ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

24ες Νύχτες Πρεμιέρας: Άγγελοι, πολεμικές τέχνες και φαντάσματα

 Οι τελευταίες ημέρες και νύχτες είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις 24ες Νύχτες Πρεμιέρας με το κοινό της Αθήνας να μη πτοείται από την απότομη αλλαγή του καιρού, την πτώση της θερμοκρασίας, τις νεροποντές και την απειλή του κυκλώνα που ονόμασαν «Ζομπά». Οι τυχεροί που βρέθηκαν στις αίθουσες είχαν την ευκαιρία να δουν έναν δολοφόνο με αγγελικό πρόσωπο στο «El Angel» και είδαν από κοντά τον 19χρονο νεαρό πρωταγωνιστή του, Λορέντζο Φέρο, είδαν την Τζίλενχαλντ ως εμμονική νηπιαγωγό, αλλά και μια ταινία έκπληξη, καθώς φέρνει πολεμικές τέχνες και ασιατική κουλτούρα στο κέντρο της Αθήνας. Φαντάσματα είδαμε στο φεστιβάλ πολλά, από ντοκιμαντέρ για μετανάστες, «Το νησί των Πεινασμένων Πνευμάτων», στο δραματικό φάντασμα του αδερφού της μικρής πρωταγωνίστριας του «The Seen and Unseen» του διαγωνιστικού. Είδαμε και το φάντασμα του Όρσον Γουέλς που στο νέο ντοκιμαντέρ του Μαρκ Κάζινς ανοίγει διάλογο με τον σκηνοθέτη. Το πιο φασαριόζικο φάντασμα από όλα, όμως ήταν αυτό του Πίτερ Σέλερς, που ακόμα και σήμερα στοιχειώνει τον σκηνοθέτη Πίτερ Μέντακ, επίσης προσκεκλημένου του φεστιβάλ.

Ο Άγγελος
(El Angel)

4-popcorn-300x96

24 aiff angel 001

Ο Λουίς Ορτέγκα, έχοντας ως παραγωγό τον Πέδρο Αλμοδοβάρ, σκηνοθετεί με μαεστρία και ξέφρενο ρυθμό την ιστορία ενός έφηβου κατά συρροή δολοφόνου που προκάλεσε σάλο στη χώρα τη δεκαετία του ’70. H ταινία ξεχωρίζει λόγω των ζωντανών χρωμάτων της και της μουσικής, που μπαίνει ως σημαντικός παράγοντας στην ταινία δίνοντας όχι μόνο τον αέρα της εποχής αλλά και μέρος των ψυχικών θεμάτων που αντιμετωπίζει ο αντί-ήρωας, πρωταγωνιστής. Η βουτιά στον προβληματικό ψυχισμό του νεαρού γίνεται με φρεσκάδα και μικρές δόσεις αυθόρμητου χιούμορ που βγαίνουν από τις καταστάσεις και τον τρόπο που αντιμετώπιζε τη ζωή ο νεαρός ως μια διαρκή πρόκληση. Παρόλο που είχε μια καλή οικογένεια που τον αγαπούσε, ο νεαρός σαν ναρκομανής δεν μπορεί να αντισταθεί στην ανάγκη του για δόση αδρεναλίνης, αλλά και την παντελή απουσία οποιουδήποτε ηθικού φραγμού που να σταματήσουν τις εγκληματικές πράξεις του ή κάποια ένδειξη ύπαρξης οποιασδήποτε τύψης ή ενοχής και η ταινία όλο και κουρδίζεται προς τα πάνω μέχρι την τελική κατάληξη της.

Ο νεαρός πρωταγωνιστής, Λορέντζο Φέρο, λάμπει στο ρόλο του και κρατά την ταινία ψηλά σε όλη τη διάρκεια της, τόσο με το παρουσιαστικό του, ως ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο, όσο και την εντυπωσιακή για την ηλικία του ερμηνεία, δίνοντας μας ένα ενδιαφέρον ψυχογράφημα ενός άρρωστου μυαλού και ενός έφηβου αγοριού που αμφιταλαντεύεται στις σεξουαλικές του προτιμήσεις, αλλά και τα αποδίδει υπέροχα μέσα από τον γεμάτο ρυθμό χορό του. Είναι ίσως μια πιο ρεαλιστική κινηματογραφική εκδοχή του χαρακτήρα του Τζόκερ.

Ο νεαρός πρωταγωνιστής, προσκεκλημένος του φεστιβάλ, στην ομιλία του μετά την προβολή μας είπε ότι αυτό που τον δυσκόλεψε περισσότερο ήταν να μπορέσει να μπει στο μυαλό ενός ψυχοπαθή δολοφόνου, έτσι επιχείρησε μια δική του εκδοχή, ο πραγματικός ήταν εντελώς σχιζοφρενής, ο Φέρο θεωρεί ότι έδωσε στον χαρακτήρα του περισσότερο παιδικότητα. Ως προς τη σεξουαλικότητα του χαρακτήρα του, ο νεαρός είπε ότι θεωρεί ότι δεν είναι καθορισμένη, άντρες ή γυναίκες, ακριβώς όπως κι οι άγγελοι δεν έχουν καθορισμένη ταυτότητα και φύλο. Για το χαρακτηριστικό χορό του χαρακτήρα του εμπνεύστηκε από χορογραφίες που έκανε μόνος του στο σπίτι του, φορώντας σκουλαρίκια και ακούγοντας μουσική για να μπει στο ρόλο. Κάνοντας ένα τέτοιο ξεκίνημα δεν ξέρει πως θα καταφέρει στη συνέχεια να αποτινάξει το ρόλο του Καρλίτο από πάνω του, αλλά μας είπε χαριτολογώντας ότι ελπίζει τώρα να τον καλέσει ο Ταραντίνο για μια επόμενη ταινία. Για τις ανάγκες του ρόλου ο νεαρός Φέρο έπρεπε να μάθει να οδηγεί αυτοκίνητο και μηχανάκι και να παίζει πιάνο. Τέλος, δοκίμασαν να συναντήσουν τον πραγματικό Καρλίτο, ο οποίος δεν δέχτηκε να τους μιλήσει.

the kindergarden teacher 000

Η Νηπιαγωγός
(The Kindergarden Teacher)

three-half-popcorn

Μια νηπιαγωγός αγαπά τη δουλειά της, που την κάνει να ξεχνιέται από την τετριμμένη οικογενειακή ζωή της, με τον μονίμως σε ένα καναπέ ξαπλωμένο άντρα της και τα παιδιά της τα οποία μπαίνουν στην εφηβεία και χάνουν την επικοινωνία μεταξύ τους, ούτε δείχνουν να ενδιαφέρονται για τέχνη ή να καλλιεργήσουν τον εσωτερικό τους κόσμο. Η νηπιαγωγός ξεκίνησε εδώ και λίγο διάστημα να πηγαίνει σε διαλέξεις ποίησης, αλλά τα ποιήματα της δεν υπερβαίνουν την μετριότητα. Μια μέρα ακούει αποσβολωμένη ένα από τα παιδιά του νηπιαγωγείου να συνθέτει ένα ποίημα, εξαιρετικό σε σύνθεση και ποιότητα για την ηλικία του. Βασισμένη σε ομότιτλη ισραηλινή ταινία του 2014 (Haganenet/The Kindergarden Teacher), σε σενάριο και σκηνοθεσία Ναντάβ Λαπίντ.

Εντυπωσιακή επιστροφή της Μάγκι Τζίλεχαλντ, που είναι για άλλη μια φορά απολαυστική. Η ταινία χτίζει με απλότητα αλλά και βάθος την φιλοσοφική αναζήτηση της, μέσα από την εξέλιξη της πλοκής. Όσο κυλά ο χρόνος ο θεατής θα κατανοήσει τους κινητήριους μοχλούς αλλά και το εσωτερικό παράπονο που πηγάζει από την ηρωίδα, αλλά θα έρθει και σε άμεση κόντρα με την εμμονή και τις ενέργειές της, που γρήγορα παρεκτρέπονται τραγελαφικά της λογικής. Αν εξαιρέσει κανείς την επιλογή του Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, που μοιάζει αταίριαστος σαν τη μύγα μες το γάλα, η ταινία -ακόμα κι αν από το τρέιλερ έχει υποψιαστεί κανείς προς τα που θα κυμανθεί, κρατά το ενδιαφέρον και το μυστήριο ως το τέλος και αποτελεί σίγουρα μια ταινία που μένει στη μνήμη, αλλά και εφαλτήριο συζήτησης μετά το τέλος της.

 

Το Βλέμμα του Όρσον Γουέλς
(The Eyes of Orson Welles)

three-half-popcorn

Τον σκηνοθέτη Μαρκ Κάζινς έχω ως τώρα συναντήσει δυο φορές για συνεντεύξεις πάνω σε ταινίες του, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το Φεστιβάλ του Λονδίνου. Ιδιαίτερος καλλιτέχνης που βάζει στα έργα του μεγάλο μέρος της ρομαντικής οπτικής του για τη ζωή, της ιρλανδέζικης λυρικότητας του, αλλά και παθιασμένης έρευνας, κάνοντας τις ταινίες του να σφύζουν από ψυχή και συναίσθημα. Αν στο I am Belfast εφαλτήριο του ήταν το πρόσωπο της μητέρας και στο Stockholm my Love το πρόσωπο του πατέρα, θα λέγαμε ότι σε αυτό το τελευταίο ντοκιμαντέρ του εφαλτήριο ήταν ο θείος Όρσον. Πραγματικά, ο Κάζινς, αναλαμβάνοντας εδώ ο ίδιος το ρόλο του αφηγητή, αναπτύσσει έναν ανοιχτό διάλογο με τον Όρσον Γουέλς, ο οποίος μάλιστα από ένα σημείο και ύστερα αρχίζει να του απαντά.

Ξεκινώντας από μια κούτα με ζωγραφιές του Όρσον Γουέλς που έχουν διασωθεί, καθώς τις περισσότερες τις κατέστρεφε, ο Κάζινς καταφέρνει να μας πει όλη την ιστορία του, από τα παιδικά του χρόνια, το ραδιόφωνο και την πολιτική του σκέψη, στο θέατρο, τον κινηματογράφο, την ερωτική ζωή, αλλά προχωρά κι ένα βήμα περισσότερο, αναλύοντας τον άνθρωπο πίσω από την προσωπικότητα, τα επιμέρους συστατικά που συντελούσαν την ολότητα της οντότητας του. Ίσως πάνω στο πάθος και τον θαυμασμό του, ο Κάζινς να του χαρίζεται λίγο, όχι πολύ, ιδίως στις αποτυχίες του και τα ουκ ο λίγα έργα που έμειναν ανολοκλήρωτα, όμως είναι μια εντυπωσιακή κάθοδος ανατομίας σε μια προσωπικότητα που προχωρά πέρα από την στείρα παράθεση δεδομένων και στοιχείων που ο καθένας μπορεί να βρει. Το ενδιαφέρον κορυφώνεται στον τρόπο που ένας σκηνοθέτης (ο Κάζινς) αποκωδικοποιεί έναν άλλο (τον Γουέλς). Είναι άραγε κάποια συμπεράσματα που βγάζει άτοπα; Οι ζωγραφικές απεικονίσεις και τα σκίτσα που συνδέει με γεγονότα είναι απλά το εφαλτήριο, ίσως τελικά να μην έχει και τόση σημασία.

Chinatown: Τα Τρία Καταφύγια

3popcorn

24 aiff 3katafigia 002  24 aiff 3katafigia 001

«Ο λαγός για να ξεγελάσει το θάνατο θέλει τρία καταφύγια» μας λέει η ταινία στην έναρξη της. Τη χρονιά του δράκου, το παιδί που θα γεννηθεί την πέμπτη μέρα του πέμπτου μήνα κουβαλά πάνω του την κατάρα του δολοφόνου. Μια Κύπρια κοπέλα περιμένει παιδί από τον Κινέζο άντρα της που θα γεννηθεί εκείνη την αποφράδα μέρα… Τα χρόνια περνούν και το μικρό κορίτσι γίνεται 18, όταν και μαθαίνει ότι ο πατέρας της δεν πέθανε αλλά δολοφονήθηκε. Η αναζήτηση της θα την φέρει στην Chinatown της Αθήνας, όπου θα βρει έναν σοφό δάσκαλο, που θα την εκπαιδεύσει μέσω συνταγών μαγειρικής, ενώ παράλληλα το κορίτσι θα τα βάλει με τις συμμορίες του υποκόσμου που ευθύνονται για το θάνατο του πατέρα της και θα ανακαλύψει ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Θα έλεγε κανείς, ένας συνδυασμός b-movie πολεμικών τεχνών και του karate kid με ελληνικό και ξένο καστ!

Η Αλίκη Δανέζη-Κνούτσεν και η παραγωγός της, πίστεψε σε αυτό το ομολογουμένως δύσκολο εγχείρημα. Θυμάμαι όταν πριν λίγα χρόνια συναντηθήκαμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και συζητούσαμε για την ταινία, πόσοι λίγοι θεωρούσαν ότι θα μπορούσε μια τέτοια ταινία να γίνει, να όμως που άμα υπάρχει θέληση και πείσμα τίποτα δεν είναι αδύνατο. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε μια αρκετά προσεγμένη παραγωγή που μπορεί να μην έχει δυνατό σενάριο, όμως χρησιμοποιεί πανέξυπνα σκηνικά και μέρη, έχει πολύ καλή φωτογραφία, ήχο και ηχητικό μιξάζ που σε συνδυασμό με το μοντάζ καλύπτει τα όποια μικρά κενά και ντουμπλάζ. Όχι ότι αυτό το τελευταίο χρειάστηκε ιδιαίτερα, διότι η νεαρή πρωταγωνίστρια, Κατερίνα Μισιχρόνη (που έχουμε ξεχωρίσει από καιρό μεταξύ άλλων στις ταινίες μικρού μήκους Evergreen και Σπόρο της Ιφιγένειας Κοτσώνη) είναι εξαιρετική, συνδυάζει το θανατηφόρο βλέμμα της Ολίβια Γουάιλντ και ένα κορμί λάστιχο, ενώ έξτρα μπόνους υπέρ της, τα δύσκολα γυρίσματα στην Τεχνόπολη στο Γκάζι. Θα μπορούσαν ίσως να είχαν εκμεταλλευτεί περισσότερο τα σημεία δράσης δίνοντας λίγο πιο γρήγορο ρυθμό. Η ταινία πάντως μιλάει επί τω πλείστων αγγλικά, ελάχιστα κυπριακά και ακόμα λιγότερα ελληνικά, γεγονός που θα δυνητικά θα μπορούσε να τις ανοίξει πιο εύκολα τις πόρτες για τη διεθνή αγορά.

Στους Διαδρόμους
(In Den Gängen / In the Aisles)

two-half-popcorn

Ένας νεαρός πιάνει δουλειά στην αποθήκη ενός μεγάλου υπερκαταστήματος σούπερμαρκετ. Η μονότονη ζωή του αναλώνεται σε καθημερινούς διαλόγους με τους άλλους υπαλλήλους και στην εκπαίδευση του στο χειρισμό των κλαρκ. Μια υπάλληλος μεγαλύτερης ηλικίας θα του κινήσει το ερωτικό ενδιαφέρον, όμως η ιστορία τους θα είναι καταδικασμένη να κινηθεί αργά, στις ελάχιστες στιγμές που οι δυο τους βρίσκονται μόνοι στον ίδιο χώρο, ενώ το γεγονός ότι η γυναίκα είναι παντρεμένη θα σταθεί επιπλέον εμπόδιο. Ατμοσφαιρική ταινία, σχεδόν κλειστοφοβική, κινείται σχεδόν εξολοκλήρου στο εσωτερικό της αποθήκης και στη νύχτα, τόσο που όταν η ταινία βγαίνει ημέρα εκτός αυτού του μικρόκοσμου φαντάζει αταίριαστο. Ο νεαρός πρωταγωνιστής (τον είδαμε στις Νύχτες Πρεμιέρας φέτος και στο In Transit), κεντρίζει το βλέμμα και στις στιγμές που είναι αμίλητος, ενώ έχει δίπλα του την πρωταγωνίστρια του Toni Erdmann. Όμως έχω την εντύπωση ότι οι δυο τους δεν έχουν καλή χημεία μεταξύ τους που έχει ως αποτέλεσμα η ερωτική τους ιστορία να μένει ξεκρέμαστη.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Τόμας Στούμπερ, καλεσμένος του φεστιβάλ, μας μίλησε μετά την προβολή της ταινίας του, που βασίστηκε σε ένα διήγημα 30 σελίδων ενός φίλου του, που δούλευε σε αντίστοιχες δουλειές, στο οποίο ο Στούμπερ προσπάθησε να προσθέσει στοιχεία για να φτάσει τα 120 λεπτά της διάρκειας της ταινίας του. Ένα ζήτημα που θέτεται έμμεσα μέσα από την ταινία ήταν η βίαιη επανένωση της Γερμανίας και ο σκηνοθέτης που προέρχεται από την ανατολική μεριά της τόνισε ότι έχει και ο ίδιος επηρεαστεί, αν και επειδή ανήκει στη γενιά των 90s εκλαμβάνει περισσότερο το πως το νιώθουν οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι. Οι ήχοι θάλασσας και ωκεανού ήταν από τα δυο στοιχεία του βιβλίου που τον τράβηξαν να το γυρίσει σε ταινία. Το άλλο στοιχείο ήταν ο χώρος. Τα σούπερμαρκετ δεν είναι το πιο ρομαντικό μέρος για να φλερτάρει κανείς ή να ακούει μουσική. Για τα γυρίσματα χρησιμοποίησε τρία διαφορετικά σούπερμαρκετ και αποθήκες της Σαξωνίας, που τα συνδύασε σε ένα για τις ανάγκες της ταινίας, με τα γυρίσματα να γίνονται αναγκαστικά μετά του ωραρίου λειτουργίας τους, από το κλείσιμο ως τις 6 το πρωί. Όλοι οι συμμετέχοντες στην ταινία είναι ηθοποιοί που έκαναν εντατικά μαθήματα για να οδηγούν τα κλαρκ. Τέλος εξέφρασε το παράπονο του για τα χωριά και κωμοπόλεις της Λειψίας, ότι πολλοί άνθρωποι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και μετακομίζουν στις μεγάλες πόλεις.

