Χωρίς κατηγορία

CANNES 77: To a Land Unknown

Ανταπόκριση από τις Κάννες: M.G.Vagenas

To a Land Unknown, Mahdi Fleifel

QUINZAINE DES CINÉASTES

Ύστερα από μια σειρά ντοκιμαντέρ μικρού μήκους και το βραβευμένο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ A World Not Ours (2012), μέσα από τα οποία σκιαγραφεί διαφορετικές πτυχές της ζωής των Παλαιστίνιων μεταναστών που αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον στην Ευρώπη, ο πολυβραβευμένος Δανό-Παλαιστίνιος σκηνοθέτης Mahdi Fleifel κάνει το ντεμπούτο του στη μυθοπλασία με την ταινία To a Land Unknown. Η ταινία, που έκανε πρεμιέρα στην Quinzaine des Cinéastes του Φεστιβάλ Καννών, είναι εξ ολοκλήρου γυρισμένη στο κέντρο της Αθήνας και εξιστορεί τις περιπέτειες δύο Παλαιστίνιων προσφύγων, του Chatila (Mahmood Bakri) και του Reda (Aram Sabbah), οι οποίοι προσπαθούν απεγνωσμένα να φτάσουν στον δικό τους επίγειο παράδεισο – τη Γερμανία. Με μια ωμή ματιά στον ξεριζωμό και την αγωνία της επιβίωσης, η ταινία καταγράφει με ρεαλισμό και ένταση το τίμημα της προσφυγιάς, τις θυσίες και τα όρια που μπορεί να ξεπεράσει κανείς για να κατακτήσει την ελπίδα. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό χρονικό απελπισίας, που καθρεφτίζει τη βιαιότητα μιας πραγματικότητας που συχνά μένει αόρατη.

Η συζήτηση με τον σκηνοθέτη πραγματοποιήθηκε στις Κάννες, σε ένα πλαίσιο συλλογικού διαλόγου γύρω από την ταινία και τα ζητήματα που θίγει.

Η πρώτη  μεγάλου μήκους  σου ταινία, το A World Not Ours (2012), ήταν ντοκιμαντέρ και το τέλος της —τα τελευταία δέκα λεπτά— γυρίστηκαν στην Αθήνα, όπου ακολουθείς τον φίλο σου Abu Eyad. Και η νέα σου ταινία, To a land unknown, διαδραματίζεται στην Αθήνα. Την βλέπεις σαν μια συνέχεια του A World Not Ours σε μορφή μυθοπλασίας;

Ναι, απολύτως. Τα γυρίσματα του A World Not Ours με έφεραν αντιμέτωπο με μια νέα πραγματικότητα όταν ακολούθησα τον Abu Eyad στην Ελλάδα και τον βρήκα εκεί μαζί με άλλους εξόριστους από τους καταυλισμούς του Λίβανου και της Συρίας — αλλά και μετανάστες από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν… Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να διασχίσουν την Ελλάδα για να φτάσουν στην Κεντρική ή Βόρεια Ευρώπη. Η Ελλάδα είναι η πύλη της Ευρώπης. Αυτή η εμπειρία ήταν και η δική μου πρώτη επαφή με τη χώρα: ο φίλος μου ξέφυγε από τον καταυλισμό στο Λίβανο κι εγώ τον ακολούθησα με την κάμερα ως την Ελλάδα. Κάπως έτσι ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με αυτή τη χώρα, ανακαλύπτοντας έναν κόσμο εντελώς άγνωστο για μένα μέχρι τότε.

Αν και το To a Land Unknown είναι μυθοπλασία, θεωρείς ότι αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα;

Για μένα, ο διαχωρισμός μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας στο σινεμά είναι περισσότερο ‘γραφειοκρατικός’ παρά ουσιαστικός. Η μυθοπλασία, ωστόσο, μου έδωσε τη δυνατότητα να αξιοποιήσω ελεύθερα τη φαντασία μου και να ελέγξω απόλυτα τη mise en scène, τον φωτισμό και τη σύνθεση των κάδρων. Είναι όμως ένα απαιτητικό είδος – αν κάτι φαίνεται ψεύτικο, ο θεατής αποστασιοποιείται. Αντίθετα, το ντοκιμαντέρ είναι πιο “επιεικές”. Παρ’ όλα αυτά, στόχος μου ήταν να διατηρήσω την αίσθηση της αμεσότητας και την αυθεντικότητα των χαρακτήρων, σαν να πρόκειται για ανθρώπους βγαλμένους από την πραγματική ζωή.

Ποια ήταν η αφετηρία αυτής της ιστορίας; Τι σε ώθησε να τη διηγηθείς κινηματογραφικά;

Τα τελευταία δώδεκα χρόνια, παρακολουθώ τέσσερις άνδρες: ένας από αυτούς είναι ο Abu Eyad, που εμφανίζεται στο A World Not Ours και στο Xenos, και τώρα ζει στη Γερμανία. Ένας άλλος είναι ο Reda, που ήταν στα A Man Returned και Three Logical Exits. Όπως είπα, δυστυχώς πέθανε στην Αθήνα. Ένας τρίτος εξαφανίστηκε κάπου στη Σουηδία, χάσαμε την επαφή. Και ο τέταρτος ήρθε στο Λονδίνο, όπου ζούσα τότε, και μου είπε αυτήν την ιστορία· μου είπε πώς έφυγε από την Ελλάδα, και ότι όταν πέρασαν τα σύνορα με τη Μακεδονία, εκείνος και οι φίλοι του είχαν πάνω τους 20.000€, αλλά είχαν αφήσει τέσσερις άνδρες δεμένους και φιμωμένους σε ένα υπόγειο διαμέρισμα στην Αθήνα. Τον ρώτησα: «Τι εννοείς;» Και μου είπε: «Πρέπει να σου πω την ιστορία από την αρχή.» Και τότε μου είπε αυτή την τρελή, απίστευτη, κινηματογραφική ιστορία. Από τότε προσπαθώ να βρω τη σωστή μορφή, τον τρόπο να την παρουσιάσω. Για αρκετό καιρό, τα τελευταία δέκα χρόνια —δηλαδή όσο μου πήρε να κάνω αυτή την ταινία—, πειραματιζόμουν με την ιδέα ενός υβριδικού ντοκιμαντέρ βασισμένου σε αυτήν την ιστορία. Σκέφτηκα ότι ίσως μπορούσε να την ξαναπεί στην κάμερα και να κάνω κάποιες αναπαραστάσεις. Μετά σκέφτηκα μήπως τη διηγηθεί ένας ηθοποιός κι εγώ να αναπαραστήσω κάποιες σκηνές. Και μετά ένιωσα ότι αυτό θα κατέληγε σαν ένα βαρετό Netflix whodunit. Δεν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Κάποια στιγμή, αφού είχα ήδη δουλέψει μόνος μου πάνω στην ιδέα, μπήκε στην ομάδα ο Jason McColgan —ο συνσεναριογράφος μου— και τελικά προστέθηκε και ο Fyzal Boulifa, και νομίζω ότι τότε κάτι λειτούργησε, με την εξαιρετική του ικανότητα ως σεναριογράφος. Η αρχική ιδέα ήταν να κάνουμε μια διασκευή του Men in the Sun του Ghassan Kanafani, αλλά μετά σκεφτήκαμε και το Of Mice and Men του John Steinbeck και τους χαρακτήρες George και Lennie. Όταν άρχισα να μιλάω με τον Fyzal γι’ αυτό, είδε αμέσως τους χαρακτήρες των Chatila και Reda με άλλο μάτι και τότε μπορέσαμε να βρούμε τη σωστή μορφή για να αφηγηθούμε αυτήν την ιστορία. Ήθελα να δείξω αυτούς τους αυθεντικούς ηθοποιούς – method actors – όπως ο Robert De Niro ή ο Marlon Brando, αλλά επειδή στην Παλαιστίνη δεν έχουμε παράδοση θεατρικών ή δραματικών σχολών, έπρεπε να βασιστώ στις προσωπικότητες και τα χαρακτηριστικά των μη επαγγελματιών που θα μπορούσαν να ενσαρκώσουν αυτούς τους χαρακτήρες. Δούλεψα πολύ στο κάστινγκ, και έκανα πολλά εργαστήρια με τα παιδιά για να δημιουργηθεί δέσιμο μεταξύ τους. Έπειτα ο Mahmoud Bakri, που παίζει τον Chatila, και ο Aram Sabbah, που παίζει τον Reda, έζησαν μαζί στην Ελλάδα για περίπου έναν μήνα πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, στη γειτονιά όπου θα γινόταν η ταινία. Μέχρι να ξεκινήσουμε τα γυρίσματα, ήταν ήδη μέρος της πόλης και η ιστορία είχε ποτίσει το δέρμα τους.

