“Εγώ επιβιώνω. Ειμαι καλλιτέχνης εγώ! “
Πότε ακριβώς θεωρείται καποιος, συγγραφέας; Αρκει ο αυτο-χαρακτηρισμός ως τέτοιου (ακολουθώντας τη ρήση του Ορτέγκα Υ Γκασέτ: “ευφυϊα είναι να εφευρίσκεις την ειδικότητά σου” ); ‘Η μήπως ιδρυτική της ιδιότητας είναι η έξωθεν μαρτυρία; Ειναι συγγραφέας όποις δηλώνει ότι ειναι στη φορολογική του δήλωση; Αυτος που γραφει πυρετωδώς αλλά δεν εχει εκδώσει τίποτα ,αρα δημοσιοποιήσει, τίποτα; Ή αυτος που εχει λαβει το εκδοτικό βάπτισμα του πυρός;
Τί στο διάβολο ήταν ο Τζοναθαν Φλιν επιτέλους;
Η ταινία του Paul Weitz Being Flynn , βασισμένη στα απομνημονεύματα του γιού του Νίκολας, με τίτλο Another Bullshit Night In Suck City ειναι απ΄αυτές τις ταινίες που τις βλέπεις ,ενίοτε κάνοντας παράλληλα άλλα πράγματα και όταν τις ξαναπαίξεις αργότερα στο κεφάλι σου, συνειδητοποιώντας πόση τραγικότητα κρυβουν ,παθαίνεις σοκ. ‘Οχι, η ταινία του Weitz – μ’εναν έξοχο Robert De Niro στο ρόλο του μυστηριου “τρένου” Τζοναθαν Φλιν(υπαρκτού προσώπου σημειωτέον) , κι έναν ελαφρώς εκνευριστικό Paul Dano στο ρόλο του γιού του-δεν ειναι μόνο μιά ταινία για μιά παραγνωρισμένη συγγραφική μεγαλοφυϊα (με ψευδαισθήσεις μεγαλείου “3 κλασσικούς συγγραφείς εβγαλε η Αμερική, τον Τουαίην, τον Σάλιντζερ κι εμένα”) για έναν κατ’ ουσίαν μποέμ τύπο , προσηλωμένο απολύτως στο προσωπικό του όραμα, με σύζυγο και παιδί τους οποίους έχει εγκαταλείψει, ο οποίος γράφει μανιωδώς , γιατί “εγώ είμαι καλλιτέχνης, μαζευω υλικο , παρατηρώ τους ανθρώπους”, ρατσιστής και ομοφοβικός επιπλέον. Ειναι και μία παράλληλη παρουσίαση του θεσμού των ξενώνων για άστεγους/άπορους ανθρώπους. Σ’ εναν τέτοιο ξενώνα έζησε και εργάστηκε και ο ίδιος ο Νικ Φλιν,απ΄τα 24 του.
Μην περιμένετε πολυτελείς εγκαταστάσεις. Η μοίρα του άστεγου φαίνεται πως ειναι το ομαδόν: αναγκαστική συμβίωση με άλλους 100 ομοιοπαθείς, με απουσία καθε ιδιωτικοτητας σχεδόν. Μπάνιο σε ντουζιέρες με απλά διαχωριστικά , φαγητό και ύπνος σε τεράστιους θαλάμους ,αντάμα με τους υπόλοιπους, ντύσιμο με ρουχα προερχόμενα απο δωρεές, που εύχεσαι να ειναι στο νούμερό σου, τα οποία δεν επιλέγεις , στα προσφέρει ο ξενώνας και τα δέχεσαι μ’ευγνωμοσύνη, ιδιως αν τα έχεις κάνει πάνω σου και το μονδικό σου παντελονι, κι αυτό προσφορά, είναι σε κακα χάλια…
Ειναι ομως και η παρουσίαση της σχέσης πατέρα-γιού, του Τζόναθαν Φλιν δηλαδή και του γιού του Νικ, τον οποίο ειχε “φτυμένο” για 18 χρόνια ,που ανατράφηκε απ΄τη μητέρα του Τζόντι ( η Julliane Moore) ,γνώρισε ολους τους εραστές της αλλά τον πατέρα του δεν αξιώθηκε να τον γνωρίσει στην ώρα του.
Η ταινία του Weitz είναι “δύσπεπτη”. Ο Robert De Niro ,με την αφοπλιστική του ερμηνεία , τύπου : εμένα θα μου πείς; Εγω ειμαι μεγας συγγραφέας, ανοιξε εκείνο το νοτυλάπι, βγαλε το μπλε νοσιέ να σου δείξω, να δεις τι πατέρα έχεις” αποτελεί άκρως οικεία περίπτωση γονέα σε πολλούς, γονέα με μανία αυτοπροβολής/αυτεπιβεβαίωσης…
Ένας άνθρωπος με προσωπικό όραμα, για τον εαυτό του όραμα, που πίστεψε σ’αυτο μέχρι κεραίας και ανυποχώρητα ζούσε βάσει αυτού ,ακόμη κι αν κατάντησε να κοιματια πάνω απ΄τους εξαεριστήρες του μετρό, προκειμένου να ζεσταθεί. Που είχε μιά χαλασμένη οικογενειακή ζωή. Βλέποντας τη θαυμάσια ερμηνεία του De Niro (τελικά όλοι οι μεγαλομανείς επιδεικνύουν παρόμοια συμπεριφορά νομίζω), την απολύτως κατανοητή σταση του Dano απέναντι σ’εναν ουσιαστικά απόντα πατέρα, που παρουσιάζεται ξαφνικά απ΄το πουθενά (επειδή έχει τηναναγκη του- απαιχτη η σχετική σκηνή με το τηλεφώνημα), και που νομίζει οτι θ’αναψει σαν διακόπτη μέσα στην ψυχή του γιόκα του την αγάπη προς αυτόν( κατά ειρωνικό τρόπο μία απ΄τις δουλειές του Νικ στην ταινία , ειναι και αυτη του ηλεκτρολόγου) επειδή βλακωδώς ή μη πιστεύει , ότι οι δικοι μας άνθρωποι ,ακομη κι αν τους γράφουμε στο μαλακο μας υπογάστριο, μας περιμένουν σαν πιστά σκυλιά μ’ επιλεκτική αμνησία, και πως όλα θα συνεχισοτύν απο εκεί που τ’αφησαν, εκτιμάς τ’απλά αλλά τοσο ουσιαστικά και θεμελειώδη πράγματα για έναν στοιχειωδώς καλοστεκούμενο εγωϊσμό: το ζεστό σπίτι που σε προφυλάσσει απ΄τα χτυπήματα της καθημερινότητας, το καθαρό νερό, το φαγητό καθε μερα στο τραπέζι σου, το ηλεκτρικό ,το τηλεφωνο.
Το να μην είσαι, εν ολίγοις, εκείνη η αξιολύπητη φιγούρα που ζέχνει, στην άκρη του πεζοδρομίου, την οποία προσπερνούν βιαστικά οι καλοβαλμένοι και πάντα έχοντες κάπου να πάνε περαστικοί, που κοιμάται στα παγκάκια, αν ειναι τυχερή, με προσκέφαλο την τσάντα με τα υπάρχοντά της, κινδυνεύοντας ανά πάσα στιγμή να πέσει θύμα βιασμού, ξυλοδαρμού, ληστειας, κρρυοπαγημάτων κ.λ.π.
Κι αν σας φαινεται χαοτικο το κείμενο που τώρα διαβάζετε, σκεφτείτε τον Τζόναθαν Φλιν. Πως έζησε και ως άστεγος, φυλακισμένος για απάτες, ανέστιος και πένηε, κι έγραφε ίσως επειδή κατά βάθος πίστευε πως ηταν ένας άχρηστος , και το γράψιμο του έδινε τη λυτρωτική ψευδαισθηση οτι παρήγε επιτέλους κάτι…
Ναι, μπορεί πιστέυω να προσεγγιστεί κι ετσι η περίπτωση Τζόναθαν Φλιν- ολόκληρη η ταινία μοιάζει σαν η εκδίκηση του ρεαλισμού, προς τον στοχασμό και τη “ρέμπελη” ζωή. Ο μεγάλος συγγραφέας Τζόναθαν Φλιν, που ενημέρωνε το γιό του: “εγώ σ’εφτιαξα. ΕΓΩ! Νομιζεις πως εισαι διαφορετικός από μένα;” Ο γιός , ο οποίος αυτος τελικά πρόσφερε ένα κεραμίδι στον πατέρα του, ο γιός με την πρώην του που τον ρωτούσε πικρόχολα: “γιατί λυπάσαι; για την πλήρη ανεπάρκειά σου ως ανθρώπινο πλάσμα; ”
Πόση κατηγορικότητα (με την έννοια του αναπόδραστου) εμπεριέχει η συγγένεια εξ αίματος α’ βαθμού; Πόσο ίδιοι με τους γονεις μας ειμαστε τελικά; Είμαστε; Αυτο το “ειμαι ο εαυτός μου”, πόσο αμιγές ειναι;
Η σχέση Τζόναθαν- Νικ αξίζει ιδιαίτερης προσοχής. Αγάπη, δεν μπορεσα να εντοπίσω, ενδιαφέρον σίγουρα, αλλά το φινάλε της ταινίας, με την ακατανόητη φράση του Τζόναθαν συνοδευόμενη από μια απερίγραπτη γκριμάτσα, με προβλημάτισαν πολύ.
Τι εννοούσε ο ποιητής; Γονείς- οι μη θίξιμες “αυθεντίες” που εχουν την ικανότητα να μας καταστρέφουν ενίοτε, δια βίου.
Το πρώτο βήμα για την απελευθέρωσή μας ειναι η αποκαθήλωσή τους. Και μετά;