Aftersun

Το Aftersun είναι μία ταινία που σου τρυπάει την καρδιά, που χτίζει σταδιακά μέσα σου μια αγωνία και ένα βαθύ νοιάξιμο για τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, ένα εντεκάχρονο κορίτσι, παιδί χωρισμένων γονιών, που πηγαίνει με τον νεαρό πατέρα του διακοπές σε ένα resort στην Τουρκία.
Τίποτα συνταρακτικό δεν μοιάζει να συμβαίνει στο ντεμπούτο της Σάρλοτ Γουέλς, σε παραγωγή Μπάρι Τζένκινς, ή τουλάχιστον τίποτα τέτοιο δεν βλέπουμε εμείς στην οθόνη. Κι όμως μέχρι το τέλος του, το Aftersun έχει καταφέρει να σε συγκλονίσει βαθιά και ουσιαστικά, όχι με αυτά που παρακολουθεί ο θεατής στην οθόνη, αλλά κυρίως με τα όσα υπονοούνται. Η ταινία είναι ένα κομψοτέχνημα σε αυτόν τον τομέα: όλα τα σημαντικά μοιάζουν να συμβαίνουν εκτός κάμερας, με την σκηνοθέτιδα να επιλέγει να επικεντρωθεί στον ακροατή ή τον παρατηρητή και όχι στη δράση.

Οι δύο χαρακτήρες κάνουν ότι θα έκαναν ένας πατέρας και μια κόρη σε διακοπές: πηγαίνουν για μπάνιο στη θάλασσα, μαλώνουν, γελάνε, προσπαθούν να γεμίσουν τον χρόνο τους με ωραίες στιγμές. Και όμως, κάπου εκεί, κάτι αδιόρατο υπάρχει, μια κρυφή κραυγή που δεν τολμάει να βγει προς τα έξω. Καταλαβαίνουμε ότι η 11χρονη Σόφι ανησυχεί για την οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο πατέρας της (ο οποίος μοιάζει να έχει μονίμως κάποια επαγγελματικά σχέδια που δεν μοιάζουν να καταλήγουν κάπου) και όμως σε μία σκηνή τον βλέπουμε να έχει αγοράσει ένα πανάκριβο τουρκικό χαλί. Η Γουέλς δεν μας εξηγεί το σκεπτικό πίσω από αυτό: θα έπρεπε να μπορούμε να το καταλάβουμε και όντως το καταλαβαίνουμε. Την ανάγκη για λίγη ομορφιά, την απελπισία, την αγωνία, την γονεϊκή ευθύνη, αλλά και την γονεϊκή ανευθυνότητα. Η ταινία μιλά για τις επιλογές μας και πως αυτές επηρεάζουν τα παιδιά μας, αλλά κυρίως μιλά για τις αναμνήσεις, το πώς χτίζονται, το πώς κατακερματίζονται, το πώς τις διαλύουμε για να τις ανασυνθέσουμε και πάλι, σύμφωνα με τις δικές μας ανάγκες.
Τι να πούμε για τις δύο κεντρικές ερμηνείες. Ιδανική η Φράνκι Κοριό, καλείται να επιδείξει ταυτόχρονα παιδικότητα και ωριμότητα. Δεν είναι μικρομέγαλη, δεν έχει έναν ανεύθυνο πατέρα από αυτούς που πολύ συχνά συναντάμε στο σινεμά. Ο πατέρας της είναι ένας άνθρωπος που σπαράζει βαθιά μέσα του, προσπαθώντας να διατηρήσει το χαμόγελό του, έχοντας έντονη την αίσθηση της ευθύνης απέναντι στη νεαρή κόρη του -ακόμα και στις στιγμές που αυτή η ευθύνη περνά σε δεύτερη μοίρα. Ο Πολ Μεσκάλ ερμηνεύει αυτόν τον πατέρα με μια παιδικότητα και μια αφέλεια. Χωρίς ποτέ να κατονομάζει τον ελέφαντα στο δωμάτιο, η σκηνοθέτις αντιμετωπίζει με τρυφερότητα αυτόν τον άνθρωπο που παλεύει που μοιάζει τόσο νέος (η ίδια η δημιουργός έχει δηλώσει ΄ότι η έμπνευση για την ταινία ήρθε όταν συνειδητοποίησε πόσο νέος έμοιαζε ο πατέρας της σε παλιές φωτογραφίες).

Το Aftersun δεν είναι μια ταινία που ξεχνάς εύκολα. Είναι μια ταινία που σε καταστρέφει, μια ταινία που σε αφήνει με έναν κόμπο στο στομάχι. Μια ταινία δημιουργημένη από θραύσματα της παιδικής μας ηλικίας -όπως οι βιντεοκάμερες των γονιών μας που μας ακολουθούσαν παντού στα παιδικά καλοκαίρια μας. Και τελικά μάς αφήνει να αναρωτιόμαστε και εμείς για το πώς βίωναν οι γονείς μας την γονεϊκότητα και το πώς εμείς αντιλαμβανόμασταν αυτό το βίωμα. Γιατί αυτό δεν κάνει το σπουδαίο σινεμά; Ακουμπά μέσα μας, φέρνοντας στην επιφάνεια πλευρές δικές μας που ίσως (θα θέλαμε) να είχαμε ξεχάσει.