ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

20ΦΝΘ: Τελευταία Ημέρα προβολών

 Κάθε φορά που ένα Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης πλησιάζει στο τέλος του νιώθω πάντοτε το ίδιο συναίσθημα, ότι ήμουν στην πηγή και δεν ήπια μέχρι να ξεδιψάσω, ότι κάποιες ταινίες μου διέφυγαν, κάποιες που είχα σημειώσει να δω δεν τις πρόλαβα, ίσως υπήρχαν κι άλλες αξιόλογες που δεν κατάφερα να ανακαλύψω. Φυσικά, η κάλυψη δε μπορεί να γίνει για όλα, για αυτό και κάθε φεστιβάλ δεν είναι μόνο οι ταινίες του αλλά μια συνολική εμπειρία.  Κι αυτή η εμπειρία είναι κάθε χρόνο και καλύτερη, αφήνει υπέροχες αναμνήσεις και δίνει πάντοτε μια σιωπηλή υπόσχεση ανανέωσης του ραντεβού μας την επόμενη χρονία.

last honey hunter 002

Ο Τελευταίος Κυνηγός Μελιού (Last Honey Hunter) 

Υπέροχες εικόνες, ομορφιάς και ιλίγγου, σε κάνει πραγματικά να ιδρώνεις μόνο στη σκέψη ότι αυτός ο άνθρωπος σκαρφαλώνει τόση ώρα και τόσο ψηλά, σε αυτή την όχι και τόσο ασφαλή, λεπτούλα ανεμόσκαλα, για να συλλέξει με κίνδυνο της ζωής του το πολύτιμο μέλι. Υπάρχει παράλληλα και η ερμηνεία που έρχεται στο τέλος γιατί το συγκεκριμένο μέλι είναι τόσο ξεχωριστό και ποια η (τελικά) όχι και τόσο ωφέλημη ουσία που περιέχει. Υπάρχει και το οικολογικό μήνυμα ότι με τη μόλυνση του περιβάλλοντος τα μελίσσια κάθε χρόνο ανεβαίνουν όλο και πιο ψηλά, σαν να στερούν από τους υβριστές ανθρώπους το δώρο τους. Το ντοκιμαντέρ του National Geographic είναι ολοκληρωμένο ως έχει, παρά τη σύντομη διάρκεια του, αλλά το κομμάτι της ανάβασης είναι συγκριτικά πολύ λίγο σε σχέση με την υπόλοιπη ταινία, θα ήθελα να έβλεπα κι άλλες λήψεις κι άλλες αναβάσεις, ένιωσα ότι δε το χόρτασα. Το άλλο σημείο που προσωπικά με κούρασε, είναι η υποτονική μουσική που παίζει συνέχεια, κάτι που είδαμε και στο άλλο ντοκιμαντέρ του δικτύου, στο Jane (Τζέιν), όπου εκεί ο Philip Glass κάπως το κράτησε. Εδώ όμως γίνεται κουραστικό, όχι μόνο από την υπνωτιστική μονοτονία του, αλλά και από το ότι μας στερεί την ευκαιρία να απολαύσουμε το υπερ-soundtrack του μεγαλείου της φύσης, δηλαδή των φυσικών ήχων που μερικώς υποσκιάζονται.

Ο Καιρός των Μελισσών (The Time of the Bees)

Μαζί με τον Τελευταίο Κυνηγό Μελιού προβλήθηκε και αυτό το ντοκιμαντέρ, όπου δυο αδέρφια στην Ιταλία δοκιμάζουν διαφορετικές μεθόδους στα μελίσσια του για να ενισχύσουν την παραγωγή σε ποσότητα και ποιότητα και τη ζωή των μελισσών. Εδώ και αν η μουσική ήταν βαλμένη να στείλει για ύπνο τους θεατές! Το κακό είναι ότι δε βοήθησε και η ανάπτυξη του θέματος, όπου οι μέθοδοι τους δεν εξηγούνται αναλυτικά για να καταλάβει ο απλός θεατής, ίσως δε θέλουν να τα αποκαλύψουν όλα; Πάντως το αποτέλεσμα είναι να νιώσουμε άβολα όχι για αυτούς, αλλά για τις άμοιρες μέλισσες-πειραματόζωα που «πλήρωσαν τη νύφη».

Ανγκάρ: Η Ματωμένη Εποχή (Angar)

Από ότι μας ανακαλύπτει η ταινία, Ανγκάρ σημαίνει στα καμποζιανά «η οργάνωση», αυτή που έχει μάτια παντού. Η Καμπότζη είναι μια χώρα που την 17η Απριλίου 1975 χώρισε τους κατοίκους σε τρεις κατηγορίες, τους Κόκκινους Χμέρ, τους παλιούς και τους νέους κάτοικους. Μέσα σε τρεις μήνες  1,5 εκατ. άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε ένα πληθυσμό 7 εκατ. κατοίκων (στοιχεία από την ταινία). Η σκηνοθέτης παρουσιάζει την ταινία μέσα από τα μάτια του πατέρα της, που νιώθει ντροπή που αυτοί οι δολοφόνοι λέγονται Κόκκινοι Χμερ και έκαναν αυτά τα εγκλήματα, θα έπρεπε να λέγονται αλλιώς, για αυτό προτιμά να τους λέει Ανγκάρ.«Η Ανγκάρ σας ενώνει» έλεγαν και επέλεγαν αυτοί ποιος θα παντρευτεί με ποια, έτσι έμαθε και η σκηνοθέτης πως γεννήθηκε. Ο πατέρας θα επιδιώξει να βρει εκτελεστές της Ανγκάρ που ζουν ακόμα. Δυνατό θέμα, αλλά κουραστικός τρόπος αφήγησης, πολλά περπατήματα σε αμόρσα, ενώ μοιάζει ότι χρειαζόταν και άλλα οφέλημα γυρίσματα.

Η Ελευθερία του Διαβόλου (Devil’s Freedom)

Τα εγκλήματα στο Μεξικό, είτε από συμμορίες και κακοποιούς, είτε από την ίδια την αστυνομία συνεχίζουν να είναι εντονότατα κάνοντας πολλούς ανθρώπους να ζουν στον φόβο, να έχουν κακοποιηθεί, να μη γνωρίζουν που είναι αγαπημένα τους πρόσωπα που έχουν απαχθεί και εξαφανιστεί, πολλές φορές χωρίς ούτε να τους παραδώσουν τα πτώματα τους για να μπορέσουν να κλάψουν και να θάψουν τους δικούς τους. Τραγικές και απάνθρωπες καταστάσεις, που επιλέγουν οι ίδιοι οι άνθρωποι να καταγγείλουν μπροστά στην κάμερα, ο καθένας τη δική του ιστορία, φορώντας όλοι τους μάσκες για να μη μπορεί να αναγνωριστεί πλήρως το πρόσωπο τους. Ανάμεσα σε όσους μιλάνε βρίσκεται και ένας νεαρός, μέλος συμμορίας θανάτου, που αναφέρει τους φόνους που έχει διαπράξει, πως τους γαλουχούν και τελικά πόσο ασήμαντη είναι η αξία της ανθρώπινης ζωής. Η αξία της καταγγελίας είναι υψίστης σημασίας, ως ντοκιμαντέρ όμως δεν προσφέρει κάτι περισσότερο από αυτό.

Φέιθφουλ (Faithfull)

Μια από τις πολυαναμενόμενες ταινίες για μια έντονη και πολυσχιδής καλλιτεχνική προσωπικότητα, που μεσουράνησε στα 60, 70s, απασχόλησε στα 80’s και επανήλθε από τα 90s και μετά. Από την πρώτη επιτυχία, στα χρόνια με τον Μικ Τζάγκερ, στην απόπειρα αυτοκτονίας, Δυστυχώς, αυτή η προσωπικότητα φαίνεται από μόνη της να μποϊκοτάρει το ίδιο το ντοκιμαντέρ της, αλλά η σκηνοθέτης δεν βοηθά καθόλου με τη δική της στάση. Τα εντελώς γνωστά, μέσα από αρχειακό υλικό που επαναλαμβάνεται και δε κάνει τις απαραίτητες στάσεις «ανάσας», ούτε αποτυπώνει το ύφος της κάθε εποχής και περιόδου. Τελικά, χάνεται μια μεγάλη ευκαιρία και το μόνο που παρουσιάζεται πιο ανεπτυγμένο είναι η προώθηση της δουλειά της Φείθφουλ τα τελευταία χρόνια. Προσωπικά θεωρώ ότι από το να παρουσιάσει αυτό το ελλειπές εγχείρημα απλά για να πει ότι το έκανε, η σκηνοθέτης θα έπρεπε να μη το κάνει καθόλου ή έστω να του δώσει άλλο τίτλο.

Ο Κλεμμένος Ροντέν (Stealing Rodin)

Σάλος ξεσπά στην είδηση ότι να γνωστό γλυπτό του Ροντέν εκλάπη. Ενώ οι έρευνες δείχνουν να μη μπορούν να εντοπίσουν τον δράση, ένας νεαρός φοιτητής καλλιτεχνικών εμφανίζεται στο τμήμα με το έργο και λέει ότι το βρήκε. Όταν οι αρχές γρήγορα, καταλάβουν ότι είναι ο ίδιος δράστης, ο νεαρός δηλώνει ότι ήθελε να αποδείξει ότι η τέχνη λάμπει περισσότερο δια της απουσίας της! Τι είναι τελικά τέχνη και τι δήθεν; Είναι η πράξη του νεαρού καλλιτεχνικό μανιφέστο ή άμυαλη πράξη ενός νέου που θέλει απλά να προκαλέσει; Με ωραία, σπιρτόζα παρουσίαση, αναπτύσσει όλες τις πτυχές και διαφορετικές εκδοχές, με χιούμορ, που πηγάζει έτσι κι αλλιώς από το θέμα και τους χαρακτήρες του, αλλά και δημιουργικότητα, χρησιμοποιώντας εικόνες από ταινίες κινηματογράφου μαζί με αρχειακό υλικό. Παράλληλα με τον νεαρό, που είναι σίγουρα «μορφή» και απολαμβάνει ιδιαίτερα ότι πρωταγωνιστεί σε ταινία γύρω από την πράξη του, παρακολουθούμε και άλλα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στα γεγονότα. Δίνει επίσης ωραία το κλίμα, των media, το σοβαρό και το γελοίον του πράγματος, που αναζητά την τέχνη στη σύχρονη κοινωνία και το ανάποδο.

Κωφό παιδί (Deaf Child) 

Γλυκό και κεφάτο ντοκιμαντέρ, μας παρουσιάζει τον έφηβο γιο Ολλανδού κινηματογραφιστή που γεννήθηκε κωφό. Παρακολουθούμε τον νεαρό από την παιδική του ηλικία, αλλά κυρίως τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όπου έχει αποκρυσταλλώσει άποψη για τον κόσμο και μπορεί να εκφραστεί ανοιχτά για σημαντικά ζητήματα που απασχολούν τόσο τον ίδιο όσο και τα κωφά άτομα παγκοσμίως. Ο νεαρός είναι ένας super cool χαρακτήρας, με χιούμορ και τσαγανό, είχε την ευτυχία να έχει ευκατάστατους γονείς, αλλά πάνω από όλα γονείς που έσκυψαν πάνω του και τον ενθάρρυναν να αναπτύξει μια υγιή και πλήρη προσωπικότητα. Όσοι έχουν φίλους κωφά άτομα ή έχουν ασχοληθεί, γνωρίζουν τα περισσότερα από τα θέματα που θίγει η ταινία, όμως δεν παύει να είναι μια τρυφερή ιστορία, με έναν υπέροχο πρωταγωνιστή που παρακολουθεί κανείς ευχάριστα. Ιδίως προς το τέλος, ο νεαρός με την πανέμορφη κοπέλα του, μας χαρίζουν ένα όμορφο σύγχρονο ζευγαράκι που δε χορταίνουμε να απολαμβάνουμε.

Σάιμποργκ Ανάμεσα Μας (Cyborgs among us)

Απίστευτες ιστορίες ανθρώπων που έχουν υποστεί μεταλλάξεις από την τεχνολογία στο σώμα τους, προσπαθώντας να βελτιώσουν κάποια ικανότητα τους. Από την περίπτωση ανθρώπου που προσαρμώζει μαγνητικά στον εγκέφαλο του ακουστικά για να μπορεί να ακούει (ενώ αλλιώς είναι κωφός) -αυτό που συζητήθηκε και στο Κωφό παιδί που ανέφερα παραπάνω- μέχρι έναν άνδρα που έχει αχρωματοψία και τα έβλεπε όλα ασπρόμαυρα ο οποίος έχει ενσωματώσει έναν βραχύονα στο κεφάλι του, σαν κεραία, που του επιτρέπει να αντιλαμβάνεται κάποια χρώματα με βάση τις συχνότητες τους. Όχι και τόσο επιστημονική λύση που μοιάζει επίφοβη για ατύχημα και άβολη για τον ίδιο, που μας αποκαλύπτει ότι κανένας γιατρός δε δεχόταν να το κάνει επίσημα και βρήκε κάποιον που τον πλήρωσε και του το έκανε κρυφά με τη συμφωνία να διατηρήσει την ανωνυμία του. Φυσικά δεν είναι η πιο extreme περίπτωση, καθώς υπάρχει και η ομάδα που πάει και ενσωματώνει κάτω από το δέρμα τους διάφορα αντικείμενα από μικροτσίπ, φωτάκια και μαγνήτες, μέχρι μεγαλύτερα αντικείμενα. Μέσα σε όλα πάντως βλέπουμε και μια ενδιαφέρουσα περίπτωση αν είναι αληθινή, αυτή της γυναίκας που πάσχει από χρόνιο πάρκινσον και έχει τεράστιο πρόβλημα κίνησης και ομιλίας. Εκεί με την περίεργη τακτική που παρουσιάζεται, του εμφυτεύματος με βελόνα στον εγκέφαλο, η γυναίκα  δείχνει να έχει τεράστια βελτίωση, αν και μας ενημερώνουν ότι η βελτίωση δεν είναι μόνιμη, αλλά εξασθενεί και το πρόβλημα επανέρχεται σιγά σιγά μετά από χρόνια. Παλαβό ή όχι, το ντοκιμαντέρ έχει το ενδιαφέρον του.

Ψυχή από Σιλικόνη (Silicon Souls)

Στις ΗΠΑ όπου «όλα τα παλαβά συμβαίνουν» πριν χρόνια ένας άντρας είχε απασχολήσει τα media με την απόφαση του να παντρευτεί την πλαστική κούκλα του. Αν θυμάστε είχε αποτελέσει και έμπνευση για το Lars and the Real Girl με τον Ράιαν Γκόσλινγκ. Το ντοκιμαντέρ προσεγγίζει αυτόν τον άντρα, όπως και άλλους ανθρώπους που ο καθένας για τους λόγους του αγοράζει πλαστικές κούκλες σεξ και τις κρατάει στο σπίτι του. Έτσι συναντάμε έναν άντρας που έχει εμμονή και κρατά μπόλικες στο σαλόνι του, μια φωτογράφο που δημιουργεί κυρίως με τέτοιες κούκλες ως μοντέλα, έναν άντρα που (υποτίθεται) ότι επέλεξε κούκλα γιατί δεν ήθελε να απατήσει την καρκινοπαθή γυναίκα. Μια ψυχολόγος μιλά για τη διαστροφή και την κοινωνική αποδοχή της, ενώ μας δείχνουν την εξέλιξη της βιομηχανίας, πόσο ανθρωπόμορφες είναι οι κούκλες και πως θα είναι στο μέλλον. Στο ίδιο καζάνι μπαίνουν και κούκλες μωρά, στο οποίο δε γίνεται εκτενής αναφορά (είχα δει παλαιότερα ντοκιμαντέρ για κούκλες ομοιώματα συγγενών που πέθαναν). Το ντοκιμαντέρ έχει ενδιαφέρον, ίσως φαίνεται αστείο ή λυπηρό σε στιγμές στον θεατή, όμως προσωπικά με ενόχλησε το έντονο προμοτάρισμα του εμπορεύματος, καθώς και ότι στα πλαίσια του πολιτικά ορθού και στου φόβου να μη θεωρηθούν κλειστόμυαλοι και οπισθοδρομικοί επιλέγουν μια παρουσίαση που δικαιολογεί και υποστηρίζει τη χρήση αντί να δει ποια ψυχολογικά ή ψυχιατρικά ζητήματα μπορεί να κρύβονται πίσω τους.

Oρκιστείτε Παρακαλώ (So Help Me God) 

Μια περίεργη μίξη, που έγινε από μια ομάδα βέλγων παραγωγών κωμικών σειρών, που παρακολούθησαν επί πολλά χρόνια μια ανακρίτρια με ιδιόμορφο ταπεραμέντο και μας μεταφέρουν τις πιο κωμικές στιγμές της. Εδώ υπάρχουν έντονες ενστάσεις που τελικά ελέγχουν τα όρια μας στο τι είναι κωμικό και τι όχι, αναλόγως από το που προέρχεται. Έτσι, αν και το χιούμορ της είναι φλεγματώδες και σε στιγμές χαριτωμένο ή σουρεαλιστικά σπαρταριστό, όταν κάποιος αντιληφθεί ότι μιλάμε για την πραγματική ζωή και όχι μια ταινία μυθοπλασίας, ότι αυτή η γυναίκα καλείται να λύσει πραγματικές υποθέσεις φόνων ανθρώπων και άλλων εγκλημάτων, τότε κατά ένα τρόπο παγώνει το γέλιο σου και απαιτείς από όποιον ασχολείται με αυτό το λειτούργημα να δείχνει τον πρέπον σεβασμό τόσο στα θύματα όσο και στον εαυτό του – ανεξαρτήτως αν υπάρχει κάμερα μπροστά ή όχι. Έτσι, η ανακρίτρια κάνει χιούμορ και δείχνει να αφήνει σχετικά εύκολα ελεύθερο άντρα που κατηγορείται ότι κακοποιεί τη γυναίκα του και να μιλά στο τηλέφωνο μετά με φίλη της και να γελάνε με το ενδεχόμενο ότι αυτός όταν γυρίσει σπίτι θα την σκοτώσει. Δε παραλείπει να κάνει και μερικά ρατσιστικά αστεία για την εθνικότητα κατηγορούμενων, ενώ το αποκορύφωμα είναι ότι γίνεται εκταφή ανθρώπου που έχει θαφτεί αρκετό καιρό για να συλλέξουν ιστό και η κάμερα δείχνει το πτώμα που βρίσκεται σε προχωρημένη αποσύνθεση. Ίσως πολλά από όσα είδαμε να ήταν στημμένα ή επίτηδες προκλητικά. Επειδή η πραγματική ζωή δεν είναι Ταραντίνο ούτε CSI, ο μόνος τρόπος να παρακολουθήσε κανείς άνετα την ταινία είναι να πειστεί ότι όσα βλέπει είναι σκηνοθετημένα και όχι ντοκιμαντέρ. Αλλιώς θεωρώ ότι είναι τουλάχιστον ενοχλητικό. Πάντως το κοινό της Θεσσαλονίκης, προς τιμήν του, δε γέλασε με την ταινία.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *