Κάννες 2021: Benedetta του Paul Verhoeven, η φαντασμαγορία της αμφιβολίας
Ανταπόκριση από τις Κάννες: M.G. Vagenas
Η Benedetta του Paul Verhoeven, μία από τις πιο πολυαναμενόμενες ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ των Καννών, ήταν θεωρητικά ήδη έτοιμη για την περσινή σαιζόν, αλλά τόσο ο σκηνοθέτης όσο και η διοργάνωση του φεστιβάλ προτίμησαν να αναβάλουν την πρεμιέρα της περιμένοντας καλύτερες εποχές.
Το αν η συγκυρία είναι φέτος πραγματικά καλύτερη μένει όμως ακόμα να φανεί, καθώς ήδη ψιθυρίζεται ότι οι αριθμοί των κρουσμάτων της Covid έχουνε πολλαπλασιαστεί σημαντικά στις Κάννες αυτές τις τελευταίες μέρες, υπάρχουν ακόμα και εκείνοι που πιστεύουν ότι το φεστιβάλ θα μπορούσε να διακοπεί. Αλλά όλα αυτά είναι απλά κουτσομπολιά; αβάσιμες φήμες; ή ανομολόγητες αλήθειες;
Όλα αυτά τα ενδεχόμενα παραμένουν προς το παρόν ανοιχτά, αλλά απηχούν παραδόξως την ουσία του φαντασμαγορικού μπαρόκ έργου του Verhoeven που μας αφηγείται την ιστορία μιας χειραγώγησης, μιας απάτης ή ίσως, απλά, την ιστορία μιας διαυγούς τρέλας ή ακόμα μιας απόλυτης επίγνωσης των πραγμάτων που θέλει να κρύβεται πίσω από διάφορες μάσκες.
Ο Verhoeven κατάφερε για άλλη μια φορά να γυρίσει μια ταινία που είναι τόσο δυνατή όσο και διχαστική. Για το θέμα της ταινίας ο Verhoeven εμπνεύστηκε από το βιβλίο “Immodest Acts: The Life of a Lesbian Nun in Renaissance Italy” (1986) της Αμερικανίδας ιστορικού Judith C. Brow, που ερευνά τα γεγονότα της ζωής μιας καλόγριας του τάγματος των Θεατίνων, της Benedetta Carlini, με αποκορύφωμα μια έρευνα για αίρεση εις βάρος της το 1623.
Η ιστορία της Benedetta, μιας εμμονικής, παθιασμένης, βουλητικής και γοητευτικής καλόγριας μας παρασύρει σε έναν λαβύρινθο γεμάτο παγίδες και μετατροπές από τον οποίο δεν είναι σίγουρο ότι θα καταφέρουμε να βγούμε. Έντονη και παιγνιωδώς διφορούμενη στο ρόλο της Benedetta, η Virginie Efira, φωτίζει κάθε εικόνα της ταινίας με υπέροχες σκοτεινές σπίθες. Αιρετική και χειριστική καλόγρια η Benedetta διατηρεί το μυστήριό της μέχρι την τελευταία στιγμή και μας αφήνει έκπληκτους και γεμάτους αμφιβολίες. Δεν είναι όμως τελικά ακριβώς αυτή η δύναμη του μεγάλου κινηματογράφου;
Σκοτεινό, βλάσφημο και χαρούμενα ασεβές παραμύθι με φόντο μια πανδημία – η βουβωνική πανώλη κυριαρχεί στο τελευταίο μέρος της ταινίας – το Benedetta πυρακτώνει το βλέμμα μας.
Η ιστορία της Benedetta ξεκινάει όμως με μια χαρωπή και ελαφριά διάθεση που δεν μας αφήνει καν να φανταστούμε τι θα συμβεί αργότερα.
Σε έναν επαρχιακό δρόμο λουσμένο στη λιακάδα, μια μικρή πομπή σταματάει για να ξεκουραστεί μπροστά στο άγαλμα μιας Παναγίας. Η ομάδα αποτελείται από έναν πλούσιο πατέρα, την κομψή γυναικά του και ένα μικρό κορίτσι με μακριά ξανθά μαλλιά, στολισμένα με ένα στεφάνι από λουλούδια. Κατά τη διάρκεια της στάσης τους δέχονται ξαφνικά την επίθεση μιας ομάδα ληστών. Ο πατέρας εξηγεί ότι δεν έχει πάνω του ούτε ένα νόμισμα γιατί πηγαίνουν στο μοναστήρι της Pescia όπου η μικρή τους κόρη θα αφιερωθεί στη μοναστική ζωή.
Οι ληστές δεν ενδίδουν και αρπάζουν με το σπαθί τους το χρυσό περιδέραιο από το λαιμό της μητέρας της Benedetta, χωρίς να υπολογίζουν στην εξυπνάδα και την ετοιμότητα του μικρού κοριτσιού που τους λέει ότι βρίσκεται σε άμεση επικοινωνία με την Παναγία και αν δεν επιστρέψουν το περιδέραιο, κάτι τρομερό θα τους συμβεί.
Η μοίρα ευνοεί αυτό το μικρό ψέμα – ή ίσως δεν είναι ψέμα και το κοριτσάκι πιστεύει πραγματικά αυτά που λέει – ένα πουλί περνάει εκείνη την στιγμή πάνω από τα κεφάλια τους και ρίχνει μια κουτσουλιά στο πρόσωπο ενός ληστή. Προφητικό σημάδι, θαύμα; Όπως και να έχουν τα πράγματα οι κακοποιοί, μεταξύ σοβαρού και αστείου, πείθονται και επιστρέφουν το χρυσό περιδέραιο στη μητέρα της Benedetta.
Αυτή η πρώτη σκηνή, φαινομενικά ανάλαφρη και χαρούμενη, κρύβει ήδη την πορεία και το μέλλον της πρωταγωνίστριας. Από αυτό το σημείο και μετά, ο Verhoeven μας παρασύρει σε ένα σύμπαν βίαιο και ρεαλιστικό, ουράνιο και αμαρτωλό συνάμα, με εντυπωσιακή ζωντάνια και απόλυτη σκηνοθετική μαεστρία.
Μόλις περνάει το κατώφλι του μοναστηριού, οι καλές προθέσεις και η καλή διάθεση του κοριτσιού συγκρούονται βίαια με τη σκληρότητα των κανόνων που επιβάλλει το θρησκευτικό τάγμα.
Οι μοναχές βγάζουν αμέσως από πάνω της το όμορφο μπλε μεταξωτό φόρεμά της Benedetta, και το αντικαθιστούν με ενός είδους κυλίκιο που γρατζουνάει το δέρμα της -ως γνωστόν το δόγμα της πίστης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον σωματικό πόνο και τη θανάτωση της σάρκας. Της παίρνουν, επίσης, και ένα ξύλινο αγαλματάκι της Παναγίας, δώρο της μητέρας της που το κορίτσι φυλάει σαν θησαυρό. Αυτό το αντικείμενο θα επιστρέψει πολύ αργότερα στην ιστορία παίζοντας έναν καθοριστικό ρόλο.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, η κοπέλα, λυπημένη και μόνη στο κελί της, αποφασίζει να πάει να προσευχηθεί μπροστά σε ένα μεγάλο άγαλμα της Παναγίας στην αυλή του μοναστηριού, αλλά ακριβώς την ώρα που γονατίζει και προσεύχεται, το άγαλμα αποκολλάται από το βάθρο του και πέφτει πάνω της. Η Benedetta. παραμένει σώα και αβλαβής. Θαύμα, τύχη, η σημάδι του πεπρωμένου; Δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Η ηγουμένη, μια έξυπνη γυναίκα με ιδιαίτερο επιχειρηματικό ταλέντο, διευθύνει το μοναστήρι των Θεατίνων, με πυγμή. Ως η μελλοντική “νύφη” του Χριστού, η Μπενεντέτα πρέπει να φέρει προίκα για να γίνει δεκτή, και η ηγουμένη καταφέρνει να διαπραγματευτεί με τους γονείς που της το μεγαλύτερο δυνατό ποσό. H ερμηνεία της Charlotte Rampling σε αυτόν τον πολύπλοκο ρόλο είναι πραγματικά εξαιρετική.
Μετά από ένα διάλειμμα 18 ετών, βρισκόμαστε στην καρδιά μιας θεατρικής παράστασης του ιερού μυστηρίου της ανάληψης της Παναγίας- το σκηνικό είναι εορταστικό, και οι γονείς της Benedetta είναι οι επίτιμοι καλεσμένοι στην εορταστικά διακοσμημένη εκκλησία του μοναστηρίου. Η Benedetta, γυναίκα πλέον, υπέροχη, με μακριά χρυσά μαλλιά, υποδύεται την Παναγία, αλλά την ώρα που την ανεβάζουν προς τα πάνω, βλέπει ένα όραμα: ο Χριστός τής λέει να τον ακολουθήσει και να τρέξει προς το μέρος του.
Αυτό δεν είναι παρά το πρώτο από μια σειρά ξεκαρδιστικών οραμάτων – το στοιχείο του black χιούμορ και του γκροτέσκ είναι χαρακτηριστικό της αισθητικής του Verhoeven – που μεταφέρουν τον νου της Benedetta σε μια άλλη διάσταση, γεμάτη μυστικισμό, βία και λαγνεία, κάνοντάς την να πιστέψει ότι είναι η εκλεκτή του Χριστού.
Στην πραγματικότητα, το πνεύμα της νεαρής γυναίκας ταλανίζεται από σκοτεινές σεξουαλικές παρορμήσεις που γίνονται όλο πιο δυνατές, μια είναι αδύνατο να διοχετευθούν στην πραγματική της ζωή.
Η άφιξη στο μοναστήρι της Βartolomea, μιας νεαρής χωριατοπούλας που έχει κακοποιηθεί από τον πατέρα και τα αδέλφια της, σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής στην ιστορία. Σαν πληγωμένο άγριο ζώο, η νεόφερτη αναζητάει στοργή και νιώθει αμέσως έλξη για την Benedetta.
Αρχικά καταπιεσμένες, οι σεξουαλικές ορμές της Benedetta γίνονται όλο και πιο ανεξέλεγκτες.
Σε έναν στρόβιλο συναισθημάτων ενοχής, καταπιεσμένης σαρκικής επιθυμίας και μιας σειράς ολοένα και πιο παραληρηματικών οραμάτων, η Benedetta αποκτάει στίγματα.
Το αν πρόκειται για πραγματικό θαύμα ή για μια πονηρή απάτη δεν έχει μεγάλη σημασία τελικά, γιατί το συμβάν αυτό εξυπηρετεί πλήρως τα παιχνίδια εξουσίας του τοπικού ιεράρχη, που βλέπει στα όσα γίνονται μια εξαιρετική ευκαιρία να απαλλαγεί από την απαιτητική ηγουμένη, αντικαθιστώντας την με την Benedetta στην ηγεσία του μοναστηριού.
Από αυτό το σημείο και μετά, η ροή των γεγονότων γίνεται ανεξέλεγκτη.
Επιτέλους ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει, η Benedetta επιλέγει τη νεαρή Βartolomea σαν βοηθό της και τελικά αποπλανάται από την κοπέλα. Στις ερωτικές σκηνές, που είναι σκηνοθετημένες σαν tableau vivant, τα σώματα των γυναικών διαφαίνονται λαμπερά μέσα από το ύφασμα των ρούχων τους και φωτίζονται από ένα φως τόσο θερμό όσο και οι φλόγες της κόλασης.
Βρίσκοντας τυχαία σε ένα συρτάρι το παλιό ξύλινο άγαλμα της Benedetta, η Βartolomea αποφασίζει να χαράξει τη μία άκρη του σε σχήμα πέους για να αυξήσει την ηδονή της ερωμένης της.
Αυτή η ‘φρικαλέα’ σαρκική αμαρτία δεν περνάει όμως απαρατήρητη στο μοναστήρι. Μετά την αυτοκτονία μιας νεαρής μοναχής που προσπάθησε μάταια να καταγγείλει την Benedetta στους ανωτέρους της λέγοντας τους πως η ίδια προκάλεσε τα στίγματα που υποτίθεται ότι ήταν θεϊκής προέλευσης, η πρώην ηγουμένη αποφασίζει να ζητήσει τη βοήθεια του ισχυρού αποστολικού νούντσιου της Φλωρεντίας.
Στη Φλωρεντία, όπου η βουβωνική πανώλη αποδεκατίζει πλέον τους κατοίκους, η πρώην ηγουμένη καταφέρνει να πείσει τον Νούντσιο να πάει στο μοναστήρι για να ανακρίνει την Benedetta. Οι τελευταίες σκηνές της ταινίας είναι μια αποθέωση βίας, οραμάτων, τρέλας, ελπίδας και θανάτου. Στο τέλος, δεν κερδίζει η αγάπη.
Η οπτική του Verhoeven, αν και μετριασμένη από μια μεγάλη δόση γκροτέσκ στοιχείων, είναι άκρως σκοτεινή σε αυτή του την ταινία.
Η ιστορία της Benedetta, όπως μας την αφηγείται, δεν είναι αυτή της διεκδίκησης του δικαιώματος στην ομοφυλοφιλία, αλλά η χειραγωγική και βλάσφημη πορεία μιας γυναίκας αποφασισμένης να αξιοποιήσει στο έπακρο τη ζωή της, χρησιμοποιώντας όλα της τα ταλέντα της: καλή τη πίστη ή όχι, δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Ο Verhoeven αποκλείει κάθε μηχανισμό ταύτισης με την πρωταγωνίστριά του- ερμητικός, ανεξιχνίαστος, αδίστακτος, ο χαρακτήρας της Benedetta δεν εμπνέει ούτε συμπάθεια ούτε ενσυναίσθηση, αλλά περιέργεια και μια σχεδόν νοσηρή γοητεία. Η Benedetta λειτουργεί σαν ένας παραμορφωτικός καθρέφτης που μας παραπέμπει στους δικούς μας δαίμονες.
Η ταινία πόλωσε και διχάσε τους κριτικούς: οι επικριτές της θεωρούν ότι είναι απλώς ακόμα ένα μισογυνικο και σεξιστικό πόρνο με καλόγριες, ενώ οι υπερασπιστές της θεωρούν ότι η Benedetta είναι μια προκλητική μεν αλλά γεμάτη καλλιτεχνική ευρηματικότητα ταινία.