BERLINALE 73: The Survival of Kindness
BERLINALE 73
The Survival of Kindness του Rolf de Heer
Διεθνές Διαγωνιστικό
Ανταπόκριση M.G.Vagenas
The Survival of Kindness σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αυστραλού Rolf de Heer, που παρουσιάστηκε στο διαγωνιστικό τμήμα της Berlinale, ξεκινά in medias res με μια αινιγματική σκηνή: καθώς η κάμερα κινείται με ένα τράβελλινγκ προς τα πίσω μας αποκαλύπτει μια σειρά από πλαστικές φιγούρες που απεικονίζουν οπλισμένους στρατιώτες στην αυλή ενός σπιτιού, όσο η κάμερα συνεχίζει το τράβελλινγκ, στο έδαφος βλέπουμε μια σειρά από φιγούρες μαύρων ανδρών και γυναικών. Είναι όλοι νεκροί. Όταν η κάμερα ολοκληρώνει την πορεία της ανακαλύπτουμε ότι όλη αυτή η αναπαράσταση δεν ήταν τίποτα άλλο πάρα η μακάβρια διακόσμηση μιας τεράστιας τούρτας, η οποία κόβεται από κάποια χέρια που μόλις διακρίνονται στο ημίφως, για να γιορταστεί η σφαγή που διαπράχτηκε. Με αυτό τον τρόπο μας καλωσορίζει ο Rolf de Heer στον δυστοπικό κόσμο που δημιούργησε, έναν κόσμο που έχει πέσει στα χέρια βίαιων και αδίστακτων ομάδων λευκών ανδρών, που φορούν αντιασφυξιογόνες μάσκες και στοχεύουν στην εξόντωση του μαύρου πληθυσμού.
Την πρωταγωνίστρια της ταινίας – που αναφέρεται στους τίτλους τέλους ως η Μαύρη Γυναίκα- μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, με μεγάλα εκφραστικά μάτια, θα την δούμε αμέσως μετά από αυτό το αλλόκοτο πάρτι: μια χούφτα στρατιώτες, που μουρμουρίζουν ακατανόητα λόγια σε μια ανύπαρκτη γλώσσα, την έχουν αιχμαλωτίσει σε ένα μεγάλο σιδερένιο κλουβί και, την επόμενη μέρα, θα την εγκαταλείψουν στη μέση της ερήμου, καταδικάζοντας τη να πεθάνει με αυτό τον βασανιστικό τρόπο.
The Survival of Kindness, το οποίο εξερευνά τους κώδικες του κινηματογράφου του φανταστικού με μεγάλη ευαισθησία και ευρηματικότητα, μας παρουσιάζει την οδύσσεια της πρωταγωνίστριας σε έναν κόσμο δυνητικά μελλοντικό, αλλά τόσο αναγνωρίσιμο, ώστε να μας αφήνει βαθιά αναστατωμένους.
Η πρώτη σκηνή της ταινίας -που γυρίστηκε στην Τασμανία και τη νότια Αυστραλία-, όπου βλέπουμε εγκατεστημένο στη μέση της ερήμου ένα σιδερένιο κλουβί με την πρωταγωνίστρια να βρίσκεται εγκλωβισμένη στο εσωτερικό του, είναι πραγματικά εντυπωσιακή.
Στην σκηνή αυτή εναλλάσσονται διάφορες λήψεις, από διαφορετικές γωνίες, περνάμε από γενικά πλάνα, στα οποία το κλουβί φαίνεται μικροσκοπικό και χαμένο μέσα στην απεραντοσύνη της ερήμου, σε πολύ κοντινά πλάνα, όπου ο σκηνοθέτης εστιάζει την προσοχή του τα μυρμήγκια που ξεπηδάνε από το έδαφος της ερήμου και σκαρφαλώσουν στο κλουβί. Η κάμερα μεγεθύνει υπέρμετρα τις διαστάσεις τους, μετατρέποντάς τα σε πραγματικά τέρατα που επιτίθενται το ένα στο άλλο και στο τέλος αλληλοσπαράζονται. Εν τω μεταξύ, η γυναίκα κοιτάει απαθής γύρω της- περνάει μια μέρα, περνάει και δεύτερη- ώσπου ανακαλύπτει ένα κομμάτι σίδερο με το οποίο καταφέρνει να ξεβιδώσει τις βίδες του κλουβιού και να απελευθερωθεί.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δραματικής διαδρομής με την οποία θα δούμε να έρχεται αντιμέτωπη, η πρωταγωνίστρια παραμένει πάντα σε εγρήγορση, ευφυής, προικισμένη με αίσθημα πρακτικότητας και κυρίως με ένα βλέμμα γεμάτο καλοσύνη και συμπόνια για όλα αυτά τα χαμένα και εγκαταλελειμμένα πλάσματα που θα συναντήσει καθ’ οδόν.

Ο Rolf de Heer καταφέρνει αμέσως να μας κάνει να ενστερνιστούμε την υποκειμενική οπτική της πρωταγωνίστριας, ενεργοποιώντας έναν επιδέξιο μηχανισμό ταύτισης- οι περιπέτειές της μας αγγίζουν, αναπνέουμε στο ρυθμό της, ελέγχουμε τον ορίζοντα με προσοχή και φόβο, ακολουθώντας το άγρυπνο βλέμμα της, αγκομαχούμε και τρέμουμε μαζί της σε κάθε νέα απειλή.
The Survival of Kindness σκιαγραφεί ένα σύμπαν που είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφήσουμε, καθώς τα αφηγηματικά στοιχεία μας προσφέρονται με φειδώ και, σε κάθε τροπή, η οπτική γωνία αλλάζει, προσθέτοντας νέες και απροσδόκητες εξελίξεις.
Κάτι μαγικό και μυστηριώδες περιβάλλει το ταξίδι αυτής της γενναίας γυναίκας, που διασχίζει την έρημο προσπαθώντας να σωθεί, χωρίς φαγητό και νερό, ξυπόλητη, φορώντας ένα κουρελιασμένο ρούχο.
Παντού θα συναντήσει σκηνές καταστροφής και θανάτου: μισοκατεστραμμένα, εγκαταλελειμμένα σπίτια και πτώματα που μόλις και μετά βίας καλύπτονται από την άμμο.
Για να συνεχίσει τη φυγή της η ηρωίδα πρέπει να βρει παπούτσια- θα πάρει αυτά ενός πτώματος, που θα συναντήσει στην αρχή της πορείας της. Αυτό το στοιχείο, που φαίνεται εκ πρώτης όψεως δευτερεύον , θα γίνει μια κόκκινη κλωστή που διασχίζει όλη την ταινία- μιας και τα παπούτσια έχουνε σε αυτόν τον αλλόκοτο, βίαιο κόσμο, μεγάλη ανταλλακτική αξία.
Εκτός από την απειλή των οπλισμένων λευκών αντρών με τις αντιασφυξιογόνες μάσκες,
ο θάνατος φαίνεται επίσης να πλήττει την ανθρωπότητα με τη μορφή μιας πανδημίας που προκαλεί πληγές, βήχα και τελικά αιμορραγία. Οι άρρωστοι και τα πτώματα είναι αμέτρητα.
Στο δρόμο της, η ηρωίδα βρίσκει πάντα τον τρόπο να προσφέρει ένα χέρι βοήθειας, να ρίξει ένα βλέμμα συμπόνιας σε όσους την πλησιάζουν καθώς διασχίζει διαφορετικά μέρη, περνώντας σταδιακά από την έρημο σε δύσβατες ορεινές περιοχές, διασχίζοντας φαράγγια ποταμών ανάμεσα σε ψηλούς βράχους, περνώντας μέσα από δάση και εγκαταλειμμένες πόλεις, φτάνοντας τελικά στις ακτές της θάλασσας και σε ένα λιμάνι όπου ένα τεράστιο βιομηχανικό συγκρότημα φυλάσσεται από ένοπλους μισθοφόρους.
Στο περιπετειώδες οδοιπορικό της απόδρασής της, θα ζήσει μια στιγμή γαλήνης και ευτυχίας, στις όχθες μιας ορεινής λίμνης, όπου θα ξαποστάσει για λίγο, χαμογελώντας καθώς ατενίζει τον ήλιο και το νερό.
Η αφήγηση διαδραματίζεται σε μια ατμόσφαιρα μαγικού ρεαλισμού, όπου η βία, ο πόνος και ο θάνατος μετριάζονται από μια αίσθηση αυτοσαρκασμού και στιγμές αυθεντικού λυρισμού.
Αιθέρια και ποιητική είναι εκείνη η κομβική σκηνή στην οποία ένα νεαρό κορίτσι ασιατικής καταγωγής – η Brow girl- εκτελεί, ανάμεσα στους τάφους ενός νεκροταφείου, με δυναμικές και αρμονικές κινήσεις μιας πολεμικής τέχνης, έναν χορό που φαίνεται να μπορεί να αποτρέψει τον θάνατο. Όταν, μετά από διάφορες περιπέτειες, προσβάλλεται και αυτή από τη θανατηφόρο ασθένεια, η ηρωίδα αποφασίζει να γυρίσει προς τα πίσω για να οδηγήσει το κορίτσι, που πεθαίνει πια, στις όχθες εκείνης της λίμνης όπου είχε νιώσει, για μια στιγμή, απόλυτα ευτυχισμένη.
Σε μια ιστορία στην οποία η γλώσσα είναι ακατανόητη, αυτή είναι η μόνη σκηνή στην οποία ακούμε έναν πραγματικό διάλογο μεταξύ δύο χαρακτήρων, παρόλο που ο καθένας τους μιλάει μια γλώσσα που ο άλλος δεν καταλαβαίνει. Η ταινία κορυφώνεται με ένα συγκλονιστικό και αναπάντεχο φινάλε.
Με την κομψή και μινιμαλιστική σκηνογραφία της και την υπέροχη ερμηνεία της Mwajemi Hussein στο ρόλο της Black Woman, The Survival of Kindness μας μιλάει τελικά για τα πολύ απτά προβλήματα του κόσμου μας- τη βία, τον ρατσισμό, τις πανδημίες και την καταστροφή του οικοσυστήματος, βάζοντας σε πρώτο πλάνο ίσως τη μόνη αξία που μπορεί να μας σώσει, αυτή της ανθρωπιάς.