BERLINALE73: MANODROME
Ανταπόκριση: M.G. Vagenas
Με την ταινία Manodrome του John Trengrove, δύο σπουδαίες αμερικανικές βεντέτες έκαναν την εμφάνισή τους στο κόκκινο χαλί της Berlinale: ο Jessie Eisenberberg και ο Adrien Brody. Οι προσδοκίες ήταν μεγάλες και η δημοσιογραφική προβολή ήταν sold out.
Το Manodrome –ο συνειρμικός τίτλος της μας παραπέμπει άμεσα στην έννοια του ανδρισμού- μας διηγείται την ιστορία ενός νεαρού άνδρα, του Ralph, που όλοι φωνάζουνε Ralphie, αντιμέτωπο με ένα δύσκολο παρόν και ένα εξίσου τραυματικό παρελθόν.
Ο πρωταγωνιστής είναι οδηγός ταξί σε μια μεγάλη αμερικανική πόλη. Βιώνει μια σκληρή καθημερινότητα κυρίως λόγο των τραυματικών εμπειριών της παιδικής του ηλικίας, που τον βασανίζουν ακατάπαυστα.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ralphie, θέλει να τα καταφέρει, να προχωρήσει στη ζωή και να δημιουργήσει μια δική του οικογένεια, που θα του δώσει όλη τη στοργή και την ανθρώπινη ζεστασιά που έχει ανάγκη. Και η κοπέλα του έχει είναι δύσκολο παρελθόν, αλλά και αυτή προσπαθεί με όλες τις δυνάμεις της να πραγματοποιήσει το όνειρο μιας ευτυχισμένης οικογένειας.
Οι δυο τους είναι πολύ δεμένοι και αγαπιούνται, νιώθουμε ότι υπάρχει μια πραγματική συντροφικότητα ανάμεσά τους. Γελάνε, αστειεύονται και πειράζουν ο ένας τον άλλον αγκαλιασμένοι στον καναπέ του παλιού διαμερίσματος όπου μένουν, στην ουσία του σπιτιού όπου μεγάλωσε ο Ralph. Είναι χειμώνας, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, και παρά το κρύο και την καταχνιά της πόλης, οι δύο μέλλοντες γονείς ετοιμάζονται με χαρά να υποδεχτούν το μωρό τους, που περιμένουν να γεννηθεί μέσα στις γιορτές. Ο Ralphie φροντίζει ιδιαίτερα την έγκυο σύντροφό του. Κάθε βράδυ πάει και την παίρνει με το ταξί του στην έξοδο του σούπερ μάρκετ όπου εργάζεται για να την οδηγήσει σπίτι, ώστε να μην κουράζεται άσκοπα. Οι δυο τους περιμένουν με ανυπομονησία, αλλά και με αρκετό άγχος, το ευτυχές γεγονός, καθώς τα χρήματα δεν είναι αρκετά, όπως βλέπουμε σε μια από τις πρώτες σκηνές της ταινίας, όπου το ζευγάρι, μπροστά στο ταμείο ενός μαγαζιού με μωρουδιακά, αδυνατεί να πληρώσει τα ψώνια που έκανε για τον ερχομό του νεογέννητου.

Η ζωή του Ralphie, που νιώθει πνιγμένος από το βάρος των υποχρεώσεων του, εκτυλίσσεται ανάμεσα στη δουλειά, στα βράδια που περνάει στο σπίτι με τη σύντροφό του και στο γυμναστήριο, όπου τον βλέπουμε να γυμνάζεται αδιάκοπα για να χτίσει τους μύες που δεν έχει. Σε αυτό το γυμναστήριο νιώθουμε να κορυφώνεται, από τις πρώτες κιόλας σκηνές, η ένταση και η αγανάκτηση του πρωταγωνιστή που θα ήθελε να ανήκει και αυτός στην ομάδα των γεροδεμένων ανδρών, όμως, παρ’ όλη την καλή του θέληση και το πείσμα με το οποίο γυμνάζεται, δεν τα καταφέρνει. Μια ομάδα μαύρων με εντυπωσιακούς μύες, που συχνάζουν στο ίδιο γυμναστήριο, τον αντιμετωπίζει με περιφρόνηση και σαρκασμό.
Ο John Trengrove μας αποκαλύπτει αμέσως τα ψυχολογικά προβλήματα του πρωταγωνιστή του. Πίσω από την όψη ενός ήπιου και εσωστρεφούς χαρακτήρα, ο Ralph κρύβει μια τεράστια οργή. Επίσης τα χάπια που παίρνει για να χτίσει μυϊκή μάζα αυξάνουν το άγχος και τη λανθάνουσα επιθετικότητά του, πυροδοτώντας κρίσεις παράνοιας.
Ο ανασφαλής χαρακτήρας του γίνεται αντιληπτός από ένα γυμναστή με το οποίο ο Ralph έχει κάπως δέσει. Ο άνδρας αυτός, που είναι μέλος μιας αποκλειστικά ανδρικής οργάνωσης, βλέπει στο πρόσωπο του Ralph ένα εν δυνάμει μέλος της ομάδας και του προτείνει να τον συστήσει στους «φίλους» του που τόσο τον βοηθήσαν και τον στηρίξαν σε δύσκολες στιγμές και θα μπορούσαν να βοηθήσουν και αυτόν να λύσει τα δικά του προβλήματα.
Ο Ralph δέχεται να βγει ένα βράδυ με αυτή την παρέα συμπαθητικών και εγκάρδιων ανδρών, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ένας χαρισματικός χαρακτήρας που ονομάζεται Father Dan. Μετά από αυτή την πρώτη συνάντηση, ο Ralphie γοητευμένος και κολακευμένος από το ενδιαφέρον που φαίνεται να δείχνουν όλοι τους για το πρόσωπο του, επισκέπτεται την έδρα της οργάνωσης , ένα μεγάλο και φιλόξενο σπίτι στην εξοχή, όπου οι άνδρες αυτοί ζουν όλοι μαζί σε ένα κοινόβιο.
Η οργάνωση αυτή, της οποίας γκουρού και ηγέτης είναι ο μυστηριώδης Father Dan, που υποδύεται με ίστρο ο Adrian Brody, υπόσχεται να γίνει μια νέα οικογένεια για τα μέλη της, με την προϋπόθεση ότι θα αφήσουν πίσω τους, για πάντα, όλες τις μέχρι τώρα σχέσεις τους. Στην πραγματικότητα, ο Father Dan προτείνει στους ακόλουθούς του την παλινδρόμηση σε μια παιδική, α-σεξουαλική κατάσταση -δεν είναι τυχαίο ότι τα μέλη της σέκτας ονομάζονται sons, γιοί- επιβάλλοντάς τους απόλυτη σεξουαλική αποχή.
Δεν γίνεται ποτέ σαφές ποιοι ακριβώς είναι οι απώτεροι στόχοι αυτής της οργάνωσης, εκτός από το να διακηρύσσουν έναν απόλυτο μισογυνισμό , να αποκόπτουν εντελώς τις γυναίκες από τις ζωές τους και να δίνουν όρκο αγνότητας. Το θέμα αυτό δεν αναπτύσσεται περαιτέρω από το σενάριο, αφήνοντάς μας μάλλον μπερδεμένους.
Αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον και πρωτότυπο στοιχείο της ταινίας, το ότι δηλαδή εστιάζει στις ανδρικές συμπεριφορές που ορίζονται ως toxic masculinity (τοξική αρρενωπότητα), έστω και αν δεν καταφέρνει τελικά να αναπτύξει περισσότερο αυτή την θεματική, προτιμώντας να ακολουθήσει μια διαφορετική αφηγηματική πορεία, πολύ πιο πολύπλοκη και, τελικά, αρκετά συγκεχυμένη και ασαφή.

Ο σκηνοθέτης σκιαγραφεί το έπος ενός χαρακτήρα που οδεύει προς την απόλυτη κατάρρευση καταλήγοντας να γίνει ένας δημόσιος κίνδυνος, έτοιμος να σκοτώσει όποιον του αντιτίθεται.
Ο Ralph θα αποδειχθεί λιγότερο εύπλαστος απ’ ό,τι αναμενόταν. Η αίρεση δεν θα καταφέρει να τον αφομοιώσει πλήρως, εφόσον η γέννηση του παιδιού του φαίνεται να είναι τελικά πιο σημαντική γι’ αυτόν από τις επιταγές του γκουρού του. Αρχικά μεν αποφεύγει τη σύντροφό του για μερικές μέρες- «Οι γυναίκες είναι η αιτία για όλα μας τα βάσανα!» αυτή είναι η κατήχηση της ομάδας του Father Dan – αλλά στο τέλος πηγαίνει στο νοσοκομείο όπου μόλις έχει γεννηθεί το αγοράκι τους και δείχνει έτοιμος και πρόθυμος να αναλάβει τις ευθύνες του.
Εξακολουθεί να ελπίζει ότι μπορεί να σώσει την οικογένειά του και τη ζωή του, αγνοώντας το τραύμα της εγκατάλειψης που βίωσε ως παιδί και αιτία της συναισθηματικής του ανισορροπίας – ο πατέρας του είχε φύγει για πάντα την ημέρα των Χριστουγέννων – αλλά, παρά τις καλές του προθέσεις, η κατάσταση τελικά ξεφεύγει . Μπορεί τα λόγια του Father Dan να μην κατάφεραν να τον χωρίσουν από τη γυναίκα του, ξύπνησαν όμως μέσα του μια σειρά από καταπιεσμένες ορμές, όπως αυτή της ομοφυλοφιλίας, οδηγώντας τον να ξεσπάσει βάναυσα πάνω σε έναν άνδρα -τον ίδιο τον μαύρο άνδρα που κοιτούσε με φθόνο στο γυμναστήριο- αφότου είχε την πρώτη του οµοερωτική σχέση του μαζί του. Από αυτό το σημείο και μετά, η ιστορία του Ralphie γίνεται όλο πιο ασυνάρτητη και αλλόκοτη- ενώ η κοπέλα του φεύγει, εγκαταλείποντας το παιδί τους μόνο του, ο Ralphie, όλο πιο απελπισμένος και επιθετικός επιστρέφει στο κρησφύγετο της σέκτας, όπου ακολουθεί μια κλιμάκωση της βίας, που θα οδηγήσει τελικά τον πρωταγωνιστή σε μια κατάσταση απόλυτου εκμηδενισμού.
Ξεκινώντας από μια πρωτότυπη ιδέα που θα μπορούσε να είναι γόνιμη -αυτή της τοξικής αρρενωπότητας- ο σκηνοθέτης μπερδεύεται στους μαιάνδρους μιας ιστορίας χωρίς συνοχή και νόημα.
Ο κόσμος του αμερικανικού κινηματογράφου είναι γεμάτος από χαρακτήρες που χάνουν τον έλεγχο σκοτώνοντας οποίον βρουν μπροστά τους, όπως το Falling Down (1993) του Michel Schumacher, είναι γεμάτος επίσης και από ταινίες για βίαιες συμμορίες και μυστικές οργανώσεις, όπως το Fight Club (1999) του David Fincher, για να αναφέρουμε δυο γνωστά παραδείγματα. Η προσπάθεια του John Trengrove να συνδυάσει αυτές τις δυο θεματολογίες στην ταινία του δεν είναι όμως, κατά τη γνώμη μου, πετυχημένη. Παρ’ όλα αυτά, το Manodrome είναι μια ταινία με γρήγορο, ρευστό ρυθμό και άρτια φωτογραφία, που οφείλει πολλά στη θαρραλέα ερμηνεία του Jessie Eisenberberg, σε ένα κόντρα ρόλο, στον οποίον καταφέρνει να αποδώσει πειστικά όλες τις αντιφάσεις του βασανισμένου αυτού χαρακτήρα.