Το Φάντασμα του Πίτερ Σέλερς
(The Ghost of Peter Sellers)

two-half-popcorn

24 aiff ghost of sellers 001

Ο σκηνοθέτης Πίτερ Μέντακ είχε ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα με ταινίες όπως the Ruling Class και A Day in the Death of Joe Egg. Κάπου εκεί, περί το 1973, έπεσε πάνω στον Πίτερ Σέλερς που του πρότεινε να γυρίσουν μια πειρατική κωμωδία, με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τον εξίσου γνωστό στην εποχή βρετανό κωμικό Σπάικ Μίλιγκαν (είχε συνεργαστεί με τον Σέλερς με επιτυχία στο the Goon Show). Ο Σέλερς από την άλλη ήταν (θεωρητικά) στα φόρτε του, όπως δείχνουν και οι ταινίες πριν και μετά. Έτσι η ταινία «Ghost in the Noonday Sun» διαφαινόταν ότι θα γίνει μια μεγάλη εμπορική επιτυχία. Ο σκηνοθέτης έχοντας το δυνατό καστ και μόλις ένα προσχέδιο σεναρίου, κατάφερε να αποσπάσει τεράστιο (για την εποχή) χρηματικό ποσό και να ξεκινήσει γυρίσματα, που έγιναν στην Κύπρο. Όμως τα γυρίσματα ξέφυγαν κάθε ελέγχου, με αποτέλεσμα η ταινία να μην ολοκληρωθεί τελικά ποτέ, να αποτελέσει ένα από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά φιάσκα. Ο σκηνοθέτης παρά το ότι στη συνέχεια γύρισε ταινίες που έκαναν επιτυχία, δεν κατάφερε να αποτινάξει από πάνω του την ενοχή και την ντροπή που ένιωθε για αυτή την ταινία και αυτό το ντοκιμαντέρ, που σκηνοθέτησε ο ίδιος, έρχεται να μεταφέρει εμάς και τον ίδιο σε εκείνη την περίοδο, να ξαναδούμε βήμα βήμα τι πήγε στραβά, αλλά και ωραία στιγμιότυπα από την ταινία.

