ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Ανυπόφοροι Γείτονες

Αυτή είναι μία ταινία που θα μπορούσε να μπει στη λίστα των ταινιών «Ντρέπομαι, αλλά διασκέδασα», αλλά δεν το κάνει και ο λόγος είναι κυρίως ένας: ενώ υπάρχουν στιγμές που διαθέτει φρέσκο χιούμορ, τελικά δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τα χοντροκομμένα αστεία και να προσφέρει μία νέου τύπου κωμωδία.

Ένα ζευγάρι με μωρό παιδί διαπιστώνει ότι δίπλα του έχει έρθει να μείνει ένας εφιάλτης: μια πανεπιστημιακή αδελφότητα γεμάτη νεαρούς φοιτητές τίγκα στις ορμόνες και με ακόρεστη διάθεση για ξενύχτια και πάρτι. Μετά την αρχικά φιλική προσέγγιση, τα πράγματα χοντραίνουν: ο Μακ και η Κέλι (Σεθ Ρόγκεν και Ρόουζ Μπερν) τα βάζουν με τους φοιτητές και κυρίως με τον αρχηγό της αδελφότητας, τον Τέντι (Ζακ Έφρον).

Για να αναδειχθεί μία τέτοια ταινία σε αντικείμενο «μισούμε που απολαύσαμε» (όπως το πρώτο Hangover ή το This is the End) πρέπει να έχει κάτι διαφορετικό. Στην πρώτη περίπτωση αυτό ήταν η φιλιά μεταξύ των τεσσάρων τύπων, στη δεύτερη και πάλι η φιλία μπροστά στον φόβο της αποκάλυψης. Στην περίπτωση των γειτόνων, αυτό υπάρχει και είναι η σχέση του Μακ και της Κέλι.

Αχτύπητο ζευγάρι, γελάς τρυφερά με τα παθήματά τους, από το πώς ο ένας προσπαθεί να πείσει τον άλλο για το πως θα πούνε στους γείτονες να κάνουν ησυχία χωρίς να φανούν ξενέρωτοι, μέχρι το ότι είναι έτοιμοι να παρτάρουν και ως άπειροι γονείς τούς παίρνει τελικά ο ύπνος μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι αν και λένε ότι τους απασχολεί ο ύπνος της κόρης τους, την έχουνε παρατημένη σε όλη σχεδόν την ταινία, η μεταξύ τους σχέση είναι πολύ τρυφερά δοσμένη και προκαλεί χαμόγελα ακόμα και στις πιο αμήχανες στιγμές της.

Τα προβλήματα ξεκινούν με την εν λόγω αδελφότητα, η οποία προσφέρει κάποιες αφορμές για αστεία, αλλά κυρίως η εμφάνισή της κάνει το χιούμορ να περιστρέφεται γύρω από: ναρκωτικά και σεξ. Υπάρχουν κάποιες στιγμές ανθολογίας, όπως για παράδειγμα η σκηνή που Ρόγκεν και Έφρον διαφωνούν για το εάν καλύτερος Μπάτμαν είναι ο Κρίστιαν Μπέιλ ή ο Μάικλ Κίτον ή εκείνη με τους Ρόμπερτ Ντε Νίρο (ομολογώ ότι εκεί γέλασα δυνατά).

Ωστόσο, αυτό που στην αρχή φαίνεται ως φρέσκο, γρήγορα εξαντλείται σε σκατολογικό και κολεγιακό χιούμορ. Και ακόμα και οι χαρακτήρες που δεν είναι τόσο μονοδιάστατοι όσο σε άλλου τέτοιου είδους ταινίες, σύντομα δεν σε ενδιαφέρει και πολύ για το τι θα κάνουνε, καθώς ακολουθούνε τις κλασικές διαδρομές.

Τον Ζακ Έφρον τον έχουν βάλει να περιφέρεται στην ταινία με το μπλουζάκι έτοιμο να σκιστεί από τα ποντίκια (ή ημίγυμνος), παντελώς αδιάφορος. Ακόμα και η μανιέρα του Σεθ Ρόγκεν (που σε όλες τις ταινίες παίζει τον stoned χαζούλη τύπο) είναι πολύ καλύτερη από την αδύναμη παρουσία του Έφρον.

Επειδή υπάρχουν κάποια αστεία που σε κάνουν να γελάς (αυτά που αναφέρονται στην σύγχρονη τηλεοπτική και κινηματογραφική μας πραγματικότητα, οι αποτυχημένες προσπάθειες του ζεύγους να διοργανώσουν το τέλειο σχέδιο εκδίκησης), θα μπορούσαμε να μιλάμε για μία πολύ καλύτερη ταινία εάν έλειπε η υπερβολή στο σκατολογικό χιούμορ (ειλικρινά παιδιά, αυτό με το στήθος της Κέλι… όχι αστείο).

Τελικά να τη δω;

Μάλλον θα γελάσετε σε κάποιες σκηνές (αλλά θα προσπαθήσετε να το κρύψετε από τους γύρω σας). Καλοί οι Σεθ Ρόγκεν και Ρόουζ Μπερν, παντελώς αδιάφορος ο Ζακ Έφρον σε ένα σενάριο που ξεκινάει με φρεσκάδα, αλλά όσο περνά η ώρα κινείται προς την επανάληψη. Δεν είναι το χοντροκομμένο χιούμορ αυτό που μας κάνει να γελάμε, αλλά η παρέκκλιση από αυτό.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *