Ο Μίτος της Αριάν
H Αριάν ετοιμάζεται να γιορτάσει τα γενέθλια της: φτιάχνει την τούρτα των γενεθλίων της και ετοιμάζει το τραπέζι στο όμορφο διαμέρισμα της σε ένα συγκρότημα κατοικιών στην Μασσαλία. Το τηλέφωνο χτυπάει συνέχεια και οι καλεσμένοι, αλλά και η ίδια η οικογένεια της, της ανακοινώνουν ότι δεν θα μπορέσουν να έρθουν. Απογοητευμένη η Αριάν παίρνει το αυτοκίνητο της και κάνει βόλτες στην ηλιόλουστη Μασσαλία. Συναντά ένα νεαρό οδηγό μοτοσυκλέτας που της προτείνει ένα όμορφο παραδοσιακό ταβερνάκι στην ακροθαλασσιά. Στην επιστροφή της στην Μασσαλία η Αριάν βλέπει να παίρνει το αυτοκίνητο της ο γερανός της αστυνομίας και σαν να μην έφτανε αυτό ένας τσαντάκιας της κλέβει την τσάντα. Έτσι αναγκάζεται να γυρίσει πίσω στο ταβερνάκι και να ζήσει με την ανομοιόμορφη κοινότητα που την αποτελούν ο ρομαντικός και αυθόρμητος ιδιοκτήτης της ταβέρνας, ένας συνταξιούχος φύλακας του μουσείου φυσικής ιστορίας, ένας Αμερικανός συγγραφέας , ο νεαρός με την μοτοσυκλέτα και η κοπέλα του. Μαζί τους θα ζήσει όμορφες αλλά και δύσκολες στιγμές.
Οι ταινίες του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν μπορεί να ρέπουν προς την κωμωδία αλλά η μελαγχολία είναι ένα από τα βασικά συστατικά τους : μια μελαγχολία που πηγάζει από την πάροδο της εποχής όπου η εργατική τάξη ήταν ενωμένη, ο ήλιος πιο λαμπερός και η αδελφοσύνη και η αλληλεγγύη δεν είχαν χάσει τα δικαιώματα τους. Σε αυτή την ταινία αφήνει την μελαγχολία παράμερα και προσπαθεί να φτιάξει μια ταινία που να δώσει ελπίδες στους ανθρώπους σε αυτά τα δύσκολα χρόνια. Η Αριάν αφήνει το όμορφο διαμέρισμα της για να βγει έξω στην πόλη και, παρά τους κινδύνους και την κλοπή της τσάντας της, βρίσκει καταφύγιο σε μια παράξενη κοινότητα της οποίας τα μέλη έχουν μάθει να συνυπάρχουν με τις διαφορές τους. Μπορεί να μην καταφέρνουν να έχουν τα χρήματα που θα τους δώσουν μια άνεση αλλά έχουν μέσα τους την χαρά της ζωής που τους βοηθάει να αντέξουν. Η εισβολή της Αριάν στον μικρόκοσμο δίνει στην ταινία μια παράξενη ισορροπία ανάμεσα στην χαρά και στο σκοτάδι, στα μικρά πράγματα που κάνουν την καρδιά μας να χτυπάει αλλά και σε αυτά που την ηρεμούν και ανάμεσα στον κοινωνικό ντετερμινισμό και την ελευθερία των συναισθημάτων. Η εκπληκτική σκηνή της κλοπής των νεκρών ζώων που είναι κλεισμένα στα μπουκάλια φορμόλης στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας της πόλης είναι η σκηνή κλειδί της ταινίας: αυτή η ετερόκλητη κοινότητα συνεργάζεται για να ελευθερώσει ένα από τα μέλη της από τους δαίμονες της και βάζει σε κίνδυνο την ζωή της για να βγει πιο δυνατή από αυτήν την περιπέτεια. Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να μας μεταδώσει μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων του το όραμα μιας ουτοπίας : ενός χαμένου παραδείσου οπού η αλληλεγγύη είναι ο δρόμος της σωτηρίας. Ίσως η έλλειψη μιας κεντρικής ιστορίας ξενίσει τον θεατή αλλά οι πολύχρωμοι χαρακτήρες θα τον πάρουν από το χέρι και θα τον οδηγήσουν σε αυτή την ηλιόλουστη φαντεζί για να τον κάνουν να ξαναβρεί το χαμόγελο και την έννοια της αδελφοσύνης.
