Αμερικανικό ειδύλλιο (American Pastoral)
Στην φαινομενικά ήσυχη μεταπολεμική Αμερική ο «Σουηδός» Λιβόβ είναι ένας εβραίος που μοιάζει να ζει την ιδανική ζωή: παντρεύεται τη μη εβραία «ωραία» της περιοχής, αναλαμβάνει το εργοστάσιο του πατέρα, ενσαρκώνει την τελειότητα και κάνει μια χαριτωμένη κόρη. Στα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του 1960, όμως, η κόρη ριζοσπαστικοποιείται και η φαινομενικά τέλεια ζωή του «Σουηδού» καταστρέφεται.
Ο Γιούαν Μακ Γκρέγκορ μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ, Αμερικανικό Ειδύλλιο. Ένα από τα πιο γνωστά του έργα, αλλά δύσκολο στη μεταφορά του στον κινηματογράφο, το Ειδύλλιο μιλά για τις δύο όψεις της Αμερικής, για το σημείο όπου το αμερικανικό όνειρο γίνεται εφιάλτης.
Δεν το κάνει με τρόπο πρωτότυπο, όμως, -όπως το είχε κάνει για παράδειγμα το American Beauty (το οποίο διαδραματιζόταν φυσικά σε άλλη εποχή)-, αλλά με τρόπο μάλλον… μπανάλ. Από το αναμενόμενο αρχειακό υλικό μέχρι τις λήψεις που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα καινούριο -όπως η επίθεση στο ταχυδρομείο-, ο ΜακΓκρέγκορ δείχνει ότι μπορεί οι προθέσεις του να είναι καλές, αλλά δεν έχει το κάτι παραπάνω για να απογειώσει την -ομολογουμένως πολύ ενδιαφέρουσα- ιστορία.
Το βασικό πρόβλημα το διαπιστώνει κανείς από την αρχή και έχει να κάνει με την ίδια την επιλογή του σκηνοθέτη να πρωταγωνιστήσει. Ο Λιβόβ παρουσιάζεται ως ένας αμερικανός θεός και θα μπορούσε να φανταστεί κανείς έναν all american ήρωα, έναν Μπραντ Πιτ για παράδειγμα, στον ρόλο. Ο ΜακΓκρέγκορ, όμως, μοιάζει λίγος.
Οι δύο γυναίκες που τον συνοδεύουν δίνουν πολύ πιο ενδιαφέρουσες ερμηνείες. Ο ΜακΓκρέγκορ δεν εκμεταλλεύεται πλήρως τον ρόλο της Ντον (η Τζένιφερ Κόνελι σε μία ερμηνεία τραγική, ένα σχόλιο στην ομορφιά που περνά και στην ανάγκη μας να κρατηθούμε από αυτήν), αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι γίνεται το ίδιο με τον χαρακτήρα της Μέρι. Η Ντακότα Φάνινγκ είναι αυτή που ξεχωρίζει με την ερμηνεία της, εκφράζοντας την οργή μιας ολόκληρης γενιάς και ερχόμενη σε σύγκρουση με την παλιά γενιά και το κατεστημένο. Είναι απόλαυση να την παρακολουθείς να θυμώνει, να απογοητεύεται, να παραιτείται.
Σίγουρα η ταινία του ΜακΓκρέγκορ δεν είναι κακή. Είναι, όμως, επίπεδη. Της λείπει η σκηνοθετική φρεσκάδα και η σεναριακή σπιρτάδα που θα την έκανε πραγματικά αντάξια του μυθιστορήματος του Ροθ.