Σινεμά

Ραγισμένα Όνειρα (Broken Circle Breakdown)

Ένα περίεργο μίγμα Βέλγικης ‘ευρωπαϊκής’ κουλτούρας με το δυτικό τρόπο ζωής και το αμερικάνικο όνειρο, στο οποίο τα στοιχεία αυτά κοντράρονται με ένα έντονο δράμα στη ζωή ενός ζευγαριού. Το επίκεντρο της ταινίας δεν είναι το δράμα που ζουν, αλλά το πώς αυτός ο δυνατός έρωτας μπορεί να αντεπεξέλθει στη σκληρότητα της ζωής.

Το  ‘Ραγισμένα  Όνειρα’  συγκέντρωσε  τις  περισσότερες  υποψηφιότητες  στα  βραβεία της  Ευρωπαϊκής  Ακαδημίας  Κινηματογράφου  και  είναι  υποψήφια  για  βραβείο  Lux.  Ο Ντιντιέ  και  η  Ελίζε  συναντιούνται,  ερωτεύονται  και  κάνουν  ένα  παιδί.  Η  ασθένειά  του θα  έρθει  να  δοκιμάσει  τις  αντοχές  και  τη  σχέση  τους.  Αξιοπρεπές  δράμα,  με  πρωτότυπη κινηματογράφηση (τα flashback και flashforward αποτελούν βασικό σημείο της αφήγησης). Παρά το θέμα της, δεν βαραίνει την ψυχή του θεατή -ίσως και λόγω της bluegrass μουσικής, η χρήση της οποίας ήταν μάλλον υπερβολική. Πολύ καλές ερμηνείες από το πρωταγωνιστικό δίδυμο, Γιόχαν Έλντεμπεργκ και Ελίζε Βαλντεβέλντε.

H ιστορία είναι πρωτίστως μια ιστορία αγάπης αντιθέσεων, του ευρωπαϊκού καλλιτεχνικού βλέμματος και της αμερικάνικης μουσικής του απλού λαού (που εδώ ενσαρκώνεται με τη μουσική bluegrass), των ευρωπαίων Ντιντιέ και Ελίζε με τους Μονρόε και Αλαμπάμα. Η γλυκόπικρη ταινία έχει δυο μεγάλα ατού. Το πρώτο είναι οι δυνατές ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών, τόσο του ζευγαριού αλλά όσο και του μικρού κοριτσιού, ενώ το δεύτερο είναι η αρτιστίκ οπτική του. Αυτός νιώθει σαν η μετενσάρκωση του μύθου της bluegrass Μπιλ Μονρόε, αυτή είναι σαν τη Μαντόνα όταν τραγούδησε το American Pie! Η ερμηνεία του άντρα είναι τόσο καλή που πολλοί μπλέχτηκαν και νόμισαν ότι πρόκειται όντως για Αμερικάνο τραγουδιστή, ενώ είναι στιγμές που θυμίζει Τζεφ Μπρίτζες ή Νικ Νόλτε (στα καλά τους), εναλλάσσοντας το δραματικό με το χαρούμενο και το λογικό με την παραφροσύνη στο βλέμμα του. Η κοπέλα σου θυμίζει ένα έργο τέχνης, και μόνο παρατηρώντας τα τατουάζ που την στολίζουν. Το γυμνό της σώμα φαίνεται ντυμένο καθώς κάθε σημάδι του χρόνου και του έρωτα μένει για πάντα χαραγμένο στο δέρμα της. Ενώ φαινομενικά ο χαρακτήρας της είναι εκείνος μιας ανάλαφρης γκρούπι σιγά-σιγά προσδίδει βάθος στο παίξιμο της δείχνοντας να μεταλλάσσεται μετά την εγκυμοσύνη σε μια συνειδητοποιημένη ώριμη μάνα. Το ζευγάρι έχει αποδώσει πολύ ωραία το χρόνο στο ύφος και ο θεατής παρά τα αρκετά flash back αντιλαμβάνεται πλήρως τη χρονικότητα της αφήγησης.

Το σημείο που δυσκολεύει αλλά και χαρακτηρίζει την ταινία κάνοντας την να ξεχωρίζει είναι το έντονο δυτικό κάντρι στοιχείο. Όχι μόνο στα αρκετά αγγλόφωνα bluegrass τραγούδια που τραγουδά το ζευγάρι –πραγματικά αν ήταν λίγα περισσότερα η ταινία ίσως χαρακτηριζόταν μιούζικαλ- αλλά και στον τρόπο ζωής. Όσο αφορά τα τραγούδια, ο σκηνοθέτης τα χρησιμοποιεί είτε σαν διάλειμμα για να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα, είτε τα χρησιμοποιεί για να δείξει την εξέλιξη της σχέσης και αξίζει να παρατηρήσετε ότι το ζεύγος ηθοποιών συνεχίζει να μένει στην υπόθεση αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους διαφορετικά, ανάλογα με τη φάση της σχέσης τους. Αλλού ο άντρας έχει την κυριαρχία, αλλού η κοπέλα βγαίνει πιο μπροστά, αλλού είναι πικραμένο, αλλού ανάλαφρο. Σίγουρα πάντως, το ευρύ κοινό θα βρει αρκετές στιγμές κουραστικά (και παρατραβηγμένα) αυτά τα μουσικά διαλείμματα, εκτός βέβαια αν σκέφτονται να προωθήσουν το soundtrack και να κάνουν περιοδεία στις νοτιότερες Πολιτείες των ΗΠΑ όπου το μπάντζο και το βιολί της bluegrass είναι πολύ δημοφιλή!

Το κοινωνικό σχόλιο της εισβολής του αμερικάνικου τρόπου σκέψης στις ζωές των πολιτών της Ευρώπης αγγίζεται, αλλά μένει λίγο μετέωρο. Νομίζω ότι σεναριακά ήταν στις προθέσεις τους αλλά τελικά φοβήθηκαν να κάνουν το βήμα παραπάνω. Δεν είναι μόνο η άμεση δήλωση του πρωταγωνιστή ότι λατρεύει την Αμερική και φυσικά η μουσική που παίζει το συγκρότημα -η κατεξοχήν folk κληρονομιά της, το ζευγάρι ζει στο αγρόκτημα, βλέπει ειδήσεις στο CNN και δυναμώνει τη φωνή όταν κάνει δηλώσεις ο Μπους. Όταν θα κληθεί όμως να επιλέξει με ποιόν θα τα βάλει, στοχεύει προς ΗΠΑ, αλλά τελικά πυροβολεί προς την Εκκλησία. Τελικά, όλη αυτή η χρήση των ΗΠΑ, της κάντρι, των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου αφήνουν περισσότερο να φανεί ότι η ταινία έχει σαφή στόχο το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, παρά οτιδήποτε άλλο.

Υπάρχουν σημεία που η ταινία είναι δυνατή, τρυφερή, γλυκόπικρα συγκινητική κι άλλα που είναι αρκετά αδιάφορη. Ο σκηνοθέτης στο μεγαλύτερο μέρος φαίνεται να αφήνει την κάμερα να γράφει και ουσιαστικά μόνο το τελευταίο εικοσάλεπτο αλλάζει ο ρυθμός του μοντάζ και επιταχύνει τη ροή αυτών που συμβαίνουν, δίνοντας ένα δυναμικό τελείωμα. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για ταινία που την χαρακτηρίζει κάποιος κακή, αλλά αν ήταν μικρότερη σε διάρκεια θα ήταν περισσότερο περιεκτική χωρίς να έχει χάσει κάτι από την ουσία της.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *