ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

Cannes 77: Kyuka

KYUKA: BEFORE SUMMER ENDS του ΚΩΣΤΗ XAΡAMOUNTANΗ

Ανταπόκριση από τις Κάννες: M.G.Vagenas

ACID

Kyuka, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Κωστή Χαραμουντάνη, που προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του ACID, στο Φεστιβάλ Καννών, μας άγγιξε με την χάρη της και τη δημιουργική της τόλμη. Ο σκηνοθέτης αποτυπώνει με μοναδική ευαισθησία την ουσία του καλοκαιριού, φωτίζοντας τις εύθραυστες γραμμές των ανθρώπινων σχέσεων σε μια οικογένεια διαφορετική απ’ τις άλλες  με ένα βλέμμα ανάλαφρο και γεμάτο χιούμορ. Ο Μπάμπης, ένας πατέρας που μεγαλώνει μόνος του τον γιο και την κόρη του – δύο παιδιά στο κατώφλι της ενηλικίωσης – παλεύει να βρει μια ισορροπία όχι μόνο μέσα στο σκάφος που τους ταξιδεύει, αλλά και μέσα στα κύματα της ίδιας του της ζωής. Επινοώντας μια σειρά απρόσμενων συναντήσεων και συγκρούσεων, ο σκηνοθέτης μας προσκαλεί σε μια καλοκαιρινή οδύσσεια, φρέσκια και συγκινητική, όπου η μουσική, το εκτυφλωτικό φως και οι αντανακλάσεις της θάλασσας αγκαλιάζουν τις επιθυμίες, τις πληγές και τα όνειρα των ηρώων του. Όλα οδηγούν σε μια απρόσμενη αποκάλυψη που, πριν το τέλος του καλοκαιριού, θα αλλάξει τα πάντα για όλους.

Η συζήτηση με τον  Κωστή Χαραμουντάνη πραγματοποιήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών.

Η ταινία σου με συγκίνησε βαθιά, από την πρώτη κιόλας εικόνα της, αλλά και από τα πρώτα λόγια που διαβάζουμε στην αρχή: “Το καλοκαίρι αρχίζει με τη θάλασσα και τελειώνει με το φεγγάρι.” Αυτή η φράση με ταξίδεψε στην παιδική μου ηλικία, ξυπνώντας όμορφες αναμνήσεις. Θα ήθελα να σε ρωτήσω: πώς γεννήθηκε το πρότζεκτ αυτής της ταινίας;

Είχα κάνει τη δεύτερη ταινία μου μικρού μήκους – εγώ είχα τότε σαν στόχο να κάνω μια ταινία το χρόνο, έτσι για να μαθαίνω – γιατί δεν έχω πάει σε σχολή κινηματογράφου. Έλεγα:  «Θα κάνω μια ταινία το χρόνο για να μαθαίνω λίγο μέσα από τη δουλειά.» Έτσι ενώ έγραφα λοιπόν την τρίτη μου ταινία μικρού μήκους ανακάλυψα ότι δεν της ταιριάζει η φόρμα του μικρού μήκους γιατί άρχισαν να μπαίνουν πολλά πράγματα μέσα. Σταδιακά λοιπόν άρχισα να την γράφω σαν μεγάλου μήκους. Επειδή όμως ήξερα ότι θα πάρει πολύ καιρό για να γίνει και ήθελα να είμαι ενεργός έκανα μια μικρότερη εκδοχή της το 2018 όπου φαντάστηκα αυτή την ιστορία, πριν έρθει το καλοκαίρι, Kioukou, before summer comes. Ουσιαστικά πήρα τους χαρακτήρες, τα παιδιά αυτά, τα δυο αδέλφια, και τους έβαλα σε μια άλλη συνθήκη όπου είναι χειμώνας και ουσιαστικά προσμένουν να έρθει το καλοκαίρι. Το τραβήξαμε όλο αυτό με μια παλιά κάμερα, μια Ηι 8, και ήταν κυρίως ένας πειραματισμός γιατί τότε ήθελα τη μεγάλου μήκους, αυτή που είδες να την κάνουμε με Hi8. Οπότε η Ιkiokou ήταν στην ουσία ένα πείραμα με τους χαρακτήρες, με την κινηματογράφηση, με το σενάριο…

Τι σημαίνει η λέξη Ικιokou?

Είναι ιαπωνική λέξη και σημαίνει αναμνήσεις, από την άλλη KYUKA σημαίνει διακοπές.

Αν και μοιάζουν λίγο μεταξύ τους αυτές οι τρεις λέξεις δημιουργούν ένα όμορφο ηχητικό λογοπαίγνιο…

Βασικά ήθελα να κάνω μία τριλογία: Ikioukou, Kyuka kai Ikierou που σημαίνει η διαδικασία του να εξαφανίζεσαι. Στην ουσία η μικρού μήκους ήταν ένα πείραμα και μια ανάγκη για να συνεχίσω να δουλεύω, γιατί ήξερα ότι αν κάνω την μεγάλου μήκους θα μου έπαιρνε πάρα πολλά χρόνια. Και όντως μου πήρε επτά χρόνια να την κάνω αυτή την ταινία.

Πέρα από αυτά τα  πιο πρακτικά ζητήματα της εξέλιξης ενός σεναρίου και την δομή μιας μεγάλου μήκους ταινίας, βιωματικά, ας πούμε, από που ξεκίνησες, από πού άντλησες την έμπνευσή σου για να γράψεις το σενάριο;

Θα έλεγα από την παρατήρηση, από τα προσωπικά βιώματα και από μια διάθεση για πειραματισμό. Είναι πολλά διαφορετικά στοιχεία και κάπως, όλα μαζί, συγκεντρώνονται και με τον καιρό, πάνω στη δουλειά  αρχίζουν και παίρνουν μια μορφή. Κυρίως θα έλεγα ότι η έμπνευση μου προέρχεται από προσωπικά στοιχεία και παρατήρηση, μπορεί να μην είναι κάτι δικό μου βίωμα, αλλά να το έχω παρατηρήσει σε κάποιον άλλον και να το αφομοιώσω και να το μετουσιώσω, κατά κάποιον τρόπο έτσι ώστε να βάλω κι εγώ δικά μου πράγματα μέσα σαυτό και να προκύψει κάτι καινούργιο, ένα τρίτο, μια πορεία αυτής της διαδικασίας. Αλλά σίγουρα είναι ο χρόνος που παίζει ένα μεγάλο ρόλο σ αυτό. Δηλαδή μέσα μέσα από το χρόνο σιγά, πλάθεται κάτι, είναι μια διαδικασία.

Θα ήθελα να σε ρωτήσω από πού αντλείς την καλλιτεχνική σου έμπνευσή; Υπάρχουν κάποιοι σκηνοθέτες η γενικότερα καλλιτέχνες που θαυμάζεις;

Μ ‘αρέσει πολύ να διαβάζω. Μ ‘αρέσει πολύ να ακούω κλασική μουσική. Μου αρέσουν κάποιοι σκηνοθέτες. Δεν έχω δει πάρα πολύ κινηματογράφο, αλλά έχω μελετήσει πάρα πολύ σκηνοθέτες που μου αρέσουν. Μ αρέσει ο Χέρτζογκ, ας πούμε. Έχει κάνει 70 ταινίες, και τις έχω δει σχεδόν όλες. Έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία. Μ αρέσει η Agnes Varda,  μ’ αρέσει ο Peter Tscherkassky  που έχει κάτι πολύ χειροπιαστό που μ αρέσει και μένα. Δεν το έχω αντιγράψει βέβαια, αλλά έχω εμπνευστεί από αυτό ας πούμε. Θαυμάζω πολύ αυτούς τους σκηνοθέτες που δεν έχουν τελειώσει σχολή- η Varda και ο Herzog δεν έχουν τελειώσει  σχολή – και εγώ στην αρχή ένιωθα πάρα πολύ ανασφάλεια με αυτό το θέμα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι κάποτε μου έδινε ελπίδα ότι τόσο μεγάλοι σκηνοθέτες με τόσο δική τους γλώσσα, θρυλικοί σκηνοθέτες, δεν έχουν σπουδάσει κινηματογράφο και άρα κάτι σημαίνει αυτό. Δεν έχει σημασία η σπουδή πάνω στον κινηματογράφο, όλοι αυτοί έχουν μάθει μέσα από τη δουλειά. Και κάπως έτσι πήρα και το έναυσμα για να ξεκινήσω μόνος μου, γιατί σκεφτόμουν μήπως πάω σε κάποια σχολή αλλά το άφησα. Λοιπόν, αυτά έχω: έχω τη μουσική, έχω ταινίες, έχω προσωπικές εμπειρίες έχω αφηγήσεις άλλων, ότι μου τραβάει το ενδιαφέρον δηλαδή. Είχα έναν φίλο, τον Θεοδόση, που είχε ένα σκυλάκι και πήγαινε σε καλλιστεία σκύλων και μόλις μου είπε αυτό για τα καλλιστεία σκύλων μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον και είπα: «Ας κάνω μια ταινία γι’ αυτό!» και πήγα όντως μια μέρα και έκανα μια ταινία.

Βέβαια, η δουλειά είναι πολύ μοναχική εν τέλει. Πέρασα 7 χρόνια κάνοντας την μεγάλου μήκους. Πριν από 4 χρόνια σταμάτησα να κάνω μικρού μήκους γιατί δεν μπορούσα άλλο, δηλαδή έπρεπε η μεγάλου μήκους να καταλάβει όλο τον χρόνο και τον χώρο στο κεφάλι μου. Και όλο αυτό κατέληξε στο να είναι μια πολύ μοναχική δουλειά. Οπότε τώρα αν  με ρωτήσεις θα σου πω  ότι είμαι εξαντλημένος και ότι δεν υπάρχει πια εύφορο έδαφος. Νιώθω ότι δεν έχω τώρα τις προσλαμβάνουσες που είχα, δεν έχω τα ερεθίσματα.

 Είναι σαν να άδειασες…

Ναι και χρειάζομαι χρόνο για διάλειμμα. Ήδη έχω πάρει μισό χρόνο αλλά θα χρειαστεί κι άλλο για να ξαναρχίσει η όλη διαδικασία.

Η Kiouka είναι μια πολύ φωτεινή ταινία, οπού η θάλασσα και ο καλοκαιρινός ήλιος παίζουν μεγάλο ρόλο. Επίσης  και τα χρώματα που χρησιμοποιείς είναι ιδιαίτερα φωτεινά. Πως δούλεψες την φωτογραφία μαζί με τον Κωνσταντίνο Κούρκουλιο?

Ήθελα τα χρώματα να είναι πολύ έντονα. Ήθελα να είναι έτσι, πολύ φωτεινό. Το ήθελα όμως να μην έχει και μια υφή που να μην είναι crystal clear. Σου είπα στην αρχή ότι ήθελα να γυρίσουμε με μια κάμερα Hi8, αλλά είχαμε έναν προβληματισμό, ενδοιασμούς σε σχέση με το πως δουλεύει αυτό το πράγμα σε σχέση με το ποια θα είναι η τελική ποιότητα της εικόνας. Και ο Κούρκουλιος Κωνσταντίνος που έκανε τη φωτογραφία έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, είμαστε  και φίλοι και συνεργάτες. Η ταινία έγινε λοιπόν έτσι πάρα πολύ φωτεινή. Είχαμε ένα πρόβλημα σε σχέση με το σκάφος γιατί είναι πολύ περιορισμένος χώρος και εγώ ό, τι γυρίσματα είχα κάνει με κανονική κάμερα, επαγγελματική κινηματογράφου είχαν πάντα διαδικαστικά προβλήματα, δηλαδή έπρεπε να βάλουμε φακούς, να έρθουν οι φακοί, να στήσουμε την κάμερα, να κάτσουν οι ηθοποιοί, να πάρουμε το focus, να περιμένουμε, να περιμένουμε και να περιμένουμε. Και όλο αυτό ήταν σαν να σκοτώνει την δημιουργική ενέργεια.  Θέλαμε ένα set up στο οποίο να είμαστε ευκίνητοι. Ο Κωνσταντίνος ήρθε με μια εξαιρετική και πολύ δημιουργική ιδέα με την οποία κατάφερε να συνδυάσει και την υφή που ήθελα εγώ κινηματογραφικά και το logistics δηλαδή το να είμαστε όλοι ποιο ευκίνητοι. Πήραμε μια σύγχρονη κάμερα κινηματογράφου, μια Lexa Mini και βάλαμε επάνω φακούς οι οποίοι ήταν vintage. Ήταν από σούπερ 16mm, οπότε ήταν παλιοί, είχαν λιγότερο contrast, άλλη ευκρίνεια και έδωσε αυτό στην ταινία την υφή, την πιο είναι ποιο παστοδης, κατά κάποιο τρόπο. Και μετά ήρθε ο Μάνθος που έκανε το color  και το απογείωσε. Ήταν ήδη όμως ζωηρά τα χρώματα από το γύρισμα, αλλά στο color τα τονίσαμε κι άλλο και βάλαμε και τον κόκκο και το φτιάξαμε.

