50 Αποχρώσεις του Γκρι
Να ξεκινήσω από μία παραδοχή. Το βιβλίο της Ε.Λ.Τζέιμς δεν το έχω διαβάσει. Οπότε αυτή δεν πρόκειται να είναι μία κριτική που θα συγκρίνει το βιβλίο με την ταινία (αν και αρκετοί κριτικοί υποστηρίζουν ότι η ταινία είναι καλύτερη από το βιβλίο).
Γνωρίζω βέβαια τι συμβαίνει. Ότι η νεαρή Αναστέζια Στιλ ερωτεύεται τον πλούσιο Κρίστιαν Γκρέι και μπλέκει σε ένα ερωτικό παιχνίδι μαζί του που περιλαμβάνει σαδομαζοχιστικές ερωτικές επαφές. Αλλά ότι η σχέση τους ξεπερνά τα αυστηρά αυτά όρια για να εξελιχθεί σε κάτι διαφορετικό.
Για μήνες ολόκληρους το Χόλιγουντ ζούσε στον πυρετό των 50 Αποχρώσεων του Γκρι. Οι περισσότεροι νεαροί σταρ είχαν περάσει από οντισιόν και η μπίλια έπεσε τελικά στους Ντακότα Τζόνσον και Τσάρλι Χάναμ εξαιτίας της χημείας που είχαν. Ο Χάναμ τελικά αποχώρησε και τη θέση του πήρε ο νεαρός Τζέιμι Ντόρναν που όλοι ισχυρίζονταν ότι ταίριαζε περισσότερο στο physique του Κρίστιαν Γκρέι. Δεν είναι τυχαία όλη αυτή η συζήτηση γύρω από το ποιοι θα είναι οι δύο πρωταγωνιστές. Είναι αυτοί που σηκώνουν το βάρος της ταινίας, είναι αυτοί που καλούνται να αποδείξουν εάν έχουν χημεία ή όχι. Στην δεύτερη περίπτωση θα λέγαμε ότι τα καταφέρνουν αρκετά συμπαθητικά, αν και στην πρώτη αναρωτιέσαι: Εάν αυτοί ήταν οι καλύτεροι από όσους είδαν οι συντελεστές, ποιοι ήταν οι χειρότεροι; Η ιδέα της Ντακότα Τζόνσον περί ερωτισμού αφορά το να ακουμπά δήθεν τυχαία αντικείμενα στα χείλη της (όπως μολύβια), το να δαγκώνει τα χείλη της και να κοιτά το αντικείμενο του πόθου της σαν να ήταν μεθυσμένη. Η δουλειά του Τζέιμι Ντόρναν μοιάζει ευκολότερη. Καθώς η οπτική γωνία είναι αυτή της Αναστέζια, ο Κρίστιαν Γκρέι έχει απλό ρόλο: να αποτελεί την τέλεια φαντασίωσή της. Εμφανισιακά το ενσαρκώνει αυτό τέλεια. Ερμηνευτικά δεν μπορεί να πείσει ούτε για τα σκοτεινά του σημεία, ούτε για το πάθος του.
Η ταινία μοιάζει σχεδόν επικίνδυνη, καθώς αυτό που λέει είναι ουσιαστικά ότι μία γυναίκα θα έπρεπε να περιμένει να την ερωτευτεί ένας πολύ πλούσιος άνδρας, να της καθορίζει τη ζωή (ο Κρίστιαν Γκρέι είναι ένας Κυανοπώγωνας χωρίς τις ψυχώσεις) να ζήσει έναν παθιασμένο έρωτα μαζί του και στο τέλος να τον «σώσει» από τις αυτοκαταστροφικές του τάσεις. Και όλα αυτά τα βλέπουμε με έναν αέρα κοσμοπολιτισμού και παντελώς αδύναμου σεναρίου και με έναν βαθύ συντηρητισμό που έρχεται σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες εξαγγελίες της ταινίας.
Γιατί δεν είναι μόνο η αναμενόμενη τροπή της υπόθεσης, είναι και το γεγονός ότι το Χόλιγουντ, προκειμένου να μην χάσει χρήματα, αποφασίζει να κάνει τρεις ταινίες από ένα υλικό που δικαιολογεί ξεκάθαρα μία. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην πρώτη ταινία υπάρχουν πολλά βαρετά σημεία που θα μπορούσαν να λείπουν (δεν χρειάζεται να βλέπουμε κάθε δευτερόλεπτο της σχέσης των δύο χαρακτήρων).
Όσο για τις ερωτικές σκηνές, είναι κινηματογραφημένες με καλαισθησία –αν και όχι και με πρωτοτυπία- αν και κάθε φορά τις συνοδεύει ένα ποπ τραγούδι (λες και οι δύο ήρωες έχουν βάλει ένα cd να παίζει). Είναι, μάλιστα, πολύ πιο σεμνές από ότι θα περίμενε κανείς. Ναι είναι απορίας άξιο πώς μία μέινστριμ ταινία περιλαμβάνει τόσες πολλές ερωτικές σκηνές, αλλά από την άλλη δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε να σκανδαλίσει ιδιαίτερα κάποιον. Δεν λείπει και ο κάπως γελοίος διάλογος (του στυλ: «Τώρα θα πάμε μέσα να μου κάνεις έρωτα;» «Εγώ δεν κάνω έρωτα. Γαμάω. Σκληρά».)
Η Σαμ Τέιλορ – Τζόνσον έχει υπάρξει κατά το παρελθόν εξαιρετική καλλιτέχνης (φωτογράφος και video artist) και ενδιαφέρουσα σκηνοθέτης (με το Nowhere Boy). Εδώ ο ρόλος της είναι απλά διεκπαιρεωτικός. Πολλοί λένε ότι κατάφερε να αφαιρέσει τα χειρότερα κομμάτια του βιβλίου και αν το έκανε αυτό τότε είναι προς τιμήν της.
Η σύγκριση έρχεται μοιραία… Μιλώ για τη σύγκριση με την πολύ καλύτερη Γραμματέα, μία ταινία με πολύ παρόμοιο θέμα, αλλά πολύ διαφορετική προσέγγιση στη σύγχρονη σεξουαλικότητα.
Τελικά να τη δω;
Πολυδιαφημισμένη μπορεί να είναι, αλλά δεν είναι και καλή. Το σενάριο είναι αδύναμο, η βάση του συντηρητική και οι δύο νεαροί ηθοποιοί όμορφοι, αλλά όχι πολλά παραπάνω. Αν είστε φαν του βιβλίου, πάντως, μάλλον θα μείνετε ικανοποιημένοι.