Νύχτες Πρεμιέρας: Ανασκόπηση Κυριακής (21/9/14)
Αφιερωμένη στις πρεμιέρες ήταν η Κυριακή, καθώς δεν είδαμε πολλές του διαγωνιστικού (μόνο το Fort Tilden προβλήθηκε σε επανάληψη), αλλά είχε πολλές πρεμιέρες, ανάμεσά τους το A Blast που προβλήθηκε σε πρεμιέρα μετά την πολύ καλή του πορεία στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο. Το ενδιαφέρον μας τράβηξε και η Άλλη Μποβαρί, ενώ τα πολυαναμενόμενα Θαύματα της Αλίτσα Ρορβάκερ χειροκροτήθηκαν στο τέλος της προβολής στο Ιντεάλ. Όσο για το Palo Alto; Οι εικόνες του είναι ωραίες, αλλά όχι κάτι το συγκλονιστικό.
A Blast / Η Έκρηξη
(Σκηνοθεσία: Σύλλας Τζουμέρκας / 83′ / Ελλάδα-Γερμανία-Ολλανδία)
Νευρώδη σκηνοθεσία, κοινωνικός προβληματισμός, χαρακτήρες στα άκρα: το σινεμά του Σύλλα Τζουμέρκα αρχίζει και διαμορφώνεται και έχει ενδιαφέρον. Η Μαρία είναι μια γυναίκα γύρω στα 30κάτι με τρία παιδιά, άνδρα ναυτικό και όνειρα που ματαιώνονται. Κάποια στιγμή θα αισθανθεί ότι πνίγεται και η αντίδρασή της θα είναι έντονη. Στην ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα δεν υπάρχουν πια μισόλογα για την κρίση: υπάρχουν απλήρωτοι λογαριασμοί, προσπάθειες συννενόησης με το δημόσιο (που απλά αποτυγχάνουν), χρέη… Υπάρχει και ένα πάθος που μετατρέπεται σε απογοήτευση, όταν η πρωταγωνίστρια πρέπει να αντιμετωπίσει τα οικογενειακά βάρη, έχοντας και τρία παιδιά που μεγαλώνει μόνη της. Και παρ’ όλο που στην αρχή μοιάζει άνισο (έως και ενοχλητικό) και παρ’ όλο που κάποιες από τις σεναριακές υπερβολές που υπήρχαν και στη Χώρα Προέλευσης δεν λείπουν (κυρίως όσον αφορά την οικογενειακή ζωή της ηρωίδας την μάνα καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι και την «ειδικών αναγκών και ειδικών δεξιοτήτων» -όπως λέει η ίδια- αδελφή), το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ πιο συγκροτημένο από εκείνο της προηγούμενης ταινίας του και πολύ πιο στοχευμένο. Η έξυπνη ιδέα της παράθεσης σκηνών από διάφορες στιγμές της ζωής της ηρωίδας απογειώνεται στο τέλος, σε ένα υπέροχα σκηνοθετημένο τελευταίο μισάωρο. Πολύ καλή η ερμηνεία της Αγγελικής Παπούλια.
Στην προβολή στον κινηματογράφο Δαναό βρισκόταν όλη η ομάδα του Σύλλα Τζουμέρκα, ο οποίος την παρουσίασε στο κοινό. Ανάμεσα στους παρευρισκόμενους ήταν ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, η Βαλέρια Χριστοδουλίδου, ο Σπύρος Μπιμπίλας και φυσικά το καστ της ταινίας: Αγγελική Παπούλια, Βασίλης Δογάνης, Μαρία Φιλίνη, Γιώργος Μπινιάρης.