Ο Μέντακ, καλεσμένος του φεστιβάλ, μας μίλησε για την ταινία, αλλά και τον Πίτερ Σέλερς, έναν ιδιόρρυθμο άνθρωπο που θεωρούσε φίλο του, αλλά με τις ιδιοτροπίες του κατέστρεψε την ταινία. Ήταν η περίοδος που ο Σέλερς είχε έναν έντονο χωρισμό, με έναν από τους μεγάλους του έρωτες, την Λίζα Μινέλι, ήταν σε έντονη κατάθλιψη, αργούσε υπερβολικά να πάει στα γυρίσματα, τσακωνόταν με το υπόλοιπο καστ, τους ανάγκαζε να αλλάξουν το σενάριο. Ο Μέντακ κάνει και τη δική του αυτοκριτική, αν και είναι μάλλον απολογητικός ως προς τον εαυτό του, δίνοντας ελαφρυντικά, ενώ ο σκηνοθέτης είναι αυτός που έχει το μεγάλο μέρος της ευθύνης. Στην ομιλία του μίλησε για την «κατάρα» που είχαν όλες οι πειρατικές ταινίες να έχουν μεγάλο κόστος και να μη βγάζουν τα λεφτά τους, μια κατάρα που έσπασε μόνο τα τελευταία χρόνια, με τους Πειρατές της Καραϊβικής. Παράλληλα, άφησε αιχμές για το μεγάλο χρέος της ταινίας που απαγόρευσε στην ταινία του να κυκλοφορήσει επίσημα, αν και πειρατικά έχουν ενωθεί μικρά σημεία ώστε να υπάρχει ολόκληρη στο διαδίκτυο. Πάντως, το να αναλάβει ο ίδιος ο Μέντακ να σκηνοθετήσει το ντοκιμαντέρ του ίσως να μην αποδείχτηκε η καλύτερη επιλογή, μοιάζει λίγο μουδιασμένος και δεν αποφεύγει μια μικρή κοιλιά, με το ενδιαφέρον του ντοκιμαντέρ να προέρχεται κυρίως από τα αποσπάσματα της παλιάς ταινίας.

 

Στάση Πιγκάλ
(Paris Pigalle / L’amour est une fête)

one-half-popcorn

To 1982 η γαλλική κυβέρνηση για να πατάξει τη φοροδιαφυγή των ιδιοκτητών κλαμπ στριπτίζ που έχουν αρχίσει να εισχωρούν στη βιομηχανία του πορνό που αρχίζει να εξαπλώνεται, βάζει δυο μυστικούς αστυνομικούς να εισχωρήσουν στο χώρο. Γκιγιόμ Κανέ και Ζιλ Λελούς αναλαμβάνουν να δουλέψουν ένα αντίστοιχο νυχτερινό κέντρο. Λίγο όμως η αγάπη τους για τα ναρκωτικά, λίγο ότι δεν ήταν ικανοποιημένοι από τις ως τώρα ζωές τους, οι δυο πρωταγωνιστές θα αρχίσουν να απολαμβάνουν αυτή τη νέα καριέρα τους, με τις πλάτες της κυβέρνησης και να δένονται με τις κοπέλες και τους ανθρώπους του χώρου. Μια ταινία που θα μπορούσε να είχε ενδιαφέρον, είτε ως κωμωδία, είτε ως περιπέτεια, είτε ως συνδυασμός των δυο. Δυστυχώς όμως η ταινία αποτυγχάνει σε όλα. Εδώ αναγκαστικά επανέρχεται στο προσκήνιο η συζήτηση για τα είδη, διότι κάθε είδος έχει τους κανόνες του και τις ανάγκες του.

Η ταινία ξεκινά με έντονο ρυθμό, δυνατή μουσική και μπόλικο γυμνό και στη συνέχεια της πέφτει κατακόρυφα μέχρι το νερόβραστο τέλος της. Δεν έχει μόνο λάθος ρυθμό αλλά και κακό μοντάζ και λανθασμένη χρήση της μουσικής, σαν να προσπαθεί να υποβαθμίσει μόνη της τον εαυτό της. Υπάρχουν διάσπαρτα μερικά αστεία, μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, που από μόνα τους δεν μπορούν να κρατήσουν το κέφι, ο αισθησιασμός και η όποια δράση από το μέσο και μετά εξαφανίζεται και μένει μια βαρετή πλοκή. Συγνώμη που θα το πω, μπορεί να μη περηφανευόμαστε για πολλά, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση εμείς το είχαμε κάνει καλύτερα προ πολλού, το 2008, με το «Αυστηρώς Κατάλληλο» των Ρέππα, Παπαθανασίου, όπου δυο σκηνοθέτες προσπαθούσαν να γυρίσουν Άννα Καρένινα, ενώ το συνεργείο γυρνούσε παράλληλα κρυφά πορνό.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *