61o ΦΚΘ: «Τελευταίοι και Πρώτοι Άνθρωποι»
Ο Ισλανδός μουσικός Γιόχαν Γιοχάνσον, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους συνθέτες κινηματογραφικών scores και προσέφερε μερικά από τα πιο εμβληματικά soundtrack των τελευταίων χρόνων, όπως εκείνα των ταινιών «Prisoners», «Mandy», «Sicario», «Arrival», και «The Theory of Everything». Όμως πριν τον θάνατό του, σκηνοθέτησε την πρώτη αλλά και τελευταία ταινία του με τίτλο «Τελευταίοι και Πρώτοι Άνθρωποι», εμπνευσμένη από το ομώνυμο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Βρετανού Όλαφ Στάπλεντον που εκδόθηκε το 1930. Το αποτέλεσμα είναι ένα οπτικοακουστικό δοκίμιο πάνω στην ανθρώπινη θνητότητα και τον αφανισμό του ανθρωπίνου είδους, και εμείς με τη σειρά μας σπεύσαμε να το δούμε στο 61o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Οι εντυπώσεις μόνο θετικές και εξηγούμαι ακολούθως.
Το sci- fi φιλμ του Γιοχάνσον, μας ταξιδεύει στον χρόνο και συγκεκριμένα δύο δισεκατομμύρια χρόνια από σήμερα, όπου οι τελευταίοι άνθρωποι (το 18ο ανθρώπινο είδος), απευθύνονται σε εμάς ζητώντας τη βοήθειά μας. Το είδος τους είναι ένα βήμα πριν τον αφανισμό και το μόνο που έχει απομείνει πλέον είναι μνημεία-ερείπια που στέκονται επιβλητικά σε ένα γκρίζο (και απροσδιόριστο) τοπίο, προοικονομόντας το μέλλον της ανθρωπότητας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι εικονιζόμενες γιγαντιαίες και απόκοσμες κατασκευές είναι τα πέτρινα μνημεία της κομμουνιστικής πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Η αφήγηση, η οποία ουσιαστικά έχει τη μορφή μονολόγου, γίνεται από την Τίλντα Σουίντον, που με την καθηλωτική φωνή της μας συνεπαίρνει απερίσπαστα σε αυτό το δυστοπικό ταξίδι. Την αφήγηση συνοδεύει άριστα η κινηματογράφηση που σε καμία περίπτωση δεν την υπερκαλύπτει. Αντιθέτως, η μονίμως αργή κίνηση της κάμερας και η αποτύπωση αποκλειστικά και μόνο των φουτουριστικών μνημείων, γυρισμένη σε 16mm ασπρόμαυρο φιλμ, συμπληρώνει με επιτυχία την αφήγηση συνθέτοντας ένα μοναδικό πειραματικό κινηματογραφικό ύφος. Φυσικά, δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε την καταλυτική σημασία της υπνωτιστικής μουσικής σύνθεσης που ακούγεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και την οποία υπογράφει ο ίδιος ο Γιοχάνσον. Είναι φανερό ότι το περιεχόμενο και οι εικόνες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την μουσική, που στην περίπτωση του Γιοχάνσον είναι αναμενόμενο, αν μάλιστα ανακαλέσουμε στη μνήμη μας και το score στη ταινία «Arrival», όπου και πάλι διαπιστώνεται μια άμεση σύνδεση και αλληλεπίδραση της μουσικής σύνθεσης με τις εικόνες. Όλα τα δραματουργικά στοιχεία της ταινίας βρίσκονται σε απόλυτη ισορροπία και αρμονία μεταξύ τους, ωστόσο ενδέχεται να κουράσουν τον θεατή λόγω της επαναληψιμότητάς τους. Στην πλοκή δεν υπάρχει καμία εξέλιξη, ενώ οπτικά τα αργόσυρτα ζουμαρίσματα στα αλλόκοτα μνημεία που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, δημιουργούν την αίσθηση της στασιμότητας και προσδίδουν μια μονοτονία στην ιστορία.
Παρ’ όλα αυτά, η ταινία του Γιοχάνσον, είναι μια συνεχής οπτικοακουστική εμπειρία και αποτελεί ένα κινηματογραφικό δοκίμιο για το μέλλον της ανθρωπότητας. Πρόκειται για ένα πολύ προσωπικό πρότζεκτ του εκλιπόντος δημιουργού, και ενδεχομένως μαρτυρά την σκέψη και την τοποθέτηση του ιδίου πάνω στην αρχή και το τέλος, στην παρακμή του πολιτισμού και του πνευματικού ανθρώπου και στην ιδέα μιας νέας ουτοπικής ανθρώπινης ζωής που θα αναδυθεί μετά τέλος του ανθρωπίνου είδους.