22 Jump Street
Δύο χρόνια μετά την επιτυχία τους στην υπόθεση του λυκείου, οι Τζένκο και Σμίντ ξαναγυρνούν στο δρόμο και στις επικίνδυνες αποστολές. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια σύλληψης ενός διαβόητου κακοποιού με το ψευδώνυμο Ghost, οι δύο νέοι αστυνομικοί εντάσσονται ξανά στο πρόγραμμα Jump Street. Η καινούρια τους αποστολή θα είναι να εντοπίσουν και να συλλάβουν ένα έμπορο ναρκωτικών που διακινεί ένα επικίνδυνο ναρκωτικό με την ονομασία WHYPHY. Για να το καταφέρουν καλύτερα θα μεταμφιεστούν σε φοιτητές κολεγίου. Ο Τζένκο γρήγορα θα γίνει φίλος με δύο μέλη από την ομάδα ράγκμπι τους Ρούστερ και Ζούκ με τον οποίο αναπτύσσει μια στενή φιλική σχέση παρά το γεγονός ότι θεωρείται από τους βασικούς υπόπτους. Ο Σμίντ από την πλευρά του θα γνωρίσει μια όμορφη φοιτήτρια μοντέρνας τέχνης. Οι καινούριες συναντήσεις και η ιδιαιτερότητα της αποστολής θα θέσουν σε κίνδυνο την φιλία και την συνεργασία τους.
Ποια η διαφορά ανάμεσα στην πρώτη ταινία και την δεύτερη; Η ίδια με το να φέρεις 21 ή 22 στο μπλάκτζακ . κοινώς στο 22 καίγεσαι και αυτήν την εντύπωση έχει κάποιος που θα δει αυτήν την ταινία. Το πιο αστείο σημείο της ταινίας είναι οι τίτλοι τέλους όπου οι σκηνοθέτες και οι σεναριογράφοι σατιρίζουν την μανία της κινηματογραφικής βιομηχανίας για σίκουελ και τα αναμνηστικά προϊόντα και τα βιντεοπαιχνίδια που προκύπτουν από αυτά. Μέχρι το τέλος της ταινίας έχουμε να κάνουμε με μια σειρά ανόητων καταδιώξεων, ανόητων αστείων σχετικά με την προφανή ηλικία των πρωταγωνιστών που δεν πείθουν για φοιτητές κολεγίου και ανταλλαγών πυροβολισμών που δεν βρίσκουν στόχο. Μάλιστα μια εκ των πρωταγωνιστριών κάνει και μια σχετική παρατήρηση πάνω σε αυτό το γεγονός και μάλλον αυτό θα πρέπει να μας κάνει να γελάσουμε όπως και το γεγονός ότι ο Σμίντ τα φτιάχνει με την κόρη του διοικητή χωρίς να το ξέρει. Όταν το σενάριο δεν ασχολείται με τα κλασσικά κλισέ το χιούμορ του γίνεται καθαρά οπισθοδρομικό με κορυφαία σκηνή την επίσκεψη στο γραφείο του ψυχολόγου του κολεγίου όπου οι δύο αστυνομικοί αναγκάζονται να παραστήσουν το ερωτευμένο ζευγάρι ομοφυλόφιλων ισορροπώντας ανάμεσα στο κακό χιούμορ και την καρικατούρα. Θα έλεγα ότι όλο το χιούμορ της ταινίας συνοψίζεται στην σκηνή όπου ο ένας αστυνομικός προτρέπει τον άλλον που ετοιμάζεται να πετάξει χειροβομβίδα να πει κάτι έξυπνο και ο άλλος εκστομίζει Κάτι έξυπνο. Όλο το σενάριο είναι σαν να ψάχνεις αυτό το κάτι έξυπνο χωρίς να το βρίσκεις τελικά.
Η σκηνοθεσία δεν είναι κακή αλλά προσπαθώντας να διακωμωδήσει τα κλισέ, γίνεται και η ίδια ένα κλισέ. Προσπαθούν να δώσουν μια νότα φρεσκάδας σε ένα κακογραμμένο σενάριο αλλά δεν τα καταφέρνουν απόλυτα. Υπάρχουν κάποιες έξυπνες σκηνές όπως το τριπάκι μετά από την λήψη ναρκωτικής ουσίας και το χώρισμα της οθόνης στα δύο για να καταλάβουμε την διαφορά της ψυχολογίας των δύο κεντρικών ηρώων αλλά σύντομα η επανάληψη του τεχνάσματος αρχίζει να κουράζει καθώς οι σκηνοθέτες το χρησιμοποιούν ακόμα και όταν οι δύο ήρωες είναι στον ίδιο χώρο. Όσον αφορά τις ερμηνείες των ηθοποιών πιστεύω ότι ο καθένας θα τις εκτιμήσει ανάλογα με την συμπάθεια που τρέφει προς το πρόσωπο των ηθοποιών. Ο ράπερ Ice Cube είναι κουραστικός στο ρόλο του διοικητή του διδύμου και δεν καταλαβαίνω γιατί δέχτηκε να ερμηνεύσει αυτό τον ρόλο καρικατούρα του αστυνομικού που μιλάει σαν ράπερ της δεκαετίας του 80. Υπάρχει αναμφισβήτητα χημεία ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι των Τζόνα Χιλ και Τσάνινγκ Τατούμ με τόν Τατούμ να υπερέχει ερμηνευτικά. Ο Τζόνα Χίλ δίνει μια τεμπέλικη ερμηνεία με ατυχείς επιλογές που τον κάνουν την αποθέωση της αυτοαναφοράς καθώς μας θυμίζει έντονα τους ρόλους του στις ταινίες του Τζούντ Άπατόου. Αντίθετα ευχάριστος και πειστικός είναι ο Τατούμ με την άψογη αθωότητα του και τις καθυστερημένες αντιδράσεις του. Η ταύτιση του με το ρόλο είναι τόσο σοβαρή που ακόμα και όταν κάνει το ευτελές λογοπαίγνιο με την Cate Blanchett και την έκφραση Carte Blanche μας κάνει να χαμογελάμε, κάτι που είναι σπάνιο σε αυτή την ταινία.
Συμπέρασμα λοιπόν; Ο βαθμός μηδέν της αμερικανικής κωμωδίας. Θα έλεγα, με μεγάλη δόση ειρωνείας, ότι είναι το πιο οικολογικό μπλόκμπαστερ καθώς ανακυκλώνει όλα τα κλισέ και τις κακές ιδέες των σύγχρονων κωμωδιών.