Νύχτες Πρεμιέρας: Ανασκόπηση Πέμπτης (25/9/14)
Με δυο δυνατές συμμετοχές έκλεισε το διαγωνιστικό τμήμα στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας. Το Σήμερα Θέλω να Γυρίσω Μόνος, μια μικρού μήκους από την Βραζιλία που τελικά έγινε ολόκληρη ταινία, είναι μια ταινία με πολλές αρετές με πολλά κοινά με την Προσευχή του Θανάση Νεοφώτιστου που κέρδισε τον Χρυσό Διόνυσο στο φετινό φεστιβάλ Δράμας προ ολίγων ημερών. Από την άλλη το Blind από την Νορβηγία απέδειξε ότι έχει πολλά κρυμμένα χαρτιά, εκτός της καταπληκτικής φωτογραφίας του Θύμιου Μπακατάκη. Από την άλλη είχαμε και δυο ενδιαφέρουσες προτάσεις του μουσικού διαγωνιστικού τμήματος, το Finding Fela! και το the Past is a Grotesque Animal. Φυσικά, η σημερινή βραδιά είχε την πρώτη διαθέσιμη για το κοινό προβολή του Xenia του Πάνου Κούτρα επί ελληνικού εδάφους, το τρυφερό What If με τον -Χάρι Πότερ- Ράτκλιφ, το αμφιλεγόμενο Welcome to New York, τον Σχιζοφρενή Δολοφόνο με το Πριόνι και την πρεμιέρα-έκπληξη του the Rover.
Hoje Eu Quero Voltar Sozinho / Σήμερα Θέλω να Γυρίσω Μόνος
(Σκηνοθεσία: Ντανιέλ Ριμπέιρο / 95′ / Βραζιλία)
Ο κεντρικός ήρωας είναι ένα τυφλό παιδί που έχει προβλήματα στο σχολείο από συμμαθητές του που τον παρενοχλούν. Η μοναδική του φίλη είναι μια κοπέλα που φαίνεται να τρέφει περισσότερα συναισθήματα για αυτόν. Ο κόσμος του θα έρθει πάνω κάτω όταν έρθει ένας νέος μαθητής στην τάξη του με τον οποίο γίνονται από την αρχή αχώριστοι σε μια σχέση που σιγά σιγά δυναμώνει σε κάτι διαφορετικό. Η γλυκιά αυτή αισθηματική εφηβική ταινία είναι πολύπλευρη με πολλά επίπεδα ανάλυσης. Η έλλειψη της όρασης δίνει φτερά στην καρδιά και επιτρέπει στον έρωτα να δει απευθείας στην ψυχή απελευθερωμένος από κοινωνικούς περιορισμούς. Διαθέτει ποικιλία θεμάτων (άτομα με ειδικές ανάγκες, εφηβικούς προβληματισμούς, bulling, σεξουαλική αφύπνιση, ρατσισμό, φιλία, έρωτα, δικαίωμα στη ζωή) που τα επεξεργάζεται και τα παρουσιάζει απλά αλλά ολοκληρωμένα. Έχει υπέροχη φωτογραφία και σκηνοθεσία παρουσιάζοντας ένα θέμα ταμπού αλλά προβάλλοντας το με φυσικότητα και σεβασμό, χωρίς να επιδιώκει την εύκολη λύση του να προκαλέσει. Σε ορισμένες σκηνές (για παράδειγμα στις ντουζιέρες) με υπάρχει ένας αισθησιασμός που είναι αντιληπτός από όλους -ακόμα και από εμάς τα μη γκέι άτομα- χωρίς σε κανένα πλάνο να γίνεται χυδαίος ή φτηνός. Τα καλύτερα για το τέλος φύλαγε το φεστιβάλ. Μια δυνατή υποψηφιότητα, νομίζω αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη πρόταση του φετινού διαγωνιστικού.
Gimli
Blind / Στο Σκοτάδι
(Σκηνοθεσία: Εσκιλ Βογκτ / 96′ / Νορβηγία-Ολλανδία)
Μία τυφλή γυναίκα ζει κλεισμένη στο διαμέρισμά της στη Νορβηγία. Ο σύζυγός της προσπαθεί να την πείσει να βγει έξω, αλλά εκείνη δεν θέλει. Μένει στο σπίτι με τις παράξενες σκέψεις της, ενώ η σχέση της με τον σύζυγό της χειροτερεύουν συνεχώς. Το Blind, φωτογραφημένο από τον Θύμιο Μπακατάκη, αποτελεί ένα αφηγηματικό παιχνίδι, ένα αριστοτεχνικό παζλ για τη μοναξιά, τον έρωτα, το σεξ, την αποξένωση, την προσπάθεια να ορθοποδήσεις. Η ηχητική μπάντα δίνει σημασία και στις μικρότερες λεπτομέρειες (στον δυνατό ήχο από ένα ανοιχτό παράθυρο που γίνεται θαμπός μόλις το παράθυρο αυτό κλείσει), ενώ έξυπνα ο σκηνοθέτης φωτίζει τα πλάνα του και υπενθυμίζει ότι το σκοτάδι δεν είναι ο μόνος τρόπος για να δείξει κανείς την τύφλωση. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος με συμμετοχές σε μεγάλα Φεστιβάλ του εξωτερικού. Να σημειωθεί εδώ ότι δεν είναι τυχαία η αναφορά της ταινίας στις τρομοκρατικές επιθέσεις του Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ (είχε σκοτώσει σε δύο επιθέσεις δεκάδες άτομα). Για τη Νορβηγία το θέμα αποτελεί ακόμα μια ανοιχτή πληγή.
Τάιλερ
Όταν κάποιος είναι τυφλός βελτιώνει τις υπόλοιπες αισθήσεις του, όπως την ακοή. Αυτό ισχύει περίτρανα στην συγκεκριμένη ταινία που έχει κάνει καταπληκτική δουλειά στον ήχο, με έμφαση στους μικρούς ήχους που έρχονται πιο μπροστά, όπως και την καθαρότητα αυτών που έρχονται από το γύρω περιβάλλον, εξωτερικούς χώρους, κίνηση, αυτοκίνητα. Έντονη προσωπικότητα η κεντρική πρωταγωνίστρια, με πρόσωπο που μαγνητίζει, μοιάζει περισσότερο με εξωγήινο ον ή κάποιο ξωτικό. Η παρουσία της δένει με μια εξίσου καλή ερμηνεία. Συγχαρητήρια στον Θύμιο Μπακατάκη για την φωτογραφία του, καθαρή και φωτεινή, με έμφαση στο λευκό, όπως και στο Περί Τυφλότητας, αντίθετα στο ρεύμα που θέλει την παρουσίαση του κόσμου των τυφλών με σκοτεινά και θολά πλάνα. Η ηρωίδα ως τυφλή συγγραφέας κάνει παρεμβάσεις στο σενάριο αλλάζοντας δεδομένα και καταστάσεις και αυτό ο σκηνοθέτης το αποτυπώνει πρωτότυπα. Έξυπνα τεχνάσματα εικόνας και σεναρίου διατηρούν το ενδιαφέρον, δίνοντας μια άλλη σουρεαλιστική δυναμική στην συγγραφική ικανότητα του κεντρικού χαρακτήρα. Οι δυο μου ενστάσεις είναι στην αργή ροή και στην έντονη χρήση βίντεο από πορνό στην αρχή, όχι από πουριτανισμό, αλλά διότι δεν προσθέτουν τίποτα, αντίθετα μοιάζουν αχρείαστες και μειώνουν το τελικό αποτέλεσμα.
Gimli
Xenia
(Σκηνοθεσία: Πάνος Χ.Κούτρας / 124′ / Ελλάδα-Βέλγιο-Γαλλία)
Ο Ντάνι (Κώστας Νικούλι) μένει στην Κρήτη. Μετά τον θάνατο της μητέρας του, αποφασίζει να πάει στην Αθήνα και να συναντήσει τον αδελφό του, τον Όντι –ο οποίος θέλει να τον φωνάζουν Οδυσσέα (Νίκος Γκέλια) για να μη θυμίζει την αλβανική του καταγωγή. Του λέει ότι ο βιολογικός τους πατέρας ζει στη Θεσσαλονίκη και τον πιέζει να ταξιδέψουν μέχρι εκεί για να τον βρουν και να του ζητήσουν χρήματα. Το ταξίδι τους θα γίνει μια μικρή Οδύσσεια, στη διάρκεια της οποίας οι δύο ήρωες καλούνται να αντιμετωπίσουν φαντασιώσεις, όνειρα και φόβους. Και μαζί τη σκληρή ελληνική πραγματικότητα: αυτή που θέλει τους φασίστες να επιτίθενται σε μετανάστες, αυτή που θέλει έναν μετανάστη χωρίς χαρτιά να είναι απελάσιμος ακόμα και αν έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, την Ελλάδα της βίας, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας. Αλλά και την Ελλάδα της διαφορετικότητας. Γιατί αν ο Κούτρας έχει κάτι που τον ξεχωρίζει σαν δημιουργό, αυτό είναι ο τρυφερός τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει τους ήρωές του –σαν σπάνιο είδος μιας εύθραυστης πεταλούδας. Εκεί που άλλοι προτάσσουν την αρρώστια, ο Κούτρας προτάσσει την αγάπη, ένα γλυφιτζούρι (που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την παιδικότητα και όχι με τρόπο προκλητικό), ένα κουνέλι και την… Πάτι Μπράβο.
>>Διαβάστε ολόκληρη την κριτική, εδώ
Τάιλερ
Finding Fela! / Ανακαλύπτοντας τον Φέλα Κούτι
(Σκηνοθεσία: Άλεξ Γκίμπνεϊ / 119′ / Ην.Βασίλειο-Γαλλία-Νιγηρία)
Με αφορμή την παράσταση του Μπρόντγουει, Finding Fela!, που σας στόχο είχε να ξαναζωντανέψει τον θρύλο του Φέλα Κούτι 12 χρόνια μετά τον θάνατο του, ο οσκαρικός Άλεξ Γκίμπνει εξιστορεί την ζωή του μουσικού από την Νιγηρία.. Η προσωπικότητα του Κούτι είναι πέρα από την μουσική του καριέρα καθώς υπήρξε μια αντικαθεστωτική προσωπικότητα σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, από τα τεράστια σε διάρκεια μουσικά κομμάτια του (περίπου 20 λεπτά και βάλε το καθένα), τον γάμο του με 27 γυναίκες , τη ίδρυση της ανεξάρτητης κοινότητας Καλακούτα, την σύγκρουση του με τον στρατό – που του στοίχισε τον θάνατο της μητέρας του, τον οποίο δεν ξεπέρασε ποτέ-, μέχρι και την διεκδίκηση του δικαιώματος του να καπνίζει ελεύθερος χόρτο. Βλέποντας το Finding Fela!, νιώθεις βομβαρδισμένος από τον όγκο της πληροφορίας, φυσικό επακόλουθο όταν παρακολουθείς ένα ντοκιμαντέρ μιας τόσο ταραχώδους προσωπικότητας, που τελικά εκείνο που τον σκότωσε ήταν το AIDS και η αδυναμία του να καταλάβει ότι «η σεξουαλική επαφή που είναι τόσο όμορφη μπορεί να σε οδηγήσει στον θάνατο».
Nemo
What If / Φίλοι ή Κάτι Παραπάνω;
(Σκηνοθεσία: Μάικλ Ντάουζ / 102′ / Ιρλανδία-Καναδάς)
Ο Γουάλας, Βρετανός με πληγωμένη καρδιά που ζει στο Τορόντο, γνωρίζει τη Σάντρι και η έλξη είναι φανερή από την αρχή. Εκείνη, όμως, έχει φίλο και έτσι ο Γουάλας θα αποφασίσει να καταπιέσει τα συναισθήματά του. Τελικά θα συμφωνήσουν να διατηρήσουν τη φιλία τους, αλλά το ερώτημα παραμένει: Μπορούν ένας άνδρας και μία γυναίκα να είναι φίλοι; Στα βήματα του Όταν ο Χάρι Γνώρισε τη Σάλι (από το οποίο ξεσηκώνει την κεντρική ιδέα, καθώς και αρκετά άλλα στοιχεία), το What If (που στην Αγγλία ονομαζόταν The F Word) είναι μία ρομαντική κομεντί που ανατρέπει, αλλά ταυτόχρονα αποθεώνει τους κανόνες του ταλαιπωρημένου είδους της ρομαντικής κομεντί. Υπάρχουν έξυπνες /αστείες ατάκες και σκηνές, ενώ οι καταστάσεις μοιάζουν πραγματικές και όχι ψεύτικες, το ίδιο και οι σχέσεις. Οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας κάνουν ό,τι μπορούν. Η προερχόμενη από το ανεξάρτητο σινεμά Ζόε Καζάν είναι χαριτωμένη, ενώ ο πασίγνωστος Ντάνιελ Ράντκλιφ (ναι, ο γνωστός Χάρι Πότερ) τα καταφέρνει καλούτσικα στον ρόλο του Γουάλας. Το πρόβλημα είναι ότι ενώ η ταινία παίζει με τους κανόνες της ρομαντικής κομεντί, στο τέλος τους αγκαλιάζει απροκάλυπτα. Σε σημείο που δεν θες να δεις άλλο φεγγαρόφωτο δίπλα στη θάλασσα ή άλλη σκηνή με τον ήρωα να αγναντεύει τη θέα από ψηλά φιλοσοφώντας για τη ζωή και για τον κόσμο. Πάντως, οι λάτρεις του είδους θα τη βρουν χαριτωμένη, ενώ οι υπόλοιποι μπορούν πάντα να αρχίσουν να χαζεύουν τον άλλο πρωταγωνιστή της ταινίας, το Τορόντο.