Πως μπορεί ο σκηνοθέτης να δώσει με ένα πλάνο την ουσία μιας ταινίας ; Σε μια σκηνή η Αριάν και οι πελάτες τραγουδούν ένα τραγούδι του Ζαν Φερά, Γάλλου μουσικοσυνθέτη που τα τραγούδια του συχνά αναφέρονται στην εργατική τάξη, και η κάμερα πάνω σε γερανό απομακρύνεται από την ταβέρνα για να κινηματογραφήσει την Μεσόγειο και τον λαμπερό ήλιο δίνοντας μας έτσι το νόημα του έργου :ένα τραγούδι αρκεί για να φέρει την ευτυχία με την προϋπόθεση να τραγουδάς μαζί με τους άλλους. Ο Γκεντιγκιάν αποτυγχάνει σε ένα άλλο τόμέα όμως : θέλοντας να γεμίσει την ταινία του με φόρους τιμής σε μεγάλους σκηνοθέτες χάνει το προσωπικό του ύφος και τον ρυθμό της ταινίας. Μπορεί να είναι όμορφη η σκηνή του νέου ζευγαριού που φιλιέται μέσα στο συντριβάνι θυμίζοντας την Ντόλτσε Βίτα του Φελίνι, όπως και η σκηνή της ανάβασης του πλήθους στο θέατρο θυμίζει την πορεία προς τον Γολγοθά του Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο του Παζόλίνι, αλλά και οι δύο αυτές σκηνές επιμηκύνουν τον φιλμικό χρόνο της ταινίας χωρίς να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στην πλοκή της ταινίας. Ο σκηνοθέτης επιτυγχάνει όμως να δώσει πνοή στους χαρακτήρες κινηματογραφώντας τους με κοντινά πλάνα για να πάρει από αυτούς το μάξιμουμ των συναισθημάτων και να τους κάνει πιο συμπαθείς στους θεατές. Ο Γιουσούφ Τζαορό είναι εκπληκτικός στο ρόλο του συνταξιούχου φύλακα που έχει μεταφέρει τον νόστο του για την πατρίδα του στην αγάπη του για τα πτώματα μικρών ζώων στα μπουκάλια φορμόλης. Ο Ζακ Μπουντέ συνδυάζει έξυπνα το κωμικό στοιχείο με την έμφαση που δίνει στην απαγγελία των γραπτών του. Το ζευγάρι των νέων Αντριάν Ζολιβέ και Λόλα Ναιμάτ ερμηνεύει τους ρόλους τους με φυσικότητα δίνοντας μια δροσερή νότα στην ταινία όπως και ο Ζαν Πιέρ Νταρουσαν στον διπλό ρόλο του ταξιτζή και σκηνοθέτη. Ο Ζεράρ Μειλάν είναι εξαιρετικός στο ρόλο του ιδιοκτήτη της ταβέρνας που βοηθάει όλο αυτόν τον μικρόκοσμο να ζήσει κρύβοντας κάτω από την αδιαφορία του μια μεγάλη καρδιά. Η Αριάν Ασκαρίντ ισορροπεί ερμηνευτικά ανάμεσα στην κομέντια ντελ άρτε και στον λυπημένο κλόουν. Εξερευνά με μια μεταδοτική χαρά τις ερμηνευτικές δυνατότητες της και περνά με άνεση από την χαμένη και σβησμένη Αριάν της αρχής στην ηγετική μορφή του τέλους με επιστέγασμα την εμφάνιση της στην σκηνή που θυμίζει την Λίζα Μινέλι στο Καμπαρέ. Είναι με την αστείρευτη ενέργεια της ο μίτος που μας οδηγεί στον φανταστικό κόσμο της ταινίας
Συμπέρασμα λοιπόν; Οι οπαδοί της φαντασίας, οι ποιητές και αυτοί που ονειρεύονται με τα μάτια ανοιχτά θα γευτούν με ευχαρίστηση αυτήν την μαγική παρένθεση. Αλλά θα μπορέσουμε να καταλάβουμε και αυτούς που είναι αλλεργικοί σε τέτοιου είδους φαντεζί.