CANNES 77: MA VIE, MA GEULE
Ανταπόκριση από τις Κάννες: M.G.Vagenas
MA VIE, MA GEULE (THIS LIFE OF MINE), SOPHIE FILLIÈRES
QUINZAINE DES CINÉASTES
Από τι εξαρτάται, τελικά, η ευτυχία και η ψυχική ισορροπία μιας χωρισμένης γυναίκας 55 ετών, μητέρας δύο ενήλικων παιδιών, που νιώθει τη ζωή της να ξεγλιστρά πια μέσα από τα χέρια της με ιλιγγιώδη ταχύτητα; Μια γυναίκα που πρέπει να συμφιλιωθεί και με το σώμα της που δεν έχει πλέον την ικανότητα να προκαλεί αυθόρμητα το ενδιαφέρον, ή και την επιθυμία του άλλου φύλου;
Η Μπαρμπερί «Μπικέτ» – η πρωταγωνίστρια της ταινίας Ma vie, ma geule (This life of mine) της Sophie Fillières – ζει πλέον μόνη και καθημερινά έχει να αντιμετωπίσει την πολύπλοκη σχέση της με τα παιδιά της, την απαιτητική δουλειά της σε μια διαφημιστική εταιρεία, τις φίλες της που την ενοχλούν καλώντας την συνεχώς για ασήμαντα πράγματα και τις κοινωνικές επαφές της σε έναν κόσμο όπου η ευγένεια με την οποία φέρεται σε όλους φαίνεται να είναι ελάττωμα αντί για αρετή – η ένα χαρακτηριστικό που την καθιστά, παραδόξως, γελοία και σχεδόν αξιοθρήνητη στα μάτια των άλλων, αντί να προκαλεί τη συμπάθειά τους. Η Μπικέτ δεν καταλαβαίνει πια τι της συμβαίνει: το αίσθημα της ανασφάλειας μεγαλώνει ορατά, γίνεται ασφυκτικό και τελικά την οδηγεί σε μια κατάσταση κατάθλιψης και προσωρινής τρέλας.
Η τελευταία ταινία της Γαλλίδας σκηνοθέτριας Sophie Fillières, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή πριν περίπου έναν χρόνο, δεν είναι η καλλιτεχνική της “διαθήκη”, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, αλλά ένας γλυκόπικρος, δυνατός και βαθιά συγκινητικός ύμνος στη ίδια την ζωή – με όλες τις απογοητεύσεις της και τον πόνο της αλλά και με μια αστέρευτη πνοή ελπίδας για ένα μέλλον που, αν όχι ευτυχισμένο, μπορεί πάντα να είναι αξιοπρεπές και γαλήνιο.
Κατά την τελετή έναρξης της 56ης Quinzaine des Cinéastes, οι συντελεστές της ταινίας Ma vie, ma gueule, με βαθιά συγκίνηση και αξιοπρέπεια, ανέβηκαν στη σκηνή για να την παρουσιάσουν στο κοινό: η ηθοποιός Αgathe Bonitzer, κόρη της σκηνοθέτριας, συνοδευόμενη από τον αδελφό της Αdam Bonitzer – που συνέβαλε καθοριστικά στην ολοκλήρωση αυτού του τελευταίου έργου της Sophie Fillières – διάβασε έναν σύντομο αλλά έντονα συναισθηματικό κείμενο αφιερωμένο στη μητέρα τους, η οποία, μέχρι τα τελευταία της, στενοχωριότανε που δεν θα κατάφερνε να δει ολοκληρωμένη την ταινία αυτή που θεωρούσε ως την καλύτερη της καριέρας της.
Το Ma vie, ma gueule, είναι ένα είδος φανταστικής αυτοβιογραφίας, βγαλμένη από τις σκιές της ψυχής και γεμάτη αλήθειες, είναι και το αποτέλεσμα μιας υπέροχης συνεργασίας μεταξύ δύο δυνατών και ευαίσθητων γυναικών, ένας καλλιτεχνικός διάλογος βασισμένος σε μια φιλία. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος δεν δόθηκε τυχαία στην εξαιρετική Agnès Jaoui, διακεκριμένη σεναριογράφο – της οφείλουμε μερικές από τις πιο έξυπνες και επιτυχημένες γαλλικές κωμωδίες των τελευταίων τριάντα χρόνων – και σπουδαία ηθοποιό. Η Jaoui, με μεγάλη γενναιοδωρία, προσφέρει το πρόσωπό της, το σώμα της, τα συναισθήματά της και όλο της το είναι για να δώσει ζωή στη Μπικέτ, που τρέμει, υποφέρει, αμφιβάλλει, χάνεται και τελικά ξαναβρίσκει τον εαυτό της – η ερμηνεία της φωτίζει κάθε σκηνή.
Οι διάλογοι και οι καταστάσεις που επινόησε και έγραψε η Sophie Fillières είναι ταυτόχρονα αστείες και σουρεαλιστικές· μας κάνουν να γελάμε αλλά και μας ραγίζουν την καρδιά. Καταλαβαίνουμε σύντομα πως η πρωταγωνίστρια, στην καθημερινότητα της – μέσα στο σπίτι της, μπροστά στον υπολογιστή (η πρώτη σκηνή της ταινίας όπου πρέπει να διαλέξει μια γραμματοσειρά για ένα κείμενο που αρχίζει με τις λέξεις «Η ζωή μου…» είναι κυριολεκτικά ξεκαρδιστική), στο γυμναστήριο, αντιμέτωπη με τον σιωπηλό και ανέκφραστο ψυχαναλυτή της, στο λεωφορείο ή σε ένα πάρκο – βιώνει καταστάσεις ολοένα πιο παράλογες και πιο οδυνηρές. Κάποια μέρα, ένας άντρας που συναντάει τυχαία σε ένα καφέ προσπαθεί να της πιάσει κουβέντα λέγοντας πως την ξέρει από παλιά, αλλά εκείνη δεν τον αναγνωρίζει -χειρότερα ακόμα- νομίζει πως είναι ο ίδιος ο Θάνατος που ήρθε να την πάρει. Η Μπικέτ καταρρέει και ικετεύει τον άγνωστο να τη βοηθήσει και να καλέσει βοήθεια. Καταλήγει έτσι σε μια ψυχιατρική κλινική, που δεν παρουσιάζεται με μελανά χρώματα, αντιθέτως είναι ένας χώρος ίασης όπου η γυναίκα θα μπορέσει να βρει πάλι την ισορροπία της και την ψυχική της υγεία. Ελεύθερη από άγχη και φόβους, η ηρωίδα αποφασίζει από εδώ και στο εξής να ζήσει για τον εαυτό της και μέσα από τον εαυτό της. Η ταινία τελειώνει στην απέναντι όχθη της Μάγχης, με φόντο ένα γαλήνιο, καταπράσινο φυσικό τοπίο.
Παρουσιάζοντας το φετινό πρόγραμμα, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Quinzaine des Cinéastes, Julian Rejl, είχε δηλώσει ότι ήθελε να προτείνει ταινίες τολμηρές, όμορφες και γενναίες τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο· με αυτή την έννοια, η Quinzaine άνοιξε την αυλαία της με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο.