Αν… του Χριστοφορου Παπακαλιάτη
Αν… Μια νέα ελληνική ταινία στις σκοτεινές αίθουσες ή η πρώτη ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη;
Μπορείς να παρακολουθήσεις την ταινία χωρίς να σκεφτείς την ιστορία του Παπακαλιάτη στην τηλεόραση; Μπορείς να την δεις απλά σαν μια νέα ταινία που βγαίνει στις αίθουσες;
Μεγάλο το δίλημμα για πως θα ήταν καλύτερα να δει κανείς αυτή την ταινία, όπως διλημματικός ήταν πάντα ο δημιουργός της. Αν και τα νούμερα της τηλεθέασης μόνο δίλημμα δεν προσέδιδαν…
Αυτό το δίλημμα με ταλαιπωρούσε από την ώρα που βγήκα από την σκοτεινή αίθουσα, αλλά τελικά κατέληξα πως δεν έχει νόημα. Ο Παπακαλιάτης είναι αυτός που είναι, σ’ αρέσει ή δεν σ’ αρέσει.
Η ιστορία του «Αν…» δεν είναι το πιο πρωτότυπο σενάριο που έχετε δει στο σινεμά. Για την ακρίβεια είναι μια παραλλαγή του Sliding Doors με την Gwyneth Paltrow. Πως η ζωή ενός ανθρώπου επηρεάζεται από τις πιο καθημερινές και απλές αποφάσεις του, όπως το αν θα πάει βόλτα τον σκύλο του τώρα ή θα το αφήσει για αύριο το πρωί. Γεγονός που δεν είναι επιστημονική φαντασία, αλλά καθημερινότητα… Απλά ο Παπακαλιάτης σου την παρουσιάζει σαν παραμύθι.
Ο άνθρωπος είναι Παραμυθάς! Με την καλή έννοια. Όχι λέγοντας παραμύθια-ψέμματα, αλλά παραμύθια-εξιστορήσεις.
Ένα παραμύθι λοιπόν είναι η ταινία του. Μια ταινία πλήρης. Μια ταινία με σενάριο (ναι οκ, όχι φοβερά πρωτότυπο), με σκηνοθεσία (προσωπικά νομίζω του πάει περισσότερο το σκηνοθέτης από το σεναριογράφος), με μοντάζ (η μόνιμη συνεργάτης του Στέλλα Φιλιπποπούλου σε μεγάλα κέφια), με υπέροχη μουσική (το soundtrack κυκλοφορεί οσονούπω), με πανέμορφη φωτογραφία και βέβαια με υπέροχα εξωτερικά γυρίσματα! Προσωπικά, ερωτεύτηκα την Αθήνα πάλι από την αρχή!
Και βέβαια με ηθοποιούς που στέκονται επάξια στους ρόλους τους. Ξεχωρίζω την Μαρίνα Καλογήρου που μου άρεσε περισσότερο από όλους, ίσως και γιατί είχαμε καιρό να την δούμε στην οθόνη. Η επιλογή της εξάλλου με είχε ξαφνιάσει ευχάριστα, γιατί δεν ήταν η εύκολη λύση μιας πρωταγωνίστριας που πουλάει – για να κάνουμε εισητήρια. Η Μαρία Σολωμού και η Θέμις Μπαζάκα κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα σε δύο ρόλους που είναι σαν να γράφτηκαν για εκείνες. Η Μάρω Κοντού και ο Γιώργος Κωνσταντίνου είναι απολαυστικοί και χαρίζουν λίγη από την χρυσόσκονη του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Στα αρνητικά μπορεί να πει κανείς ότι ο Παπακαλιάτης κάνει αυτό που έκανε στην τηλεόραση. Που ήταν πολύ ωραίο, προσεγμένο κλπ. αλλά δεν πάει παραπέρα, δεν πάει παραπάνω. Δεν μας δείχνει τίποτα καινούργιο. Επίσης, το γεγονός ότι έχει να αναπτύξει μια ιστορία σε 2 ώρες και όχι σε 20 επεισόδια δεν τον βοηθάει. Θέλει δουλειά αυτό, γιατί ο θεατής δυσκολεύεται να εμπλακεί συναισθηματικά.
Μην είμαστε υπερβολικά αυστηροί κριτές λοιπόν. Πρόκειται για μια ελληνική ταινία που έχει φτιαχτεί με δουλειά, φροντίδα και προσπάθεια (αυτό φωνάζει από παντού!). Δεν πάει για Όσκαρ… Αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση μια αρπαχτή που συνηθίζουμε να βλέπουμε στον ελληνικό κινηματογράφο, οπότε προτρέπω όλους να πάνε να την δούνε.
Αν είναι να δείτε μια ελληνική ταινία φέτος και να ενισχύσετε αυτό που λέγεται ελληνικός κινηματογράφος, κάντε το με αυτή. Στην τελική αξίζει να ανταμειφθεί!
Αναρωτιέμαι πως θα πάει στα εισητήρια… Αν και μου άρεσε πολύ η αισιόδοξη στάση του Παπακαλιάτη σε πρόσφατη συνέντευξή του όταν ρωτήθηκε, τι θα γίνει αν η ταινία δεν κόψει εισητήρια; Θα κόψει η επόμενη!!!
Pingback: Cinepivates – Φάκελος: «Αν» του Παπακαλιάτη