Ειναι πάρα πολύ όμορφα όλα όσα έχετε πετύχει με την αντανάκλαση του φωτός στο νερό…Εχω την εντυπωση ότι και στα χρώματα και κατά κάποιον τρόπο και στη μουσική, ότι υπάρχει και  μια αναφορά στον ελληνικό κινηματογράφο της δεκαετίας του 60 /70, κάνω λάθος; Σκέφτομαι τον Δαλιανίδη, που εγώ αγαπάω ιδιαίτερα, που δούλευε φανταστικά με τα χρώματα και την μουσικη επίσης…

Όχι δεν κάνεις λάθος. Υπάρχει και είναι και λίγο σαν σχόλιο, με την ωραία έννοια. Είναι πολύ εύλογο αυτό σαν συμπέρασμα και ήταν μια από τις επιρροές μου στη συγγραφή κιόλας. Άκουγα πολλά τέτοια τραγούδια όταν έγραφα της σκηνές. Αυτό που ήθελα να κάνω είναι η ταινία να έχει πάρα πολύ φως ακόμα και στη μουσική, να έχει πολύ χαρά και να είναι έντονη και ζωηρή για να αντικρούεται με τη δραματική πλοκή της ταινίας.

Όμως υπάρχει και ένα ρέκβιεμ, αλλά υπάρχει βέβαια και το βαλς…

Η ταινία έχει δύο καλοκαίρια: ένα πάρα πολύ φωτεινό, ένα πάρα πολύ χαρούμενο και ζωηρό και δροσερό και έχει και ένα καλοκαίρι το οποίο είναι πολύ μουντό, πολύ στενάχωρο, αλλά είναι πιο αληθινό. Η μουσική, αν παρατηρήσεις, το  αντικατοπτρίζει αυτό. Υπάρχει και το θέμα της ενηλικίωσης και αυτό. Δηλαδή κάπως βλέπεις μια διαφορετική κατεύθυνση στην αρχή και μια διαφορετική κατεύθυνση στο τέλος, για να έχει να συμβαδίζει με την πλοκή. Αφηγηματικά, δραματουργικά να είναι όλα ένα, δηλαδή όλα να λένε την ίδια ιστορία και όλα μαζί να αλλάζουν για μην υπάρχει κάτι το οποίο να είναι ξεκούρδιστο.

Για μένα η μουσική, έτσι όπως την έχεις χειριστεί, είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της ταινίας.

