Ο Μπάτμαν επιστρέφει. Αλλά όχι όπως μας έχει συνηθίσει
Ίσως είναι που μας είχε καλομάθει. Ο Κρίστοφερ Νόλαν πήρε τον Μπάτμαν και τον μετέτρεψε σε Σκοτεινό Ιππότη, έδωσε ενήλικες προεκτάσεις και εμμονές σε έναν αγαπημένο χαρακτήρα, παίρνοντάς τον μακριά από τις ποπ καταβολές του -όπως αυτές εκφράστηκαν στη σειρά και στις ταινίες του Τιμ Μπάρτον. Ο Μπάτμαν του Κρίστιαν Μπέιλ είναι ένα βασανισμένο αγόρι που δεν μπορεί να μεγαλώσει. Γι’ αυτό μάς άρεσε. Και γιατί στην πορεία ερχόταν αντιμέτωπος με έναν ψυχασθενικό και βίαιο κόσμο.
Αν στην πρώτη ταινία βλέπουμε τη μετατροπή ενός «φυσιολογικού» ανθρώπου σε μασκοφόρο εκδικητή, στη δεύτερη ο Μπάτμαν έρχεται σε επαφή με την σκοτεινή πλευρά του. Στην τρίτη καλείται να αντιμετωπίσει τους περιορισμούς που του θέτει το κορμί του. Και αυτό από μόνο του σαν ιδέα είναι πολύ ενδιαφέρουσα.
Ο εχθρός που καλείται να αντιμετωπίσει (ο Μπέιν του Τομ Χάρντι στέκεται ισάξια δίπλα στους Scarecrow και Τζόκερ) είναι μια βελτιωμένη εκδοχή στρατιώτη: μια ψύχραιμη μηχανή θανάτου, υψηλής ευφυίας και δύναμης. Ο Μπέιν είναι επικίνδυνος όχι επειδή είναι ψυχασθενής -όπως ήταν οι δύο πρώτοι “κακοί” του Μπάτμαν-, αλλά επειδή είναι τόσο ψυχρά υπολογιστικός: ξέρει τι θέλει και το επιδιώκει με έναν ανελέητο τρόπο.
Το πρώτο μέρος που δείχνει αυτή την αντίθεση είναι και το δυνατό σημείο της ταινίας. Ο Μπρους Γουέιν-Μπάτμαν είναι ένας τσακισμένος άνθρωπος που ζει σε μια έπαυλη υπό κατάρρευση (την οποία συγκινήθηκα για προσωπικούς λόγους όταν την είδα, καθώς είναι το Γούλατον Παρκ που βρίσκεται στο Νότινγχαμ, μόλις πέντε λεπτά από το σπίτι που ζούσα. Εκεί περνούσα τις μέρες μου όταν δεν με κρατούσαν οι τοίχοι της φοιτητικής μου σοφίτας). Απόλυτα ταιριαστό σκηνικό για έναν ξεπεσμένο μασκοφόρο.
Όταν ο Μπρους Γουέιν ξεπερνάει την κρίση του και ετοιμάζει την επιστροφή του, ο ρυθμός της ταινίας αλλάζει, ανεβάζοντας γκάζια. Γίνεται, έτσι, καθαρόαιμη περιπέτεια, χωρίς, όμως, ξεκάθαρους στόχους και όραμα. Και ναι: ο Κρίστοφερ Νόλαν δεν μπορεί να κάνει μια κακή ταινία (όπως δεν έχει κάνει μέχρι σήμερα), δεν μπορείς, όμως να χαρακτηρίσεις τον Μπάτμαν «καλή ταινία». Μετά το δεύτερο μισό φλυαρεί ακατάπαυστα (συχνό πρόβλημα στις ταινίες του Νόλαν), κουράζει, ενώ στο τέλος ξεφουσκώνει (μεγάλη απογοήτευση, καθώς το βρήκα πολύ κλασικό). Για τέλος μιας τριλογίας περίμενα κάτι πιο σκοτεινό.
Εκτός από τον Τομ Χάρντι, απολαυστική είναι και η Αν Χάθαγουεϊ ως Κατγούμαν (αν και η Μισέλ Φάιφερ παραμένει αξεπέραστη σε αυτόν τον ρόλο), της οποίας ο ρόλος είναι μάλλον εκείνος της γλάστρας, καθώς μαθαίνουμε ελάχιστα για αυτήν. Παράλληλα, βλέπουμε έναν Μάικλ Κέιν στα καλύτερά του. Ενδιαφέρουσα προσθήκη ο Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ που εάν υπάρξουν άλλες ταινίες Μπάτμαν (έστω και υπό τις οδηγίες άλλου σκηνοθέτη) θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας.