Cannes 2023: BLACK FLIES
Ανταπόκριση από τις Κάννες: MG Vagenas
Το να καταφέρει κανείς να βρει ένα εισιτήριο στην τρίτη σειρά, μπροστά από την οθόνη του θρυλικού Theatre Lumière στις Κάννες είναι κάτι σπάνιο, έτσι περίμενα με ιδιαίτερη χαρά να απολαύσω, κάτω από τις καλύτερες συνθήκες, την ταινία Black Flies του Γάλλου σκηνοθέτη Jean-Stephane Sauvaire, που προβλήθηκε στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ, με πρωταγωνιστές τους Sean Penn και Tye Sheridan στους ρόλους δύο τραυματιοφορέων επειγόντων περιστατικών στο Brooklyn.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να το φανταστώ, αλλά σύντομα μετάνιωσα για αυτή την προνομιούχα θέση στον κινηματογράφο που, κατά την διάρκεια της προβολής, με ανάγκασε να κλείσω τα αυτιά μου, αν όχι ακόμη και τα μάτια μου, σε αρκετές περιπτώσεις.
Από την πρώτη στιγμή το Black Flyes επιτίθεται βίαια σε όλες μας τις αισθήσεις: ο ήχος είναι μονίμως σε μια ένταση που σκόπιμα ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της ακουστικής μας ανοχής, μια σειρά από κοντινά πλάνα μας προσφέρουν μια εμμονική, σχεδόν σπλάττερ απεικόνιση, των βασανισμένων κορμιών των ασθενών ενώ η κάμερα βρίσκεται σε συνεχή και σπασμωδική κίνηση. Το Black Flies μας προσφέρει μια βλοσυρή εικόνα των τον φτωχών και περιθωριακών κατοίκων της πόλης, παρουσιάζοντάς μας μια θλιβερή και βασανισμένη γκάμα ανθρώπων, όλων αυτών δηλαδή που καλούνται να διασώσουν οι τραυματιοφορείς των επειγόντων περιστατικών. Τους βλέπουμε καλυμμένους με αίμα, τραυματισμένους από σφαίρες, συχνά ετοιμοθάνατους, μουδιασμένους από τη χρήση ναρκωτικών ή εντελώς εκτός ελέγχου, επιθετικούς και βίαιους, έτοιμους να αντιμετωπίσουν λεκτικά με βάναυσες βρισιές όσους σπεύδουν να τους βοηθήσουν.
Ο υπερβολικός ρεαλισμός με τον οποίο ο Sauvaire υποτίθεται ότι περιγράφει αυτή την πραγματικότητα, βυθίζοντάς μας, συχνά και κυριολεκτικά, στα αιματοβαμμένα σώματα των τραυματισμένων, στις κραυγές τους, στον απύθμενο πόνο τους, είναι πάνω απ’ όλα “θεαματικός”,μία ηδονοβλεψία που επιδιώκει να μας εντυπωσιάσει με κάθε κόστος, χωρίς ίχνος αληθινής συμπόνιας και σεβασμού.
Στην ταινία του -μια διασκευή του βιβλίου «911» του Αμερικανού συγγραφέα Shannon Burke, που διαδραματίζεται στο Χάρλεμ της δεκαετίας του 1990 και την οποία ο σκηνοθέτης μεταφέρει στο σημερινό Brooklyn – ο Jean-Stephane Sauvaire υιοθετεί μια μανιχαϊστικη άποψη πάνω στην κοινωνία, οπου το χάσμα μεταξύ καλών και κακών είναι σαφώς οριοθετημένο. Από τη μία πλευρά, υπάρχει η κόλαση που κατοικείται από μια μάζα περιθωριοποιημένων ατόμων, τους δυστυχισμένους που κάνουν χρήση ναρκωτικών ή πίνουν μέχρι θανάτου, τους βίαιους άνδρες που κακοποιούν μέχρι θανάτου τις συντρόφους τους, τις άγριες συμμορίες εγκληματιών που διψούν για αίμα, ενώ από την άλλη πλευρά, υπάρχει ο κόσμος των “καλών”, εκείνων που ρισκάρουν σχεδόν καθημερινά τη σωματική τους ακεραιότητα, αλλά και την ψυχική τους υγεία, για να τους σώσουν.
Ο Ollie Cross, ένας ντροπαλός και καλόκαρδος νέος, τον οποίο υποδύεται με πειστικότητα ο Tye Sheridan, είναι καινούργιος στη δουλειά. Έχοντας έρθει στη Νέα Υόρκη από το Κολοράντο για να επιχειρήσει για δεύτερη φορά να εισαχθεί στην ιατρική σχολή, ο Ollie αποφασίζει να εργαστεί προσωρινά ως τραυματιοφορέας στα επείγοντα, για να κερδίσει τα προς το ζην και να αποκτήσει εμπειρία σε αυτόν τον τομέα.

Ο Ollie, αγνός και έτοιμος να δώσει τον καλύτερο εαυτό του σε αυτό το επάγγελμα, δεν γνωρίζει ακριβώς τι τον περιμένει. Ο Sauvaire, μας τον παρουσιάζει από την αρχή ως άγγελο, δείχνοντας τον να φορέσει ένα σακάκι με δύο φτερά κεντημένα στους ώμους. Σαν να μην έφτανε αυτό στον τοίχο του δωματίου του, σε ένα άθλιο διαμέρισμα της Chinatown, βλέπουμε μια μεγάλη αφίσα του Αγίου Γεωργίου, σύμβολο της μάχης του καλού ενάντια στο κακό. Ακόμη και το όνομά του παραπέμπει στα αγγλικά στον χριστιανικό σταυρό: Holy Cross.
Ο Ollie καλείται να συνεργαστεί με έναν βετεράνο του επαγγέλματος, τον Gene Rutkovsky, έναν σκληρό άντρα με χρυσή καρδιά, που υποδύεται ο Sean Penn.
Μεταξύ των δύο συνεργατών δημιουργείται, μέρα με την μέρα, ένας ισχυρός δεσμός φιλίας. Ο Gene, όντας πολύ έμπειρος, σώζει την κατάσταση κατά το πρώτο περιστατικό του Ollie. Σαν αρχάριος που είναι ο Ollie, εντελώς σοκαρισμένος από τα όσα συμβαίνουν γύρο του, αδυνατεί να αντιδράσει κατάλληλα και τα χάνει. Ο Gene τον παίρνει υπό την προστασία του, του μαθαίνει το επάγγελμα και τον υποστηρίζει σε κάθε του βήμα.
Από το ένα περιστατικό στο άλλο, όλο και ποιο συχνά οι δύο διασώστες πρέπει να ζητήσουν τη βοήθεια της αστυνομίας για να τους προστατεύσει από τις επιθέσεις των οικείων όλων αυτών των ανθρώπων που προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις να βοηθήσουν. Η διάσωση ανθρώπινων ζωών γίνεται όλο και δυσκολότερη, η πίεση που δέχονται καθημερινά είναι αφόρητη και σπάνια κάποιος τους ευχαριστεί για ό,τι κάνουν, η τους δείχνει έστω κάποια ευγνωμοσύνη. Πόσο μπορούν να αντέξουν;
Ο Gene, που έχει χωρίσει και βλέπει μόνο περιστασιακά την μικρή του κόρη, που λατρεύει πάνω απ’ όλα, φαίνεται να αντιμετωπίζει με ολοένα και περισσότερη απέχθεια το χάος της ανθρώπινης δυστυχίας που αντικρίζει καθημερινά. Τι νόημα έχει άραγε να σώζεις τη ζωή ενός εγκληματία, ενός εμπόρου ναρκωτικών ή ενός οροθετικού βρέφους, αναρωτιέται κάπου βαθιά μέσα του. Μόλις κλείσουν οι πόρτες του ασθενοφόρου, ποιος μπορεί ποτέ να πει τι συμβαίνει εκεί μέσα; Σε αυτόν τον απομονωμένο χώρο, οι διασώστες κρατούν κυριολεκτικά στα χέρια τους τις ζωές των ανθρώπων που έχουν μπροστά τους και μπορούν θεωρητικά να αποφασίσουν αν αξίζει να σωθούν ή όχι. Η συσσώρευση των περιστατικών, το ένα πιο αιματηρό, βίαιο και απελπιστικό ο από το άλλο, φθείρει όλο και περισσότερο την πίστη, την ελπίδα και τις καλές προθέσεις του Gene, ο οποίος μια μέρα διαπράττει, συνειδητά, το ανεπανόρθωτο. Από αυτό το σημείο και μετά, η αφήγηση περιέρχεται σε μια δίνη τραγικών και απροβλέπτων εξελίξεων.
Το Black Flies είναι μια ταινία στομφώδεις, υπερβολική σε κάθε της στοιχείο, τόσο αισθητικό όσο και αφηγηματικό, που κρατάει εμάς τους θεατές ομήρους για δυο ολόκληρες ώρες υποχρεώνοντας μας να υποστούμε ένα ρηχό και βίαιο υπερθέαμα ανθρώπινης δυστυχίας και ανθρωπίνου πόνου.
Χωρίς να είναι spoiler, μπορούμε να αποκαλύψουμε πως στο τέλος της ιστορίας αυτής το καλό θα επικρατήσει του κακού, έτσι όπως απόλυτα ταιριάζει στην κοσμοθεωρία του Sauvaire για τον οποίο ο κόσμος χωρίζεται ηθικά στα δυο, χωρίς άλλες περιττές σκιαγραφήσεις.