Η μουσική είναι ένα εργαλείο και ένα πρόσωπο αφηγηματικό όπως και το σκάφος, έτσι και ο κόλπος στο Νεώριο. Έτσι και οι χαρακτήρες, όλοι είναι σαν ρόλοι.  Από μικρός έπαιζα πιάνο. Μου άρεσε να παίζω πιάνο, και μουσική μόνος μου στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, όπου σπούδασα σαν ηθοποιός. Εγώ μικρός έλεγα ότι θα γίνω σκηνοθέτης ή ηθοποιός. Ή είσαι σεφ.  Όταν ήμουν μικρός έφτιαχνα με τους φίλους μου ταινίες και έπαιρνα την κάμερα της αδερφής μου, μετά έμαθα μόνος μου να το μοντάρω στον υπολογιστή. Κάπως έγραφα δική μου μουσική πάνω σ αυτό που γυρίζαμε η έπαιρνα μουσικές από αλλού και τις κόλλαγα πάνω, μετά έφτιαχνα την αφίσα της ταινίας και την κόλλαγα στο ψυγείο. Μάζευα μετά στην πρεμιέρα τους γονείς μου και τις μαμάδες και τους φίλους και βλέπαμε την ταινία. Και μ έναν τρόπο είναι σαν να έχει εξελιχθεί αυτό σιγά, σιγά. Από τότε ως τώρα κάνω το ίδιο πράγμα. Απλά πιο επαγγελματικά και πιο συγκεκριμένα και πιο συνειδητοποιημένα πια.

Σου αρέσει πιστεύω να κάνεις τα πάντα, να συγκεντρώνεις δηλαδή όσες περισσότερες πτυχές της εξεργασίας της ταινίας απάνω σου.

Μια ταινία υπογραφής που είναι πολύ συγκεκριμένη και έχει να κάνει περισσότερο με το τον κινηματογράφο που εγώ θαυμάζω και μ αρέσει να βλέπω. Δηλαδή όταν βλέπεις μια ταινία της Varda ξέρεις ότι είναι η ταινία της Varda και δεν υπάρχει περίπτωση να τον μπερδέψεις με κάποιον άλλο.

Η κεντρική, θα έλεγα, σκηνή της ταινίας όπου και αφηγηματικά, ο κόμπος φτάνει στο χτένι και όλα τα κρυμμένα μυστικά βγαίνουν με την μια στη φόρα, είναι αριστουργηματικά μονταρισμένη. Πως σου ήρθε η ιδέα να δουλέψεις στο μοντάζ με αυτό τον κάπως ελλειμματικό τρόπο? 

Αυτό ήταν το σχέδιο από την αρχή. Κάποια πειραματικά στοιχεία στην ταινία ήρθαν στο μοντάζ. Αυτή η σκηνή ήταν γραμμένη έτσι από το σενάριο. Ήταν γραμμένη πολλά χρόνια τώρα και ήθελα σκόπιμα να έρθει η κορύφωση της ταινίας και να έχει μια πολύ συγκεκριμένη υφή: να είναι χαοτική, να είναι τα τζιτζίκια και να είναι εφιαλτικό, Να είναι σαν όλα τα γύρω στοιχεία να θέλουν να μιλήσουν για αυτό το θέμα, έτσι ώστε να μην χρειαστεί να μιλήσουν οι ίδιοι οι χαρακτήρες για αυτό και χάσει τη δύναμή του. Μέσα από πολύ πειραματισμό φτάσαμε σε αυτό το στάδιο, στο μοντάζ, παρότι αυτή η σκήνη ήταν γραμμένη, πήρε διάφορες κατευθύνσεις έτσι ώστε να φτάσουμε σε αυτό. Και ήταν πολύ σημαντικό επίσης να βγάλει χιούμορ, να μην είναι κάτι δραματικό, αλλά να είναι, να είναι ανάλαφρο, να είναι σαν αφρόκρεμα, να έχει το βάθος και τη συγκίνηση και όλα αυτά, αλλά κατά βάση να είναι κάτι το οποίο θα σου βγάλει κι ένα γέλιο μέσα σε όλο το αυτό το παράλογο, όπως είναι η συνθήκη παράλογη όπως είναι και τα καλοκαίρια παράλογα, όπως είναι η ενηλικίωση, παράλογη, όπως είναι η ζωή. Και μου θύμιζε πολύ τα καλοκαίρια που πήγαινα εγώ διακοπές στον Πόρο.

Είναι πολλά πράγματα βασισμένα σε εμπειρίες που έχω ζήσει και κάπως εκείνα τα καλοκαίρια ήταν αυτό: παράλογα, αλλά υπήρχε και πολύ χιούμορ, πάρα πολύ χιούμορ και πολύ αγάπη.

Είμαστε πάντα στο ίδιο μέρος με το σκάφος, σε πολύ κλειστό χώρο, τέσσερα άτομα. Αυτό μετά από λίγο σου έβγαζε τρέλα. Ψαρεύαμε, τρώγαμε, είχε τις ήρεμες στιγμές. Είναι ακριβώς αυτό. Δηλαδή ήθελα να πάρω την ανάμνηση που είχα και να την αποτυπώσω στην ταινία, αλλά ταυτόχρονα να κάνω και μια επεξεργασία σε αυτή, έτσι ώστε να στέκεται σαν ένα έργο μυθοπλασίας που να έχει ενδιαφέρον, να έχει πλοκή, να έχει δραματουργία, κατά βάση είναι πειραματισμός που έρχεται με τη δουλειά και με τη υπομονή. Μπορεί να έχω δει την ταινία μου 50 φορές σ εκείνο το σημείο και να λέω: κάτι λείπει, κάτι λείπει. Πάμε να δούμε και το ξαναπιάνουμε…

Tο μοντάζ το έκανες μονός σου ;

Ναι το έκανα μονός μου. Ο Λάμπης Χαραλαμπίδης, που είναι φοβερός, ήρθε περισσότερο σαν συμβουλευτική ματιά γιατί εγώ δεν είχα ξανακάνει μοντάζ σε μεγάλου μήκους, οπότε νομίζω ότι στο μοντάζ, κάποια στιγμή ,πρέπει κάποιος να το δει που δεν είναι τόσο μέσα. Καμιά φορά πάθαινα burnout και ερχόταν ο Λάμπης και το έβλεπε.

Είναι πάρα πολλοί άνθρωποι που λέγανε τη γνώμη τους και δίνανε feed-back και η ταινία απέκτησε τη μορφή που απέκτησε. Δηλαδή δεν είναι κάτι το οποίο έχω κάνει εντελώς μόνος μου.

Moυ αρέσαν πολύ οι χαρακτήρες αυτης της τόσο ιδιαίτερης οικογενείας που δημιούργησες, όσο και η επιλογή των ηθοποιών που διάλεξες για να τους ενσαρκώσουν. Μπορείς να μου μιλήσεις για αυτό?

Ναι, με τον Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο που παίζει τον  Κωνσταντίνο και την Έλσα Λέκκου, του ενσαρκώνει την Έλσα, γνωριζόμαστε πάνω από 10 χρόνια. Ήμασταν συμφοιτητές στο Ωδείο Αθηνών όταν  σπουδάζαμε ηθοποιοί. Μου άρεσε πάρα πολύ η Έλσα έτσι όπως έπαιζε. Από την άλλη  με τον Κωνσταντίνο συνεργαζόμασταν σε πράγματα που κάναμε μαζί και είχαμε πολύ ωραία σχέση. Και άρχισα από τότε να γράφω το σενάριο πάνω τους, να δουλεύουμε μαζί. Κάπως έτσι εξελίχθηκε η συνεργασία μας. Βασίστηκα πολύ στη χημεία. Είναι πολύ σημαντικό για μένα ο Κωνσταντίνος να βγαίνει πιο συνεσταλμένος αλλά και θαρραλέος, να νιώθει περιττός στην οικογένεια, η Έλσα να βγαίνει πιο φοβική, να είναι παιδί του μπαμπά της. Θέλαμε πολύ συγκεκριμένες οι σχέσεις τους. Είναι μια κατακερματισμένη οικογένεια ήδη, αλλά οι δυο τους σαν ομάδα να είναι πολύ δυνατή ομάδα, έτσι ώστε αυτό στο τέλος να σπάσει και να υπάρξει μια αφηγηματική ανατροπή.

Και ο Συμεών Τσακίρης που υποδύεται τον Μπαμπη, τον πατέρα, είναι πραγματικά εξαιρετικός.

Αν και δεν το περίμενα, γιατί όταν είδα τις φωτογραφίες του δεν είχε  καμία σχέση με το χαρακτήρα του πατέρα έτσι όπως τον φανταζόμουνα. O Συμεών ήρθε δυο μήνες πριν το γύρισμα στην όλη ιστορία, μας τον σύστησε η Διονυσία Δημιτρακελου που έκανε  διεύθυνση παραγωγής.  Έρχεται λοιπόν μέσα ο Συμεών και δεν έχει καμμιά σχέση. Είναι πάρα πολύ νέος, πολύ φρέσκος. εγώ σκέφτηκα ότι εντάξει, από ευγένεια θα του πω για το σενάριο και θα του τόσο να διαβάσει μια περίληψη, αλλά μάλλον όχι γιατί ήταν πολύ νέος. Μας παίρνει τηλέφωνο την επόμενη μέρα. Είχε ερωτευτεί το σενάριο, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Βρισκόμαστε και άρχισε να μου μιλάει για την ταινία και να παρατηρεί πράγματα με τα οποία μπορούσε να ταυτιστεί με τη δική του ιστορία. Ήταν κωπηλάτης, του άρεσε πάρα πολύ η θάλασσα, το ψάρεμα. Μου έλεγε. Ενώ μου μιλούσε για την ταινία. Είχε μάθει απέξω ήδη λόγια και μου περιέγραφε έτσι. Είχε έναν πάρα πολύ έντονο ενθουσιασμό που με έκανε να τον εμπιστευτώ. Έχει δουλέψει στο θέατρο κυρίως, είχε συνεργαστεί και κάποτε με τον Παπαϊωάννου, χορευτής αλλά γενικά δεν είναι γνωστός Ήταν η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία .Αλλά υπήρχε ακόμα το θέμα του ότι¨ ξέρεις κάτι, δεν μοιάζεις. Αλλά είχε μια πολύ έντονη ανάγκη να το κάνει, ίσως και γιατί δεν είχε ξανακάνει ταινία και ένιωσα ότι ταυτίζεται πολύ έντονα με αυτό και μου είπε όχι, θα αφήσω μαλλιά, θα αφήσω μούσι και θα μαυρίσω, θα σταματήσω τη γυμναστική, θα αρχίσω να τρώω. Θα κάνουμε πρόβες μαζί. Και τα έκανε όλα αυτά. Δηλαδή έδωσε τον εαυτό του, την καθημερινότητά του. Απίστευτη αφοσίωση. Ταυτόχρονα κάναμε και εμείς προετοιμασίες, δηλαδή συζητούσαμε για το πώς πρέπει να είναι ο χαρακτήρας του, πώς να κινείται, τι είναι αυτό που κρύβει. Και το πιο σημαντικό από όλα ήταν στο τέλος της ταινίας να θες να τον πάρεις αγκαλιά, να μην είναι βλάκας, να μην σου προκαλεί απέχθεια. Να κρύβει μέσα του κάτι πάρα πολύ γλυκό, ενώ απέξω του να είναι σκληρός, παράξενος, κακομούτσουνος.

Οι ταινία σου είναι γραμμένη σαν θρίλερ, Όχι μόνο επειδή έχει ένα σασπένς αλλά επειδή μας αποκαλύπτεις τα διάφορα στοιχεία της σιγά, σιγά… 

Το παζλ ενώνεται σιγά σιγά και καταλαβαίνουμε μόνο στο τέλος τι συμβαίνει. Είναι απλά διακοπές. Η σχέση μεταξύ όλων αυτών των ανθρώπων στην αρχή πολύ ασαφής. Θέλω να το πω δηλαδή. Κι αυτό είναι ένα πάρα πολύ ωραίο στοιχείο που δεν το είπαμε στην αρχή. Μιλώντας για τη δομή του, τους μιλούσαμε μάλλον περισσότερο για την, πώς να το πω, για τις επιρροές του σεναρίου παρά για τη δομή του.Το σενάριο έχει χτιστεί έτσι ώστε να κρατάει τον θεατή σε εγρήγορση και έχει και την έκπληξη στο τέλος. Γιατί κάθε φορά μαθαίνουμε και κάτι παραπάνω. Όπως για το κοριτσάκι που, στην πραγματικότητα,  δεν είναι η κόρη της νέας κοπέλας. Το σενάριο παίζει με το θεατή….

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *