Ελεύθερος Σκοπευτής (American Sniper)
Ο Κρις Κάιλ θεωρείται «ζωντανός θρύλος» στο σώμα ειδικών δυνάμεων των Navy SEALs. Είναι ένας ελεύθερος σκοπευτής με απίστευτη ευστοχία και πάνω από 160 επιβεβαιωμένες εκτελέσεις στο πεδίο μάχης, σώζοντας αρκετούς συναδέλφους του και νιώθοντας ότι προσφέρει όσο καλύτερα μπορεί στην πατρίδα του. Επιστρέφοντας όμως πίσω στις ΗΠΑ στη γυναίκα του και τα παιδιά του, θα καταλάβει ότι ο πόλεμος είναι κάτι που δεν μπορεί να αφήσει πίσω του.
Ο Κλιντ Ίστγουντ είναι από τους σκηνοθέτες που έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση, με ταινίες όπως το Μυστικό Ποτάμι, το Grand Torino, τις Γέφυρες του Μάντισον, Γράμματα από την Ίβο Τζίμα, Million Dollar Baby, Μεσάνυχτα στην Αυλή του Καλού και του Κακού (προσωπικό μου αγαπημένο). Ακόμα και σε λιγότερο δυνατές ταινίες του όπως τα Hereafter, J.Edgar, Changeling, Unforgiven, καταφέρνει να χτίσει χαρακτήρες με εσωτερική βαρύτητα, που πηγάζει άλλοτε με ευαισθητοποίηση σε ιδανικά και αξίες, άλλοτε από κάτι περισσότερο μεταφυσικό. Φαίνεται ότι παραμεγάλωσε όμως και αυτή του η τελευταία ταινία συνεχίζει την κατιούσα πορεία που έχουν οι τελευταίες του βιογραφίες. Να θυμίσουμε ότι η παραγωγή είχε αναλάβει από νωρίς το πρότζεκ βασισμένο στο βιβλίο, όταν ο πραγματικός Κάιλ ζούσε ακόμα και προσανατολιζόταν στο να γυρίσει περιπέτεια με σκηνοθέτη τον Στίβεν Σπίλμπεργκ. Είχαν κλείσει από την αρχή τον Μπράντλεϊ Κούπερ για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όταν ο Σπίλμπεργκ αποχώρησε ανέλαβε ο Ίστγουντ που προφανώς βρήκε αρκετά πράγματα έτοιμα και δεν κατάφερε να τιθασεύσει την ταινία του. Προσωπικά με απογοήτευσε πάρα πολύ.
Πρόκειται για ακριβή αλλά όχι προσεγμένη όσο θα περίμενα παραγωγή, οσκαρικά προσανατολισμένη – χωρίς να το κρύβει, στα χνάρια του Hurt Locker ή του Zero Dark Thirty. Δεν θα βρείτε μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική ματιά ή κάτι που να σας ξαφνιάσει ευχάριστα. Φωτογραφία, ήχος, κινηματογραφική ροή κινούνται σε μέτρια επίπεδα.
Οι δυο κεντρικές ερμηνείες, του Μπράντλεϊ Κούπερ και της Σιένα Μίλερ, χωρίς να είναι κακές, δεν προσφέρουν τίποτα το ιδιαίτερο. Η υποψηφιότητα του Κούπερ, που είναι από τα αγαπημένα παιδιά του Χόλιγουντ, έρχεται ως αποτέλεσμα της μεταμόρφωσης του με τα παραπανήσια κιλά που φορτώθηκε. Αρνητικά σχόλια προκάλεσε η σκηνή στο μαιευτήριο με το περιβόητο «πλαστικό μωρό». Τουλάχιστον το περσινό Lone Survivor (Μόνος Επιζών) με το Μαρκ Γουόλμπεργκ είχε πολύ καλό ήχο και τις διασκεδαστικές πτώσεις από τα βράχια.
Το μεγάλο προφανές πρόβλημα της ταινίας είναι το σενάριο. Βασισμένη ουσιαστικά στο βιογραφικό βιβλίο του πραγματικού Κρις Κάιλ ξεκίνησε να περιγράφει τους «άθλους» του ως ήρωα του πολέμου του Ιράκ, που όταν γύρισε μετά από τέσσερις εκστρατίες πίσω στην πατρίδα δυσκολεύτηκε να συνεχίσει την ζωή του στοιχειωμένος από τις εικόνες που έζησε. Για άλλη μια φορά ο στρατός καταλαμβάνει τη θέση της οικογένειας και η πίστη στο καθήκον και η αγάπη για τους συναγωνιστές μετατρέπει τον χαρακτήρα σε war-junkie (πρεζάκι του πολέμου). Και όχι όσο έχουμε μια υποτυπώδη λογική δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ήρωα έναν άνθρωπο που πήγε τόσα χιλιόμετρα μακριά από τη χώρα του και σκότωνε μικρά παιδιά. Ο δε μεγάλος αντίπαλος του Κάιλ, – επειδή από τα γουέστερν ως σήμερα πάντα πρέπει να υπάρχει μια μεγάλη μονομαχία, είναι ένας άνθρωπος με το ψευδώνυμο ο «Χασάπης», ένας ιρακινός ελεύθερος σκοπευτής, πρώην ολυμπιονίκης στη σκοποβολή. Ίσως επειδή σαν λαός έχουμε συνηθίσει να κάνουμε αμυντικούς πολέμους δεν μπορούμε να μη νιώσουμε μια συμπάθεια για αυτόν το χαρακτήρα ο οποίος πολεμά τους εισβολείς στη χώρα του και δολοφόνους των συμπολιτών του.
Ο Ίστγουντ είναι δηλωμένος ρεπουμπλικάνος και δεν το κρύβει, με γεγονότα ανάμεσα τους το παραλήρημα του σε συνέδριο ρεπουμπλικάνων μπροστά σε μια άδεια καρέκλα που υποτίθεται ότι καθόταν ο Ομπάμα. Είχαν ξεκινήσει να μιλάνε με τον εν ζωή ακόμα Κάιλ για να μεταφέρουν τη θητεία του σε ταινία. Ο Κάιλ τότε είχε γυρίσει στις ΗΠΑ και βοηθούσε βετεράνους με προβλήματα στην επανένταξη τους στην κοινωνία. Τότε συνέβη το ατυχές γεγονός να δολοφονηθεί από έναν βετεράνο με ψυχολογικά προβλήματα.
Αυτό φαίνεται ότι έκατσε «γάντι» στην παραγωγή ηρωποιώντας ακόμα περισσότερο τον πρωταγωνιστή και δίνοντας τους ένα δυνατό κλείσιμο. Δυστυχώς όμως δεν το εκμεταλλεύτηκαν σωστά σε κινηματογραφικό χρόνο. Αναλώθηκαν στις μάχες, μειώνοντας χρόνο από το τι γίνεται στο μυαλό του ήρωα, πόσο δύσκολο είναι για τη γυναίκα του να ζεί μόνη και τα παιδιά του να μεγαλώνουν χωρίς να τα βλέπει. Είναι χαρακτηριστικό ότι έντονες αντιδράσεις για πολιτική προπαγάνδα ήρθαν περισσότερο από τις ΗΠΑ, με αποκορύφωμα τις δηλώσεις του Μάικλ Μουρ, που χαρακτήρισε τους ελεύθερους σκοπευτές «δειλούς», ενώ είπε ότι «Συγνώμη αλλά οφείλω να πω το αυτονόητο. Το να εισβάλεις σε μια χώρα που δεν σου έχει επιτεθεί είναι ανήθικο και παράνομο. Η Ιστορία θα μας κρίνει σκληρά για αυτό».
Τελικά να τη δω; Έχει μια φαινομενικά ενδιαφέρουσα ιστορία που γνωρίζουμε όμως από τις ειδήσεις την κατάληξη. Δεν καταφέρνει σαν παρουσίαση να συγκινήσει ως δράμα ούτε να διασκεδάσει ως πολεμική περιπέτεια. Θα μπορούσε να αφήσει ενδιαφέρουσες προεκτάσεις, φιλειρηνικές, αντιπολεμικές, για την ανθρώπινη ψυχή και την αξία της οικογένειας. Τελικά όμως εμένει στο ενοχλητικά προπαγανδιστικό ενδιάμεσο πεδίο, χωρίς να μπορεί να σταθεί αξιοπρεπώς ούτε ως δράμα, ούτε ως περιπέτεια, ούτε ως οτιδήποτε άλλο, παρά μια ενοχλητική ιεροποίηση του «αγώνα», μια θεοποίηση του αμερικάνικου στρατού –και της αναγκαιότητας του. Δεν το κρύβω… Μεγάλη απογοήτευση από τον Κλιντ Ίστγουντ.