυσικά δεν απαγγέλλουν ποτέ τη Βίβλο σε καθρέφτη με κεριά και δεν βλέπουν ποτέ νύχτα την βιντεοκασέτα του the Ring (ιδίως του αυθεντικού Γιαπωνέζικου). Διασκέδαζαν τότε με ταινίες όπως το Scream ή το Blair Witch Project. Ο μύθος που πλάθει έξυπνα το It Follows είναι ότι πρέπει για μετάδοση από στόμα σε στόμα και είναι βγαλμένος από τα one night stand -επίσης ότι πρέπει για κουτσομπολιά.
Σύμφωνα με την ταινία υπάρχει μια κατάρα που όποιος την έχει τον κυνηγά το «κακό» να τον σκοτώσει και μεταδίδεται με το σεξ (κι όχι με το άγγιγμα όπως στο Fallen). Το κακό προσωποποιείται σε μορφή κάποιου -γνωστού τον ή άγνωστου- που προχωρά αργά προς το θύμα και αν τον φτάσει βρίσκει άσχημο θάνατο. Η προσωρινή λύση να ξεφύγει κάποιος είναι να τρέξει, μιας που το κακό θυμίζοντας ζόμπι προχωρά πιο αργά κι από την άδικη κατάρα και φαίνεται να είναι άφθαρτο σαν τον Terminator. Η άλλη λύση είναι να κάνει σεξ με κάποιον άλλο και να του το μεταδώσει σπάζοντας την αλυσίδα μεταβιβάζοντας τα βάσανα και την αϋπνία σε κάποιον άλλο κακομοίρη. Προσοχή όμως διότι αν ο επόμενος δε τα καταφέρει το κακό επιστρέφει στον προηγούμενο.
Η έξυπνη ιδέα του σεναρίου δίνει έναυσμα και για μπόλικη συνέχεια και αν πάει καλά δεν αποκλείεται να δούμε να γίνεται σειρά ή να αποκτήσει συνέχειες μέχρι και νούμερα 7 ή 8, όπως έγιναν σε κλασικές ταινίες τρόμου, όπως του Jason (Παρασκευή και 13) ή στον Εφιάλτη στο Δρόμο με τις Λεύκες. Στοιχεία από το τελευταίο έχει σίγουρα δανειστεί το It Follows, ξεχνώντας να πάρει λίγο και από την εφευρετικότητα και το χιούμορ του. Η ιδέα μπόρεσε να υλοποιηθεί με σχετικά χαμηλό budget, που στέρησε λίγο από ατμόσφαιρα. Βλέπεται πάντως σχετικά ευχάριστα από τους λάτρεις του είδους.
Gimli
Brewster McCloud/ Το Αγόρι που ήθελε να Πετάξει
(1970, Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Όλτμαν / 105′ / ΗΠΑ)
Είναι η ιστορία ενός νεαρού που θέλει να πετάξει φτιάχνοντας τα δικά του φτερά, ενός σκληροτράχηλου ντετέκτιβ και μιας ψηλής γυναίκας που μπορεί να είναι η στραγγαλίστρια δολοφόνος που δρα στην πόλη. Ο νεαρός κατασκευάζει τα φτερά του στο Αστροδρόμιο του Χιούστον, ο ντετέκτιβ ερευνά τις υποθέσεις των φόνων και η μυστηριώδης γυναίκα εμφανίζεται ξαφνικά για να βοηθήσει τον νεαρό. Πρόκειται για μια από τις ταινίες του Όλτμαν με φυγόκεντρο πλοκή, γεμάτη πολιτικούς υπαινιγμούς, αστεία, διπλές λήψεις και γενικώς ότι μπορεί να απομακρυνθεί από την κλασσική πλοκή μιας ταινίας. Ο ειδικός των πτηνών διαβάζει πράγματα για τα πουλιά που αντικατοπτρίζονται στην συμπεριφορά των ανθρώπων, το ραδιόφωνο μας ενημερώνει συνεχώς για τις δολοφονίες από στραγγαλισμό. Ο σκηνοθέτης προσθέτει δράση τόσο στο παρασκήνιο όσο και στο προσκήνιο κάνοντας με αυτό τον τρόπο τις σκηνές να παραπέμπουν η μία στην άλλη χωρίς να σχετίζονται. Η ταινία έχει όλα τα σημάδια μιας ταινίας του Όλτμαν: σατιρικό χιούμορ, μεγάλη διανομή ηθοποιών και επικαλυπτόμενους διαλόγους. Αλλά αυτό κυρίως που μας εντυπωσιάζει είναι η απόλυτη ελευθερία του σκηνοθέτη που ανατρέπει όσα θα περιμένει κανείς. Τίποτα δεν είναι πιο αληθινό από το τέλος, που σώζεται από την τραγωδία χάρη στην απρόσμενη άφιξη ενός τσίρκου. Ακόμα και οι περίεργες πινελιές, όπως το γεγονός ότι τα πουλιά κουτσουλάνε όποιον δεν συμπαθεί ο Μπρούστερ, προκαλούν το γέλιο αλλά και την σκέψη του καθενός μας.
Antoine Doinel
Possession / Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη
(1981, Σκηνοθεσία: Αντρέι Ζουλάφσκι / 123′ / Γαλλία-Δ.Γερμανία)
H ταινία ξεκινάει με την Άννα να λέει στον Μάρκ ότι πρέπει να τον εγκαταλείψει, για λόγους τους οποίους ούτε η ίδια δεν καταλαβαίνει. H Άννα γίνεται ανισόρροπη, φεύγει κρυφά από το σπίτι για να να συναντήσει τον εραστή της ενώ ο Μάρκ περιορίζεται στο να ψελλίζει στο τηλέφωνο και να κουλουριάζεται σαν έμβρυο στο κρεβάτι. Πολύ σύντομα η βία παίρνει το πάνω χέρι ανάμεσα στους συζύγους όπως και ο αυτοτραυματισμός. Ο Ζουλάφσκι μας παρουσίαζει το τέλος του γάμου σαν μετωπική σύγκρουση δύο αυτοκινήτων. πλάνο που χρησιμοποιεί σε μια σκηνή καυγά μεταξύ του ζευγαριού για να δώσει έμφαση στην σύγκρουση του ζευγαριού. Όταν η ταινία μπαίνει στην δεύτερη και πιο βίαιη πράξη της ανακαλύπτουμε την φύση του εραστή της Άννας: ένα ανθρωπόμορφο τέρας που ζει σε ένα ερειπωμένο διαμέρισμα και περιμένει την Άννα για να το ταΐσει και να ζευγαρώσει μαζί του. Ο σκηνοθέτης εικονοποιεί, κυριολεκτικά, τον μύθο της Ωραίας και του Τέρατος και φέρνει τον Μάρκ αντιμέτωπο με τον απόλυτο ψυχολογικό τραυματισμό για έναν άντρα που βλέπει την γυναίκα του να κάνει έρωτα με το τέρας.
Ο Ζουλάφσκι και ο σεναριογράφος του Φρεντερίκ Τουτέν μας δίνουν μια οξεία απεικόνιση της ζήλιας και της οργής του άντρα και μας δείχνουν ταυτόχρονα τους κίνδυνους της προσωπικής ελευθερίας όταν φτάνει στα όρια της. Ο σκηνοθέτης επιλέγει την χρήση ευρυγώνιου φακού που δίνει ένα τέτοιο βάθος πεδίου που καθιστά παράξενα συμπιεσμένο κάθε εσωτερικό χώρο και, ταυτόχρονα, δίνει μια ευάερη αλλά και δυσοίωνη χροιά στους εξωτερικούς χώρους με το Τείχος του Βερολίνου να δεσπόζει στα πλάνα. Η εξαιρετική του σκηνοθεσία φαίνεται και στα πλάνα που υπογραμμίζουν την απόσταση μεταξύ του ζευγαριού, με τον καθένα να δεσπόζει στο δικό του μισό του πλάνου. Ο Ζουλάφσκι πίσω από την φαινομενική αγριότητα των ταινιών του παραμένει ένας βαθιά ρομαντικός δημιουργός, δεσμευμένος με τα μυστικά της ανθρώπινης ψυχής. Ένας παθιασμένος εξερευνητής των αυτοκαταστροφικών στοιχείων που κρύβει ο καθένας μας μέσα του. Δεν θα μπορέσουμε να μην αναφερθούμε στην εξαιρετική ερμηνεία της Ατζανί που μας παρασέρνει μαζί της στην ψυχολογική της αναταραχή, οδηγώντας μας έτσι στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.
Antoine Doinel
Fort Tilden / Οχυρό Τίλντεν
(Σκηνοθεσία: Σάρα-Βάιολετ Μπλις – Τσάρλς Ρότζερς / 97′ / ΗΠΑ)
Δυο τριαντάρες χωρίς ψυχή, νομίζοντας ότι είναι ακόμα δεκαοκτώ χρονών (το πολύ) προσπαθούν να φτάσουν στην παραλία του Fort Tilden για να συναντήσουν δυο νεαρούς που γνώρισαν. Συνδυάζοντας χιούμορ και θέλοντας να προκαλέσει καταντά κουραστικό σοβινιστικό ψυχόδραμα που κατακρίνει συμπεριφορές και στάσεις ζωής. Μας θυμίζει κάτι που δε θέλουμε να σκεπτόμαστε, ότι τέτοιοι άνθρωποι κυκλοφορούν ελεύθεροι εκεί έξω, ιδίως στις ΗΠΑ. Μας θυμίζει επίσης την εκνευριστική εγωπάθεια ορισμένων ανθρώπων και τους λόγους που επιλέγουμε να μη τους μιλάμε. Αν ήταν περισσότερο κωμικό η απέλπιδες «περιπέτειες» των δυο γυναικών να φτάσουν στην πλαζ θα μπορούσαν να αποτελούν την θηλυκή έκδοση του Χάρολντ και Κουμάρ, με τη διαφορά ότι θα θέλει να την αποκηρύξει κάθε σύγχρονη σκεπτόμενη κοπέλα. Σεναριακά περιέχει καυστικά σχόλια και καταστάσεις που τελικά μένουν ανοιχτές γύρω από το θέμα της φιλίας. Ομοίως και το εσωτερικό ταξίδι ενηλικίωσης που υποτίθεται ότι συντελείται παράλληλα με το περιγραφόμενο. Ουσιαστικά ο κλονισμός της κοινωνικής συνείδησης και της αίσθησης ευθύνης μένει μετέωρος. Η ταινία κέρδισε το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ SXSW, παρόλα αυτά για το διαγωνιστικό τμήμα των Νυχτών Πρεμιέρας φαντάζει μάλλον αδύναμο -η τουλάχιστον θα έπρεπε.
Gimli
Que ta Joie Demeure / Η Χαρά των Ανθρώπινων Πόθων
(Σκηνοθεσία: Ντενί Κοτέ / 70′ / Καναδάς)
Την σκηνοθέτη την είδαμε πέρσι, με το Vic+Flo Saw a Bear, όπου η αρκούδα έλειπε. Φέτος μας έρχεται με μια νέα πειραματική «πλάκα» ή «φάρσα». Όπως ακούγεται συχνά στην ταινία και λειτουργεί έμμεσα ως δεύτερος τίτλος της, «η δουλειά δεν σκότωσε ποτέ κανέναν, αλλά γιατί να το ριψοκινδυνεύσουμε». Στην αρχή δίνει έναν σαφή υπαινιγμό με την εναρκτήρια απαγγελία για το πρώτο μέρος. Παρομοιάζει τον άντρα που προσπαθεί να δουλέψει πολύπλοκα μηχανήματα με το ξεκλείδωμα του εσωτερικού γυναικείου κόσμου (respect). Φυσικά, για να το δείξει αυτό αρχίζει το κρεσέντο των οργάνων των αυτοματοποιημένων μηχανών. Πόση ώρα μπορείτε να αντέξετε προτού βαρεθείτε; Όποιο όριο βάλατε νομίζω θα το φτάσει γιατί αυτό θέλει να σχολιάσει. Οι ίδιοι οι υπάλληλοι στους σύντομους διαλόγους εξηγούν πόσο δύσκολο τους είναι να χειρίζονται κάποια μονότονα μηχανήματα. Όσοι αντέξετε τα πρώτα βασανιστήρια ετοιμαστείτε να περάσουμε στα επόμενα, αυτά με τους φωτισμούς (οξυγονοκολλήσεις κοκ.). Σειρά παίρνουν τα γυναικεία πόστα για να περάσουμε τέλος στα μικτά σχήματα. Σκηνοθετικά δεν έχει κάποια αρετή και γρήγορα γίνεται πολύ κουραστικό. Λιγοστές κουβέντες σε αραιά διαστήματα (ίσα ίσα να ξυπνήσει ο καημένος ο κύριος μπροστά που κοιμόταν) μοιάζουν περισσότερο μικρά σκετσάκια των μη επαγγελματιών ηθοποιών. Παρά τα δραματοποιημένα αυτά σκετσάκια η ταινία δεν θα έπρεπε να κατατάσσεται σε άλλη κατηγορία πλην αυτής του μη ομιλούμενου ντοκιμαντέρ, που είναι επί το πλείστον. Δεν ξέρω αν μετά το τέλος της ταινίας το να νιώθεις ότι σχολάς από τη δουλειά θεωρείται επιτυχία.
Gimli