Alphaville
O Λεμί Κοσιόν είναι ένας μυστικός πράκτορας με τον κωδικό 003 και οι αρχές των μακρινών περιοχών τον στέλνουν σε μυστική αποστολή στην πόλη Αλφαβίλ. Εξοπλισμένος με διάφορα γκάτζετ και μια φωτογραφική μηχανή ο Κοσιόν πρέπει να φέρει εις πέρας τρεις αποστολές: να εντοπίσει τον αγνοούμενο μυστικό πράκτορα Χένρι Ντίξον, να αιχμαλωτίσει ή να σκοτώσει τον δημιουργό της Αλφαβίλ καθηγητή Φον Μπράουν και τέλος να καταστρέψει την πόλη και τον τερατώδη υπολογιστή Α60 που ελέγχει όλη την πόλη. Ο Α60 έχει κηρύξει παράνομη την ελεύθερη σκέψη και έχει καταργήσει τις έννοιες αγάπη, ποίηση και συναίσθημα και όσοι πιστεύουν ακόμα σε αυτές συλλαμβάνονται και εκτελούνται. Ο Κοσιόν θα προσπαθήσει να καταστρέψει τον υπολογιστή, βρίσκοντας και ένα αναπάντεχο σύμμαχο στο πρόσωπο της Νατάσα Φον Μπράουν, της κόρης του ιδρυτή της πόλης. Θα καταφέρει να ελευθερώσει την πόλη από την επήρεια του σατανικού υπολογιστή;
Πως να απεικονίσεις την πόλη του μέλλοντος το 1965; Με μια περίεργη αρχιτεκτονική, κινηματογραφώντας το μεταμοντέρνο κτίριο του Maison de la Radio και το νυχτερινό Παρίσι αλλάζοντας την προοπτική, έναν τύραννο χωρίς αισθήματα και ένα συγκεντρωτικό υπολογιστή που διοικεί μια ολόκληρη πόλη. Πως προσωποποιείς την εικόνα του ντετέκτιβ ; Με ένα ποτήρι αλκοόλ και ένα τσιγάρο στο σώμα, δεξιοτέχνη στην μάχη σώμα με σώμα και με ένα πρωτότυπο όνομα : Λεμί Κοσιόν, που σημαίνει και εγγύηση στα γαλλικά, και την χαμένη αυτοπεποίθηση με το που αντικρίζει τα μάτια της μοιραίας γυναίκας. Ο Γκοντάρ υιοθετεί τους κανόνες του φίλμ νουάρ σε ένα φουτουριστικό περιβάλλον για να υψώσει μια κραυγή διαμαρτυρίας ενάντια στην επιστήμη και στην λογική. Ο Λόγος χάνει την ποίηση του και γίνεται ένα δεδομένο που θα πρέπει να ακολουθεί την πραγματικότητα καθώς ο Α60, ο υπολογιστής δικτάτορας, απαγορεύει τις λέξεις που εκφράζουν συναισθήματα και τις αντικαθιστά με άλλες που έχουν καινούριο νόημα. Αυτοί που αντιδρούν και συνεχίζουν να έχουν ελεύθερη σκέψη εκτελούνται ή υφίστανται πλύση εγκεφάλου. O σκηνοθέτης εκφράζει τους φόβους του για την τυφλή χρήση της τεχνολογίας και την εξαφάνιση των συναισθημάτων κάνοντας ταυτόχρονα μια ποιητική κριτική στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Σε μια κομβική σκηνή του έργου οι αντιφρονούντες εκτελούνται με ένα τελετουργικό τρόπο για να διασκεδάσουν την ανώτερη τάξη και όταν ο ντετέκτιβ ρωτάει γιατί του απαντούν ότι το γιατί είναι μια λέξη που είναι απαγορευμένη. Ο Γκοντάρ όμως, χάρη στην τελική ανατροπή του σεναρίου, δεν δίνει μια εικόνα απελπισίας αλλά με μια δόση αφελούς ρομαντισμού οδηγεί την κεντρική ηρωίδα στην εξιλέωση μέσω της επανάκτησης της αίσθησης του χιούμορ και του ερωτικού συναισθήματος.
O Γκοντάρ, με την βοήθεια και του διευθυντή φωτογραφίας Ραούλ Κουτάρ, κινηματογραφεί καθημερινά αντικείμενα και χώρους με τέτοιο τρόπο που τα μετατρέπει σε σκηνικά ενός δυστοπικού μέλλοντος. Τα αφύσικα μεγάλα κτίρια, οι έρημοι και σκοτεινοί δρόμοι, η παρουσία των μηχανών και του νέον παντού υποδηλώνουν την ύπαρξη μιας σκλαβωμένης κοινωνίας. Η ύπαρξη τριών οθονών τηλεόρασης σε ένα κάδρο αρκεί για να μας δώσει την εικόνα μιας γενικής παρακολούθησης. Η αφιέρωση με την οποία ο φακός απαθανατίζει το πρόσωπο της Άννα Καρίνα, μούσας του Γκοντάρ, δίνει στην ταινία δύναμη και ένα ποιητικό τόνο που φορτίζει συναισθηματικά την ταινία. Η σκηνή με το Κοσιόν που τρέχει σε ένα μεγάλο διάδρομο γεμάτο πόρτες και ψάχνει χωρίς να ξέρουμε τι ψάχνει προετοιμάζει τον θεατή για αυτό το νοητικό ταξίδι σε μια σκοτεινή κοινωνία. Η μεγάλη δύναμη του Γκοντάρ είναι ότι ξέρει να συνδυάζει τον λόγο με την εικόνα και δύο έννοιες αντίθετες : την πολιτική και την ποίηση καθώς μας δείχνει την οδό σωτηρίας του ανθρώπινου γένους που είναι ο έρωτας που γεννιέται από την αγάπη για το ωραίο, για την τέχνη. Σε αυτή την προσπάθεια τον συνδράμουν και ο Εντί Κονσταντίν στο ρόλο του Κοσιόν που ξέρει να συνδυάζει την σκληρότητα που του δίνει η αρχετυπική εικόνα του ντετέκτιβ με την τρυφερότητα που αποπνέει όταν απαγγέλλει την ποίηση του Πόλ Ελυάρ. Η Άννα Καρίνα φωτίζει κάθε πλάνο της ταινίας με την φυσική ομορφιά της και την φυσική ερμηνεία της που μας κάνει να πιστεύουμε στην αλλαγή της από μοιραία γυναίκα σε ερωτευμένη γυναίκα.
Συμπέρασμα λοιπόν; Ένα πάντα επίκαιρο αριστούργημα που η δύναμη του είναι ότι απευθύνεται στο μυαλό αλλά και στην καρδιά ταυτόχρονα.