Δυό μάτια γαλανά
” Παρακαλώ προσδεθείτε. Ξεκινάει η (απότομη) προσγείωση στην πραγματικότητα”.
Αυτή η φράση θα μπορούσε να συνοδεύει το αλληγορικό, μέσα στην κυριολεξία του, εναρκτήριο πλάνο της τελευταίας ταινίας του Woody Allen BLUE JASMINE : ένα αεροπλάνο σκίζει τους αιθέρες. Μεταφέρει μια κομψοντυμένη , ωραία γυναίκα, η οποία πάσχει από λογοδιάρροια, αφηγείται σε συνεπιβάτιδά της , την υπέροχη, μεγαλοαστική ζωή της στη Ν.Υόρκη, απ΄την οποία έφυγε άρον-άρον για να μείνει στο Σαν Φρανσίσκο με την αδελφή της Τζίντζερ.
Η Τζάσμιν εχει χάσει τα πάντα- όλα της τα υπάρχοντα βρίσκονται μέσα σε μερικές πολυτελείς βαλίτσες Lui Vuitton με τ’αρχικά της. 60 περίπου χρόνια νωρίτερα , ο Elia Kazan -μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το θρυλικό θεατρικό του T. Williams A STREETCAR NAMED DESIRE – έβαζε την (αντι) ηρωίδα του Μπλανς Ντυμπουά, καθηγήτρια Λογοτεχνίας σε Γυμνάσιο, να κάνει κάτι παρόμοιο, να φέυφει εσπευσμένα απ΄το Οριόλ του Μισσισιπή και να φτάνει στη Ν.Ορλεάνη για να μείνει με την αδελφή της Στέλλα.
Μόνο ένας παντελώς άσχετος με σινεμά ή θέατρο, ή ένας αμνήμων, θα παρέβλεπε πιστευω τις κραυγαλέες ομοιότητες/αναλογίες της ταινίας του δαιμόνιου Νεοϋορκέζου με το αριστούργημα του Williams. Αυτό δεν το λέω ως μομφή. Ασχέτως αν ήταν συνειδητή επιλογή του αγαπημένου σκηνοθέτη / σεναριογράφου ή του βγήκε αυθόρμητα , αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα μετεγγραφής στα καθ’ ημάς, εκσυγχρονισμού κι εν τέλει αναβίωσης , του αρχετυπικού χαρακτήρα της Μπλανς στην εποχήγ της χρηματιστηριακής λαιμαργίας και οικονομικής κρίσης, στην εποχή του αχαλίνωτου και πλέον ξεδιάντροπου καπιταλισμοού. Γιατί η πολύ ωραία, κατάξανθη και τόσο αρχοντική και φινετσάτη Τζάσμιν είναι η Μπλανς των ‘OOs. Η Cate Blanchett (βραβευμένη ήδη με Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου φέτος) είναι τίποτα λιγότερο από έξοχη. Ολόκληρη η ταινία , την οποία φίλοι πρόλαβαν να χαρακτηρίσουν “προχειράτζα, έχει αρχίσει να γερνάει ο Γούντι κι άφησε ιδέες ανεκμετάλλευτες στο σενάριο”, διασώζεται και στηρίζεται στη σπαρακτική κατ’ ουσίαν ερμηνεία αυτής της υπέροχης ηθοποιού. Η ευαισθησία, δροσιά κι αποφασιστικότητα της Ελισάβετ Α’ ( όπως τόσο μοναδικά την υποδύθηκε στο Elizabeth στο παρελθόν) και η κομψότητα, σκανδαλώδης ανεμελιά και αφέλεια της μοσχο-αναθρεμμένης , πάμπλουτης κόρης (που υποδύθηκε, επίσης απολαυστικά στο The Talented Mr.Ripley) συνδυάστηκαν εδω, και μας έδωσαν τη Τζάσμιν ( το μυρωδάτο και ντροπαλό γιασεμί- τυχαία άραγε, και το άρωμα της Μπλανς ειναι το γιασεμί; ), που από μιά ζωή γεμάτη πολυτέλεια, πανάκριβα ρούχα και κοσμήματα, ιστιοπλοϊα, γιόγκα και pilates, κουτρουβαλιάζεται στο φτωχικό, στενόχωρο διαμέρισμα της τόσο κακόγουστης αδελφής της Τζίντζερ ( η Sally Hawkins πολύ πετυχημένη λαϊκάτζα ) με τα δύο διαολόπαιδά της και το νέο της σύντροφο Τσίλι, έναν χύμα τύπο ,με μηδενική κουλτούρα που ξέρει μόνο μια φράση ” πίτσες , μπάλα και μπύρες” ( αστειότατος ο Bobby Cannavale), η ομοιότητα του οποίου με τον επίσης άξεστο, “πολυ άντρα ας ούμε” και δαπεδοειδούς αντίληψης Στάνλεϊ Κοβάλσκι, είναι επίσης προφανέστατη.
Δεν έχει νόημα να παραθέσω/απαριθμήσω τις πλείστες ομοιότητες ανάμεσα στις δύο ταινίες, που βγάζουν μάτι κυριολεκτικά. Η εξυπνάδα όμως του Allen εν προκειμένω, έγκειται στο ότι με τις επιμέρους διαφοροποιήσεις που εχει επιφέρει στην ιστορία και τους χαρακτήρες, την καθιστά απολύτως σημερινή. Δεν την αγαπάει τη Τζάσμιν ο Woody. Εγώ τουλάχιστον, δεν εξέλαβα ως αγάπη την σκληρότατη μεταχείριση που της επιφυλάσσει. Σχεδόν σαδιστικά, της ρίχνει το ένα σκαμπίλι πίσω απ΄το άλλο. Για την ακρίβεια, περιμένει να συνέλθει κάπως απ΄το προηγούμενο, και μόλις σκουπίσει τα δάκρυά της, συγυριστεί και κοπανήσει και μιά βότκα, φραπ! της ρίχνει το επόμενο.
Δεν έχει έλεος ο Allen με τη Τζάσμιν. Βρίσκει δουλειά, και πέφτει θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης απ΄τον εργοδότη της! Βρίσκει νέο εραστή και της κλέβει τη χαρά της λύτρωσης απ’ την γκρεμισμένη ζωή της στο παραπέντε ( όπως ακριβώς συνεβη και με τη Μπλανς και τον Μιτς αν θυμάστε) εδώ ο υποψήφιος γαμπρός είναι διπλωματικός υπάλληλος με πολιτικές φιλοδοξίες ( άπαιχτος μέσα στη WASP περσόνα του ο Peter Sarsgaard). Κάθε φορά που η δύστυχη Τζάσμιν ( με τα διαλυμένα νεύρα , όπως και η Μπλανς, και την εξάρτησή της απ΄το αλκοόλ και τ’ αντικαταθλιπτικά, όπως και η Μπλανς ) νομίζει πως βλέπει λίγο φωτεινό μπλε να ξεμυτίζει απ ΄το ζοφερό πηγάδι της ζωής της, κάτι συμβαίνει και ξαναρίχνεται στο μαύρο. Η Τζάσμιν- όπως και η Μπλανς- καταδιώκεται απ΄το παρελθόν της, όχι μόνο με τη μορφή της νοσταλγίας που την ταλανίζει για τη λουσάτη , άνετη , πλούσια ζωή που απολάμβανε χάρη στον αντρούλη της, ο Alec Baldwin, αλλά κυρίως με τη μορφή των φημών που την ακολουθούν σαν φτηνιάρικο άρωμα που παίρνει χαμπάρι ο περίγυρος. Φήμες ή γεγονότα που ο περίγυρός της επιμένει σαδιστικά να της θυμίζει , να της τα τρίβει στα μούτρα, όσο εκείνη προσπαθεί να σταθεί πάλι όρθια και αξιοπρεπής. ‘Ολοι εχουν κάτι δυσάρεστο να της θυμίσουν απ ΄τον πρότερο , τρυφηλό βίο της, που θέλει να ξεχάσει. Κι ο Allen (σα να παίρνει εκδίκηση για όλους τους άτυχους , φτωχούς και “χαμηλής κοινωνικής στάθμης” αυτής της γης) δεν την αφήνει ν’ ανασάνει- τη μιά ο εκνευριστικότατος Τσίλι της κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις, την άλλη ο εξαπατημένος ( και πλέον απένταρος) απ΄το σύζυγό της , πρώην σύζυγος της Τζίντζερ, της τα λέει ένα χεράκι ενώπιον του νέου υποψήφιου συζύγου της, την παράλλη τα δύο παιδιά της αδελφής της, τη ρωτάνε όλο εφηβική σκληρότητα: “ειναι αλήθεια ότι μιλάς μόνη σου στο δρόμο; “
‘Ολοι πέφτουν πάνω της να της κουρελιάσουν τ’ακριβά ρούχα και να βγάλουν στο φως αυτά που θέλει να κρύψει- το ότι πλούτισε και απολάμβανε του πουλιού το γάλα με ” λεφτά κι ελπίδες άλλων”. Αν ” το παρελθόν καθενός είναι το παραμύθι του”, η Τζάσμιν, όπως και η Μπλανς , εχει ζωτική ανάγκη να ξαναπεί , και να λέει ασταματητα το παραμύθι.
Η υπέροχη Blanchett ( όπως και η υπέροχη τότε στα 1951, Vivien Leigh ) με τη συγκλονιστική σεκάνς του φινάλε ,απ΄τα πιό καταθλιπτικά που έχω δεί στη μεγάλη οθόνη, προκαλεί ανατριχίλες υπαρξιακής φύσεως και βαθιά λύπηση. Μιά γυναίκα- ράκος με βουρκωμένα μάτια και ρούχα υψηλής ραπτικής κάθεται σ’ενα παγκάκι και παραμιλά. ” Η τρελή με τα Chanel ” θα πουν σίγουρα οι ρεαλιστές , οι αμείλικτοι κριτές του, με παράνομα μέσα πλούσιου βίου της, “πάρτα τα λούσα σου κυρά μου και κάντα κορνίζα τώρα” θα πεί ο χαιρέκακος με την πτώση της μεγαλοαστής.
Ίσως όμως και όχι. Η ταινία του Allen θα μπορούσε, διεστραμμένω τω τρόπω, να θεωρηθεί και ένας παμπόνηρος τρόπος για να συμπαθήσει κανείς τη μεγαλο-εισοδηματία. Η Τζάσμιν είναι συμπαθέστατη, τόσο ευγενική, δε μοιάζει μ΄εκείνες τις πλούσιες κάργιες που βγάζουν όλο τους το κόμπλεξ και την κακία πάνω στους άλλους, κραδαίνοντας τη “χρυσή” πιστωτική κάρτα τους. Είναι γλυκός άνθρωπος η Τζάσμιν. Κοιτάζει μακριά και προσπαθεί “ν’ανοιξει δρόμο” , να διακρίνει τον ορίζοντα μέσω των στίχων του αγαπημένου της τραγουδιού , που όμως δεν θυμάται. Η Τζάσμιν, όπως και η Μπλανς πριν απ΄αυτήν, είναι ένας τσακισμένος ανθρωπος, που έπεσε απ΄τα πούπουλα, στο κρύο κι αφιλόξενο τσιμέντο.Θα την πατήσεις κάτω τώρα που έχεις την ευκαιρία, ή θα τηνβοηθήσεις να επαναπροσδιορίσει τη ζωή της;
Το τελευταίο πλάνο με τα πρησμένα απ΄το κλάμα μάτια της και το αβέβαιο βλέμμα, ειναι η επιτομή της απαισιοδοξίας πιστέυω. Δεν υπαρχερι λύτρωση, δεν υπάρχει διαφυγή, δεν υπάρχει τίποτα.
Ας ελπίσουμε ότι εμείς θα υπάρξουμε πιό τυχεροι…