Tyler
Palo Alto
(Σκηνοθεσία: Τζία Κόπολα / 100′ / ΗΠΑ)
Βασισμένο σε διηγήματα του Τζέιμς Φράνκο (ναι, του γνωστού Τζέιμς Φράνκο που από ότι φαίνεται κάνει ΚΑΙ αυτό) το Πάλο Άλτο είναι σκηνοθετημένο από την 27χρονη Τζία Κόπολλα, εγγονή του Φράνσις Φορντ Κόπολα και κόρη του Τζιάν Κάρλο. Ο Τζέιμς Φράνκο στα διηγήματά του θυμόταν τη δική του οργισμένη νιότη: αλκοόλ και ναρκωτικά, το να οδηγείς με ταχύτητα και μεθυσμένος, το να νιώθεις ότι δεν υπάρχει αύριο. Οι εικόνες της Κόπολα θυμίζουν εκείνες της θείας της Σοφία από το αυτόχειρες παρθένοι. Εκεί, όμως, που το κάθε νωχελικό πλάνο έδινε ουσία στην ψυχολογική κατάπτωση των χαρακτήρων, στο Palo Alto τα πλάνα αυτά μοιάζουν τόσο ανούσια όσο και ο ίδιος ο Φράνκο. Θέλουν να πουν πολλά, αλλά τελικά καταφέρνουν να πουν ελάχιστα, καθώς οι ήρωές τους περιφέρονται σε σπίτια με πισίνες, από καναπέ σε καναπέ και σε άδειους νυχτερινούς δρόμους, μην έχοντας και πολλά να πουν. Είναι όμορφοι, αλλά μάλλον αδιάφοροι. Όσο για τον Τζέιμς Φράνκο κρατά και ο ίδιος έναν ρόλο, εκείνον του νεαρού καθηγητή που πολιορκεί την πρωταγωνίστρια
.
Tyler
Le Meraviglie / Τα Θαύματα
(Σκηνοθεσία: Αλίτσε Ρορβάκερ / 110′ Ιταλία-Ελβετία-Γερμανία)
Σε ένα χωριό στην Umbria, είναι το τέλος του καλοκαιριού. H Τζελσομίνα ζει με τους γονείς της και τις τρεις νεότερες αδερφές της, σε ένα ερειπωμένο αγρόκτημα όπου παράγουν μέλι. Ο πατέρας τους τις κρατάει μακριά από τον κόσμο καθώς προβλέπει ότι το τέλος είναι κοντά και τάσσεται υπέρ μιας προνομιακής σχέσης με τη φύση, με αποτέλεσμα τα κορίτσια να μεγαλώνουν στο περιθώριο. Ωστόσο, οι αυστηροί κανόνες στους οποίους υπακούει όλη η οικογένεια θα υπονομευθούν από την άφιξη του Μάρτιν, ενός νεαρού κακοποιού που λαμβάνει μέρος ένα προγράμμα αποκατάστασης, και τα γυρίσματα του ριάλιτι σόου το «Χωριό των Θαυμάτων», ένα τηλεπαιχνίδι που λαμβάνει χώρα στην περιοχή. Υπάρχει μια πολύ δυνατή σκηνή στη ταινία όπου, ενώ η αδερφή της δέχεται τις πρώτες βοήθειες μετά από ένα ατύχημα στην φάρμα, η Τζελσομίνα ρωτάει όλα τα μέλη της οικογένειας αν αλλάξαν τον κουβά για την συλλογή του μελιού. Δείχνεται έτσι εξαιρετικά το αίσθημα ευθύνης και το βάρος που έχει φορτώσει στην νεαρή έφηβη ο αναρχικός αλλά αυταρχικός πατέρας. Το πρόβλημα της ταινίας είναι ότι δεν ξέρει ποια κατεύθυνση να ακολουθήσει: χρονικό μιας περιοχής, οικογενειακό δράμα, πολιτική κριτική ή κριτική των τηλεπαιχνιδιών που δίνουν ψεύτικες ελπίδες στον κόσμο;
Αυτή η σύγχυση του σεναρίου δεν οδηγεί την ταινία σε μια κορύφωση που θα της άξιζε. Οι χαρακτήρες είναι καλά σκιαγραφημένοι εκτός από αυτόν της Κοκό, που δεν μας εξηγεί ποτέ η σκηνοθέτης τι σχέση έχει με την οικογένεια. Με αναφορές από τους μεγάλους σκηνοθέτες του ιταλικού κινηματογράφου η Ρορβάκερ κατορθώνει να δημιουργήσει όμορφες εικόνες όπως η ύπαρξη της καμήλας στην μέση της φάρμας που θυμίζει πλάνο του Φελίνι και η σκηνή στην σπηλιά που γυρίζεται το τηλεπαιχνίδι που θυμίζει έντονα τις σκηνές του Παζολίνι στο Δεκαήμερο. Αντίθετα οι σκηνές με την συγκομιδή του μελιού και τα πλάνα στο πρόσωπο της Τζελσομίνα είναι γυρισμένες με ωραίο ρεαλιστικό τρόπο και δίνουν ένα γήινο ύφος στην ταινία. Το πέρασμα από τον τραχύ ρεαλισμό στην ονειρική φαντασία γίνεται με ένα μοναδικό τρόπο που δεν ξενίζει τον θεατή. Σε αυτό βοηθούν και όλοι οι ηθοποιοί που ερμηνεύουν πολύ καλά τους ρόλους του με προεξέχοντες τον Σαμ Λοούβικ που είναι εξαιρετικός στο ρόλο του ευερέθιστου και οργισμένου πατέρα και την Μαρία Αλεξάντρα Λούγκου στο ρόλο της Τζελσομίνα που δίνει μια ώριμη και μετρημένη ερμηνεία στο ρόλο της έφηβης που καταπιέζεται ανάμεσα στα όνειρα της και την αγάπη για την οικογένεια. Παρά τις αδυναμίες του σεναρίου, είναι μια γλυκιά ταινία που μας δείχνει ότι ένας άλλος κόσμος είναι πιθανός.
Antoine Doinel
Mc Cabe and Mrs Miller/ Η Έντιμος Κυρία και ο Χαρτοπαίκτης
( Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Όλτμαν/ 120′ ΗΠΑ)
Ο Μακ Κείμπ είναι ένας χαρτοπαίκτης που βγάζει το ψωμί του στην Presbyterian Church, μια πόλη της άγριας δύσης. Η κυρία Μίλλερ είναι μια αξιοσέβαστη πόρνη που προτείνει στον χαρτοπαίκτη μια συνεργασία για να ανοίξουν ένα πορνείο. Η επιχείρηση δουλεύει πολύ καλά και μια εταιρεία εξόρυξης προτείνει στον Μακ Κέιμπ να αγοράσει την ιδιοκτησία. Η άρνηση του ξεροκέφαλου χαρτοπαίκτη θα πυροδοτήσει μια σειρά εξελίξεων. Λίγες ταινίες έχουν μια τέτοια συντριπτική αίσθηση της τοποθεσίας . Η Presbyterian Church είναι μια πόλη φτιαγμένη από ακατέργαστη ξυλεία , λαξευμένη από τα δάση που απειλούν να την διεκδικήσουν πίσω . Η γη είναι είτε λάσπη ή κατεψυγμένος πάγος. Οι μέρες είναι μικρές και υπάρχει λίγο φως στο εσωτερικό, αρκετό όσο χρειάζεται για να λάμψει ένα χρυσό δόντι ή ένα δάκρυ. Αυτό δεν είναι το είδος της ταινίας όπου μας παρουσιάζονται οι χαρακτήρες. Είναι όλοι ήδη εδώ και ξέρουν τα πάντα ο ένας για τον άλλο. Η σκηνοθεσία του Όλτμαν χαίρει της ελευθερίας που του δίνει η ευρεία οθόνη του συστήματος Panavision. Πνίγει τους χαρακτήρες του μέσα στην φύση, τα κάδρα του αποπνέουν το κρύο, την υγρασία, το σκοτάδι. Γεμάτα από χιόνι,μας δείχνουν πόσο φτηνή είναι η ζωή στην άγρια δύση.
Το χιόνι πέφτει σταθερά σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων σκηνών που κλείνουν την ταινία. Δεν υπάρχει μουσική υπόκρουση. Ο Μακ Κέιμπ παρακολουθείται σε όλη την πόλη από τρεις πληρώμενους δολοφόνους. Το χιόνι πέφτει πυκνό και ο άνεμος που το φέρνει μοιάζει με ανήκουστη μουσική. Σε μερικές ταινίες ο ήρωας σκοτώνεται, και στη συνέχεια, υπάρχει ένα πλάνο της γυναίκας του που είναι λυπημένη. Εδώ βλέπουμε την κυρία να δείχνει λυπημένη πριν ακόμα ο χαρτοπαίκτης συναντήσει την μοίρα του. Η κυρία καπνίζει όπιο σε ένα κακόφημο στέκι στην Τσάιναταουν της Presbyterian Church. Η προσοχή της εστιάζεται σε αρκετά χρώματα και επιφάνειες. που δημιουργούνται από την χρήση του οπίου. Αυτή η πόλη και η χώρα είναι τόσο νεκρές για εκείνη που προτιμάει να σταματήσει να σκέφτεται. Οι εξαιρετικές ερμηνείες του Γουόρεν Μπίτι και της Τζούλι Κρίστι συμβάλλουν στην προσπάθεια του σκηνοθέτη να αποδομήσει τον μύθο της Άγριας Δύσης.
Antoine Doinel
Three women/ Τρεις γυναίκες
(Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Όλτμαν/124′ ΗΠΑ)
Τρεις γυναίκες ζουν σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων στην έρημο της Καλιφόρνια. Η Μίλι εργάζεται ως θεραπεύτρια σε κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων, η Πίνκυ βρίσκει δουλειά στην περιοχή και γίνεται η συγκάτοικος της και η Βίλι είναι η έγκυος σύζυγος του ιδιοκτήτη του κτιρίου που ζωγραφίζει θεϊκά πλάσματα στον πάτο της πισίνας. Ο σκηνοθέτης μας παρουσιάζει τρεις διαφορετικές εικόνες της γυναίκας: η Βίλι είναι η μητέρα, μια γήινη θεά που περιφέρεται στον δικό της κόσμο πέρα από την έρημο έχοντας ως εφόδιο την θλιβερή γνώση. Η Μίλι είναι μια εύθυμη καταναλώτρια που διαβάζει περιοδικά μόδας, προγραμματίζει τα γεύματα της, μοιράζει μανιωδώς συνταγές και συντονίζει την γκαρνταρόμπα της με συνδυασμούς λευκού και κίτρινου. Τέλος, η Πίνκι είναι η γυναίκα παιδί που κάνει φυσαλίδες στο αναψυκτικό της με το καλαμάκι, κοροϊδεύει το περπάτημα των γέρων στο κέντρο φροντίδας, κάνει γκριμάτσες και λέει με αυθορμητισμό στην Μίλι ότι είναι το πιο τέλειο άτομο που γνώρισε ποτέ. Η ταινία του Όλτμαν είναι μια ταινία για την ταυτότητα και την αναζήτηση της, αποτελώντας έτσι ένα έμμεσο φόρο τιμής στην Περσόνα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.
Το νερό, βασικό συστατικό του ανθρώπινου σώματος, είναι παρόν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Ο σκηνοθέτης εξηγεί ότι το πρώτο πλάνο της ταινίας απεικονίζει το αμνιακό υγρό που περιβάλλει το έμβρυο. Το δεύτερο πλάνο δείχνει τους ηλικιωμένους που κατεβαίνουν σιγά-σιγά μέσα στην πισίνα άσκησης,επιστρέφοντας στο νερό απ ‘όπου ξεκίνησαν τη ζωή τους. Μια κυματοειδής γραμμή που διασχίζει κατά μήκος την οθόνη από καιρό σε καιρό μπορεί να είναι ένας ομφάλιος λώρος. Οι απαίσιες εικόνες της Βίλι βρίσκονται στο κάτω μέρος της πισίνας, και σε μια κρίσιμη καμπή η Πίνκι πηδά στην πισίνα από το μπαλκόνι, χάνει τις αισθήσεις της και μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Ο σκηνοθέτης δημιουργεί μερικά καταπληκτικά κοντινά πλάνα των γυναικών και διπλά κάδρα όπου το ένα πρόσωπο φαίνεται καθαρά και το άλλο είναι είτε θολό ή στο παρασκήνιο κοιτάζοντας το άλλο πρόσωπο. Επικεντρώνεται πάνω στις ηθοποιούς του για να μας δείξει την σύγχυση τους. Η Σίσι Σπέισεκ δίνει στον χαρακτήρα της μια τρυφερή αθωότητα στο πρώτο μέρος της ταινίας ενώ στο δεύτερο μέρος είναι πιο απελευθερωμένη και συγκρουσιακή με την Μίλι. Η Σέλεϊ Ντιβάλ είναι απολαυστική στο ρόλο της φλύαρης εγωίστριας που γίνεται πιο ανθρώπινη στο τέλος της ταινίας . Η ταινία δεν είναι μία από τις πιο προσιτές ταινίες του Όλτμαν αλλά είναι σίγουρα μια από τις πιο ευφάνταστες του για τον τρόπο με τον οποίο εξερευνά το θέμα της ταυτότητας, δείχνοντας πώς οι γυναίκες προσπαθούν να δημιουργήσουν άλλη εικόνα για τον εαυτό τους.
Antoine Doinel
Gemma Bovary / H Άλλη Μποβαρί
(Σκηνοθεσία: Αν Φοντέν /99′ / Γαλλία)
Από τις καλές ταινίες της ημέρας. Μια «άλλη» νιόπαντρη Μποβαρί μετακομίζει απέναντι από έναν μεσήλικα φούρναρη. Η συνονόματη όμως αποδεικνύεται ότι δεν έχει μόνο το όνομα αλλά και τη χάρη. Δεν χρειάζεται να έχει διαβάσει κανείς το κλασικό μυθιστόρημα για να καταλάβει την υπόθεση, μιας και με τα διαρκή αφηγηματικά voice over του κεντρικού ήρωα – φούρναρη, τα εξηγεί αναλυτικά. Αυτή η εξήγηση δυστυχώς δίνεται στα γεγονότα και τις καταστάσεις, αλλά όχι τόσο στα συναισθήματα που προβάλλονται στο φακό. Η φινέτσα που διατηρεί το ενδιαφέρον -εκτός των γνωστών ηθοποιών- είναι οι κωμικές πινελιές, που έρχονται κυρίως από τον φούρναρη παρατηρητή των δρώμενων. Συνδυάζει το ρομάντζο με καυστικό χιούμορ και όμορφα πλάνα με αισθησιακές λήψεις, συνοδευόμενα όλα αυτά με ωραία μουσική. Ξέρουν από αυτά οι Γάλλοι και προσθέτοντας και ένα καλό κρασί διαφημίζουν τον τόπο τους και η αμπελοφιλοσοφία παίρνει εύκολα μπροστά. Δεν είχε κάτι καινοτόμο ή άλλο αξιοσημείωτο στην κατά τα άλλα καλή αυτή πρόταση.
Gimli
Fort Tilden / Οχυρό Τίλντεν
(Σκηνοθεσία: Σάρα-Βάιολετ Μπλις – Τσάρλς Ρότζερς / 97′ / ΗΠΑ)
Δυο τριαντάρες χωρίς ψυχή, νομίζοντας ότι είναι ακόμα δεκαοκτώ χρονών (το πολύ) προσπαθούν να φτάσουν στην παραλία του Fort Tilden για να συναντήσουν δυο νεαρούς που γνώρισαν. Συνδυάζοντας χιούμορ και θέλοντας να προκαλέσει καταντά κουραστικό σοβινιστικό ψυχόδραμα που κατακρίνει συμπεριφορές και στάσεις ζωής. Μας θυμίζει κάτι που δε θέλουμε να σκεπτόμαστε, ότι τέτοιοι άνθρωποι κυκλοφορούν ελεύθεροι εκεί έξω, ιδίως στις ΗΠΑ. Μας θυμίζει επίσης την εκνευριστική εγωπάθεια ορισμένων ανθρώπων και τους λόγους που επιλέγουμε να μη τους μιλάμε. Αν ήταν περισσότερο κωμικό η απέλπιδες «περιπέτειες» των δυο γυναικών να φτάσουν στην πλαζ θα μπορούσαν να αποτελούν την θηλυκή έκδοση του Χάρολντ και Κουμάρ, με τη διαφορά ότι θα θέλει να την αποκηρύξει κάθε σύγχρονη σκεπτόμενη κοπέλα. Σεναριακά περιέχει καυστικά σχόλια και καταστάσεις που τελικά μένουν ανοιχτές γύρω από το θέμα της φιλίας. Ομοίως και το εσωτερικό ταξίδι ενηλικίωσης που υποτίθεται ότι συντελείται παράλληλα με το περιγραφόμενο. Ουσιαστικά ο κλονισμός της κοινωνικής συνείδησης και της αίσθησης ευθύνης μένει μετέωρος. Η ταινία κέρδισε το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ SXSW, παρόλα αυτά για το διαγωνιστικό τμήμα των Νυχτών Πρεμιέρας φαντάζει μάλλον αδύναμο -η τουλάχιστον θα έπρεπε.
Gimli
Que ta Joie Demeure / Η Χαρά των Ανθρώπινων Πόθων
(Σκηνοθεσία: Ντενί Κοτέ / 70′ / Καναδάς)
Την σκηνοθέτη την είδαμε πέρσι, με το Vic+Flo Saw a Bear, όπου η αρκούδα έλειπε. Φέτος μας έρχεται με μια νέα πειραματική «πλάκα» ή «φάρσα». Όπως ακούγεται συχνά στην ταινία και λειτουργεί έμμεσα ως δεύτερος τίτλος της, «η δουλειά δεν σκότωσε ποτέ κανέναν, αλλά γιατί να το ριψοκινδυνεύσουμε». Στην αρχή δίνει έναν σαφή υπαινιγμό με την εναρκτήρια απαγγελία για το πρώτο μέρος. Παρομοιάζει τον άντρα που προσπαθεί να δουλέψει πολύπλοκα μηχανήματα με το ξεκλείδωμα του εσωτερικού γυναικείου κόσμου (respect). Φυσικά, για να το δείξει αυτό αρχίζει το κρεσέντο των οργάνων των αυτοματοποιημένων μηχανών. Πόση ώρα μπορείτε να αντέξετε προτού βαρεθείτε; Όποιο όριο βάλατε νομίζω θα το φτάσει γιατί αυτό θέλει να σχολιάσει. Οι ίδιοι οι υπάλληλοι στους σύντομους διαλόγους εξηγούν πόσο δύσκολο τους είναι να χειρίζονται κάποια μονότονα μηχανήματα. Όσοι αντέξετε τα πρώτα βασανιστήρια ετοιμαστείτε να περάσουμε στα επόμενα, αυτά με τους φωτισμούς (οξυγονοκολλήσεις κοκ.). Σειρά παίρνουν τα γυναικεία πόστα για να περάσουμε τέλος στα μικτά σχήματα. Σκηνοθετικά δεν έχει κάποια αρετή και γρήγορα γίνεται πολύ κουραστικό. Λιγοστές κουβέντες σε αραιά διαστήματα (ίσα ίσα να ξυπνήσει ο καημένος ο κύριος μπροστά που κοιμόταν) μοιάζουν περισσότερο μικρά σκετσάκια των μη επαγγελματιών ηθοποιών. Παρά τα δραματοποιημένα αυτά σκετσάκια η ταινία δεν θα έπρεπε να κατατάσσεται σε άλλη κατηγορία πλην αυτής του μη ομιλούμενου ντοκιμαντέρ, που είναι επί το πλείστον. Δεν ξέρω αν μετά το τέλος της ταινίας το να νιώθεις ότι σχολάς από τη δουλειά θεωρείται επιτυχία.
Gimli