Brick Mansions
Βρισκόμαστε στο 2018 στο σχεδόν κατεστραμμένο από την οικονομική κρίση Ντιτρόιτ. Οι άλλοτε ασφαλείς συνοικίες των προαστίων της μεγαλούπολης έχουν εγκαταλειφθεί στο έλεος των εμπόρων ναρκωτικών και των συμμοριών. Η πολιτεία για να προστατεύσει το κέντρο της πόλης από τους κακοποιούς έχει χτίσει ένα γιγαντιαίο τείχος που φρουρείται από τις ένοπλες δυνάμεις. Στην συνοικία Brick Mansions ο Αλεξάντερ Τρεμέιν, ο μεγαλέμπορος της περιοχής,αναμετριέται με τον Λίνο, ένα πρώην κατάδικο, που έχει ξεκινήσει μια προσωπική σταυροφορία ενάντια στους εμπόρους ναρκωτικών. Για να τον πείσει να παραδοθεί ο Τρεμέιν απαγάγει την πρώην αρραβωνιαστικιά του. Από την άλλη πλευρά του τείχους ο Ντάμιαν, αστυνομικός σε μυστική υπηρεσία,μάχεται καθημερινά το έγκλημα. Όταν μια πυρηνική βόμβα καταλήγει στα χέρια του Τρεμέιν οι αρχές σκηνοθετούν την απόδραση του Λίνο,που έχει συλληφθεί για τον φόνο ενός διεφθαρμένου αστυνομικού, και του Ντάμιαν, που εμφανίζεται ως κατάδικος. Μια πρόσκαιρη συμμαχία γεννιέται μεταξύ των δύο αντρών που μπαίνουν στην απαγορευμένη ζώνη με διαφορετικούς σκοπούς ο καθένας: ο Λίνο για να ελευθερώσει την πρώην του και ο Ντάμιαν για να εξουδετερώσει τον εκρηκτικό μηχανισμό.
Η ταινία είναι ένα ριμέικ της γαλλικής περιπέτειας Banlieue 13 σε παραγωγή και πάλι του Λυκ Μπεσόν. Και στις δύο περιπτώσεις το σενάριο θα μπορούσε να είχε γραφτεί σε μια κόλλα χαρτί από ένα μαθητή του δημοτικού. Οι χαρακτήρες είναι σχηματοποιημένοι και ο δήθεν κακός της ταινίας αγγίζει τα όρια του γελοίου. Αλήθεια τι τους έχει πιάσει στο Χόλιγουντ να βάζουν τους κακούς να μαγειρεύουν; Παλιά οι κακοί ήταν πιο μεγαλοπρεπείς: κάπνιζαν αρειμανίως, χάιδευαν καμιά γάτα ή τάιζαν τον καρχαρία τους με το κρέας των αντιπάλων τους. Όσον αφορά τους καλούς τα στερεότυπα είναι χειρότερα καθώς ο ένας είναι ένας πρώην κατάδικος με νέα αποστολή να καθαρίσει την γειτονιά από τα ναρκωτικά και ο έντιμος αστυνομικός μάχεται το κακό ως φόρο τιμής στον νεκρό πατέρα του. Η σκηνή στο διαμέρισμα, με την θλιμμένη κιθάρα ως μουσική υπόκρουση, όπου ο ήρωας πηγαίνει κατευθείαν και κοιτάει την φωτογραφία του ένστολου πατέρα καθώς και η σκηνή στο γεροκομείο με τον παππού του είναι μια κραυγαλέα προσπάθεια να μας κάνουν να συμπαθήσουμε τον ήρωα και αποπνέουν τεμπελιά και έλλειψη δημιουργικότητας. Η ίδια έλλειψη δημιουργικότητας γίνεται εμφανής με τους γυναικείους χαρακτήρες με την κακή να είναι ντυμένη σαν να βγαίνει από κακό δυστοπικό κόμικ και την καλή σερβιτόρα που σπουδάζει όμως νομική να προσπαθεί να της κλέψει την παράσταση. Αφήνω για το τέλος την κωμικοτραγική ανατροπή του σεναρίου που ενώ μέχρι ενός σημείου μας παρουσίαζε τους συμμορίτες ως ψυχωτικούς φονιάδες στο τέλος θέλει να μας κάνει να τους δούμε σαν παρεξηγημένα αγγελούδια που θέλουν να τα εκμεταλλευτούν οι κακοί γραφειοκράτες. Δεν υπάρχουν αποχρώσεις όλα είναι ή άσπρο ή μαύρο.
Όσον αφορά την σκηνοθεσία υπάρχει μια σοβαρή έλλειψη δυναμικής παρά την κινηματογράφηση από πολλές οπτικές γωνίες. Οι χορογραφίες των σκηνών δράσης δεν έχουν χάρη και το εξαιρετικό χάρισμα του Νταβίντ Μπέλ, συνιδρυτή του παρκούρ, με την απίστευτη ευχέρεια μετακίνησης στον χώρο χάνεται μέσα στον κατακερματισμό των σκηνών δράσης με 6ο πλάνα ανά δευτερόλεπτο και την κακή επιλογή γωνιών λήψης. Ενώ σε άλλες ταινίες δράσης οι σκηνοθέτες αφήνουν την κάμερα σε ένα σταθερό σημείο για να καταγράψουν την δυναμική της κίνησης, ο σκηνοθέτης εδώ μοιάζει σαν να προσπαθεί να συναγωνιστεί τα εξαιρετικά ακροβατικά προσόντα των ηθοποιών αλλά δυστυχώς η προσπάθεια του πέφτει στο κενό. Το ίδιο κακή είναι και η διεύθυνση των ηθοποιών. Ο ράπερ RZA είναι υπερβολικός στην καρικατούρα του ώς κακός και μας δίνει την εντύπωση ότι παίζει σε ένα μεγάλης διάρκειας βίντεοκλιπ, ο Νταβίντ Μπέλ εξαιρετικός στις ακροβασίες του αλλά μέτριος ως ηθοποιός. Ο μόνος που διασώζεται είναι ο μακαρίτης Πολ Γουόκερ που παίζει τον κακόγραμμένο ρόλο του με μια δόση χιούμορ και αποστασιοποίησης και μας κάνει να λυπούμαστε για τον πρόσφατο θάνατο του.
Συμπέρασμα, η έλλειψη δημιουργικότητας στη συγγραφή του σεναρίου και η αντίστοιχη έλλειψη συνοχή στην σκηνοθεσία κάνουν την ταινία ανάξια παρακολούθησης στον κινηματογράφο. Θα είναι ένα πρώτης τάξεως αγχολυτικό πριν ένα κρίσιμο αγώνα της αγαπημένης ομάδας ή μια ευχάριστη έναρξη μια βραδιάς μεταξύ φίλων.