Τάιλερ
The Rover
(Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Μικόντ / 103′ / ΗΠΑ)
Μια καλλιτεχνική ματιά στο Mad Max, όπως την αποκάλεσαν, το the Rover είναι μια προσθήκη της τελευταίας στιγμής από το φεστιβάλ. Παρόλο που αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη, ήταν ίσως λίγο άδικο για το αξιόλογο φιλμ να είναι εκτός του επίσημου προγράμματος του φεστιβάλ, γεγονός που συντέλεσε αρκετά (μαζί με την μεταμεσονύκτια ώρα που προβλήθηκε σε ημέρα καθημερινή) στην μειωμένη προσέλευση κόσμου. Σε ένα postmodern περιβάλλον, μετά την παγκόσμια οικονομική κατάρρευση και την αξία της ανθρώπινης ζωής να είναι τόσο χαμηλά που να είναι ανάξια να μετριέται καν σε χρήματα, ένας άντρας θα κυνηγήσει τους ανθρώπους που του έκλεψαν το αυτοκίνητο του κρατώντας ως όμηρο τον αδερφό του ενός εξ’ αυτών. Το μεγάλο ατού της ταινίας είναι ότι έχει δυο γνωστούς ηθοποιούς σε ρόλους κόντρα σε οτιδήποτε μας έχουν συνηθίσει. Ο Γκάι Πιρς γερασμένος, αξύριστος και κουτσένοντας, ενσαρκώνει έναν άντρα που τα έχει χάσει όλα και το μόνο που του έχει μείνει είναι το αμάξι του. Από την άλλη την ευχάριστη έκπληξη στην ταινία αποτελεί η ερμηνεία του Ρόμπερτ Πάτινσον. Ο νεαρός αφήνει μίλια μακρυά του εφηβικούς ρόλους του ωραίου βρικόλακα Έντουαρτ του Twilight και πλάθει έναν χαρακτήρα ελαφρός αργόστροφο αλλά γεμάτο συναισθηματικά, με αγνότητα αλλά και μίσος, με ανάγκη για φιλία και επικοινωνία, την αίσθηση του να ανήκει κάπου. Δίπλα στον Γκάι Πιρς βρίσκει νόημα που έψαχνε. Σκληρή αλλά όχι μακρυά από την σημερινή αποξένωση, η ταινία είναι ένα ιδιόμορφο οδοιπορικό που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στην σημερινή κοινωνία. Στα αρνητικά ο ενοχλητικός ήχος-βουητό, κυρίως στην αρχή και κάποια μεγάλα κενά χωρίς ομιλία που γίνονται κουραστικά.
Gimli
Welcome to New York / Καλωσήρθες στη Νέα Υόρκη
(Σκηνοθεσία: Εϊμπελ Φεράρα / 125′ / ΗΠΑ)
H ταινία που οι Γάλλοι μίσησαν και ο guardian λάτρεψε. Είναι άραγε ο Ζεράρ Ντεπαρτιέ πολύ χοντρός για να ερμηνεύσει τον Στρος Καν; Και γιατί μουγκρίζει συνέχεια βαριά; H ιστορία γνωστή, τα ονόματα και ελάχιστες καταστάσεις αλλάζουν. Θέτονται όμως σοβαρά ηθικά διλήμματα. Είναι αυτό όμως έναυσμα για να γυρίσει κάποιος ένα ρεσιτάλ ακολασίας, που σε σημεία σχεδόν ταυτίζεται με ταινία πορνό; Όσο αφορά την επίμαχη αμφισβητούμενη σκηνή, όπου ακολουθείται πιστά η «αμερικάνικη» εκδοχή δεν προσφέρει τίποτα στην τέχνη. Φαίνεται εξαρχής ότι η προσέγγιση είναι περισσότερο στο να μοιάζει με δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, που και πάλι δυστυχώς εστιάζει στις λάθος λεπτομέρειες. Πέραν του να κερδίσει από την εκμετάλλευση ενός συμβάντος επικαιρότητας μπορούσε να επιδιώξει να αφήσει κάτι, μια σκηνοθετική άποψη, καλές ερμηνείες, ή πιο φιλόδοξα να επιχειρήσει ένα ψυχογράφημα του κεντρικού πρωταγωνιστή της. Σε όλα αυτά είναι κάτω του μετρίου, με έναν πεντάλεπτο μονόλογο του Ντεπαρτιέ στα γαλλικά να αποτελεί φωτεινή εξαίρεση. Πέραν αυτού, η ελάχιστη χρήση της μητρικής τους κυριολεκτικά δένει τη γλώσσα στους δυο πρωταγωνιστές (Ντεπαρτιέ, Ζακλίν Μπισέ) με τους διαλόγους των δυο συζύγων καταντά τουλάχιστον αστεία. Φαντάζει σαν δυο Έλληνες που προσπαθούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους στα γιαπωνέζικα κρατώντας λεξικά.Κι οι δυο τους παλεύουν να μιλήσουν αγγλικά, αποτυγχάνουν, απογοητεύονται και καταφεύγουν στα γαλλικά, μετά ξαναπαίρνουν θάρρος ξαναπροσπαθούν. Η σκηνή δεν τους βγαίνει με τίποτα. Είναι τόσο cult που αποτελεί γέννεση εποποιίας. Άσχημη σαν ταινία, άσχημη σαν ντοκιμαντέρ, άσχημη αποτύπωση της ιστορίας και άσχημες ως και αστείες ερμηνείες.
Gimli
The Past is a Grotesque Animal
(Σκηνοθεσία: Τζέισον Μίλερ / 77′ / ΗΠΑ)
Από τα πρώτα χρόνια των of Montreal μέχρι σήμερα, ο Τζεισον Μίλερ παρουσιάζει ένα ντοκιμαντέρ όχι τόσο για την ιστορία του συγκροτήματος αλλά περισσότερο ένα πορτραίτο του frontman και ιδρυτή τους, Κέβιν Μπαρνς. Ξεφεύγοντας από την απλή κατάθεση των γεγονότων θέτει τον Μπαρνς σε αφηγητή της ιστορίας συνοδευόμενος από δηλώσεις των υπόλοιπων μελών και της συζύγου του. Πως κατέληξαν στους of Montreal, πως πέρασαν από την καθαρά indie μπάντα σε συναυλίες – θεατρικά σόου – μερικές φορές ιδιαίτερα προκλητικά και υψηλού κόστους- και τι συνόδευε αυτή την επιτυχία σε διαπροσωπικό επίπεδο; Ο Μπαρνς έχοντας σαν στόχο την επιτυχία και την συνεχή εξέλιξη της τέχνης του δε δίστασε να θυσιάσει και να καταστρέψει σχέσεις με μέλη της μπάντας, που τον ακολουθούσαν για χρόνια, αλλά και την ίδια του την οικογένεια, την γυναίκα του και το παιδί του. Άλλες φορές μετανιωμένος και άλλες αποφασισμένος για τις επιλογές του και την συμπεριφορά του, ο Μπαρνς μοιάζει να είναι περισσότερο επαγγελματίας παρά ευαίσθητος δημιουργός. Ακόμα και αν δεν έχεις ξανακούσει για τους of Montreal, στο τέλος της προβολής θα σου μείνει μια περιέργεια να δεις βίντεο από τα live τους και ένας προβληματισμός για το πως το κυνήγι της δόξας μπορεί να διαφθείρει το μυαλό ενός καλλιτέχνη.
Nemo
Party Girl
(Σκηνοθεσία: Μαρί Αματσουκελί-Μπαρσάκ, Κλερ Μπεργκέρ, Σάμουελ Τεΐς/ 96′ / Γαλλία)
Η ιστορία μιας 60χρονης πόρνης, που αποφασίζει να αφήσει πίσω της τη ζωή αυτή, να παντρευτεί και να τακτοποιηθεί. Αληθινή ιστορία. Δύο είναι τα πλέον ενδιαφέροντα στοιχεία στην περίπτωση αυτή. Το ένα, ότι η πρωταγωνίστρια υποδύεται τον εαυτό της και γίνεται με αυτό τον τρόπο μέτοχος του παρελθόντος της. Το άλλο, ότι η σκηνοθεσία γίνεται από κοινού από τρία άτομα, πράγμα αρκετά σπάνιο για μη σπονδυλωτή ταινία. Το περίεργο είναι πως πραγματικά δεν φαίνεται κάποια διαφορά στον σκηνοθετικό τομέα. Μιας και ο στόχος ήταν να αποτυπωθεί απόλυτος ρεαλισμός, ίσως η σκηνοθετική συνεργασία να επέβαλε μεγαλύτερη αντικειμενικότητα, για την επίτευξη ενός κατά το δυνατό πιο «προσγειωμένου» και απρόσωπου αποτελέσματος, ώστε να καλυφθούν τυχόν ιδιαιτερότητες και να αποκτήσει το έργο μια σταθερή ροή. Το γεγονός αυτό το καθιστά ακόμα πιο αδιάφορο, μιας και όταν έχουμε να κάνουμε με τέτοιας μορφής ρεαλισμό, δεν υπάρχει κανένα είδος κλιμάκωσης, επομένως ο τόνος μένει διαρκώς χαμηλός και ουδέτερος, αδυνατώντας να συγκρατήσει το ενδιαφέρον μας.
Το ότι η πρωταγωνίστρια παίζει τον εαυτό της αποτελεί σίγουρα για την ίδια μια ιδιαίτερη και ενδεχομένως ωφέλιμη ως προς την αυτογνωσία της εμπειρία, μιας και καλείται να ξαναζήσει τη μετάβαση μεταξύ δύο διαφορετικών περιόδων της ζωής της. Εφόσον όμως, η ίδια δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, που να την κάνει ξεχωριστή και ενδιαφέρουσα ως κινηματογραφικό χαρακτήρα, η ταινία αυτή δεν φαίνεται ωφέλιμη προς την τέχνη του κινηματογράφου. Σε πολλές από τις ταινίες που παρουσιάστηκαν στις φετινές Νύχτες πρεμιέρας πρωτοστατεί ο ρεαλισμός. Στον ελληνικό κινηματογράφο ιδιαίτερα, οι περισσότερες σύγχρονες ταινίες είναι βαθιά εμποτισμένες με το στοιχείο του ρεαλισμού. Το πρόβλημα με αυτά τα έργα, είναι ότι παίρνουν αυτούσια την πραγματικότητα και την παρουσιάζουν ως κινηματογράφο. Ο ρεαλισμός δεν είναι παρά ένα κινηματογραφικό ύφος έκφρασης, το πάτημα πάνω στην πραγματικότητα και η αξιοποίηση αυτής για το στήσιμο και την ανάδειξη μιας θεματολογίας. Όταν δεν υφίσταται στιβαρή θεματολογία, ο ρεαλισμός από μόνος του δεν αρκεί, από τη στιγμή που δεν υπάρχει ταύτιση από την πλευρά του θεατή. Ο θεατής δεν περιμένει να δει στον κινηματογράφο την ίδια πραγματικότητα που και πάλι ως παρατηρητής βιώνει και έξω από αυτόν, αλλά καταστάσεις στις οποίες ο ίδιος θα δύναται να μετέχει πνευματικά. Ενδιαφέρον, συνεπώς, το πείραμα, αλλά αποτυχημένο ως καλλιτεχνική προσπάθεια, μιας και ούτε διαθέτει την αφηγηματική δύναμη ενός ντοκιμαντέρ, ούτε προσφέρει τη δυνατότητα της ταύτισης ως μυθοπλασία.
Verbal Kint