Η Ελλάδα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή της ταινίας, με την ελληνική εταιρεία Homemade Films να συμμετέχει ως συμπαραγωγός και την Αγγελική Παπούλια να έχει έναν από τους βασικούς ρόλους. Ποια είναι η σχέση σας με την Ελλάδα και πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;

Τα τελευταία 12 χρόνια περνώ μεγάλα διαστήματα στην Ελλάδα. Από τότε που γύρισα το ντοκιμαντέρ με τον Abu Eyad, ένιωσα πως αυτή η χώρα μου άνοιξε έναν νέο δρόμο. Έχω ήδη γυρίσει εδώ τρεις ή τέσσερις μικρού μήκους ταινίες, ως προετοιμασία για αυτό το έργο. Αρχικά, σκόπευα να δουλέψω αποκλειστικά με μη επαγγελματίες ηθοποιούς. Όμως για τον ρόλο της Τατιάνας, της μοναδικής γυναικείας φιγούρας στην ταινία, ήθελα μια έντονη παρουσία. Θυμήθηκα την Αγγελική Παπούλια — είμαι μεγάλος θαυμαστής της. Ο casting director μου είπε “είναι πολύ κομψή, πολύ λεπτή για τον ρόλο”, και αυτό ακριβώς με τράβηξε. Ήθελα να την δω σε έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο. Τελικά, ήταν υπέροχη – με απόλυτη αφοσίωση και εξαιρετικό ήθος.

Ο τρόπος που κινηματογραφείς την Αθήνα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: αποφεύγεις τις ευρείες λήψεις και οι τοποθεσίες δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμες. Τι σε οδήγησε σε αυτή την επιλογή;

Επέλεξα να μείνω κοντά στους χαρακτήρες, ώστε να διατηρηθεί η αίσθηση οικειότητας. Ήθελα επίσης το αποτέλεσμα να έχει μια διαχρονική ποιότητα, σαν ντοκιμαντέρ της δεκαετίας του ’70 ή ως φόρο τιμής στο αμερικανικό σινεμά εκείνης της εποχής, με το οποίο μεγάλωσα. Η επιλογή του φιλμ 16mm δεν ήταν τυχαία – προσφέρει μια ζεστή, χαρακτηριστική υφή, ενώ λειτουργεί εξαιρετικά τόσο σε κοντινά πλάνα όσο και σε ευρύτερες συνθέσεις.

Δεν διστάζεις να φωτίσεις και τη σκοτεινή πλευρά των ηρώων σου – μια επιλογή με ρίσκο. Τι σε ελκύει σε αυτού του είδους την προσέγγιση;

Πάντα με έλκυαν οι ατελείς χαρακτήρες, οι αντί-ήρωες – όπως εκείνοι στις πρώτες ταινίες του Scorsese. Μπορεί να μην τους συμπαθούμε αμέσως, αλλά συχνά καθρεφτίζουν τις πιο σκοτεινές πτυχές του εαυτού μας. Αυτού του είδους οι χαρακτήρες έχουν για μένα αληθινό ενδιαφέρον.

Ο πρωταγωνιστής σου, ο Chatila, είναι μια περίπλοκη φυσιογνωμία: πρόσφυγας που, παρ’ όλα αυτά, δεν διστάζει να βλάψει άλλους για να πετύχει τον στόχο του. Πώς ερμηνεύεις αυτόν τον χαρακτήρα;

Η επιθυμία για μια καλύτερη ζωή δεν σβήνει. Ο Chatila παλεύει να ζήσει με αξιοπρέπεια, παρότι βρίσκεται σε απελπιστικές συνθήκες. Οι πρόσφυγες έχουν όνειρα, φόβους, συναισθήματα — όπως όλοι μας. Στις ειδήσεις παρουσιάζονται απλώς ως αριθμοί. Εγώ ήθελα να δείξω πώς είναι να ζεις χωρίς δικαιώματα, χωρίς καμία πρόσβαση στη ζωή. Εγώ έχω διαβατήριο, ελευθερίες. Αλλά τι γίνεται όταν δεν έχεις τίποτα; Τι θα ήσουν διατεθειμένος να κάνεις για να επιβιώσεις; Αυτό είναι που με απασχόλησε.

Άφησες το τέλος της ιστορίας ανοιχτό. Επίσης κάποιοι χαρακτήρες εξαφανίζονται κάπου στη μέση της αφήγησης, όπως η Τατιάνα και το αγόρι…

Ναι, είναι κατά κάποιον τρόπο ένα μυστήριο, γιατί αυτοί οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν και συχνά εξαφανίζονται. Ποιος ξέρει τι θα τους συμβεί λίγο μετά από αυτό; Θα καταφέρουν να φτάσουν στη Γερμανία; Δεν θα τα καταφέρουν; Δεν ξέρω. Νομίζω πως αυτό αντικατοπτρίζει και πολλούς από τους χαρακτήρες που ακολούθησα στην πραγματική ζωή με τα προηγούμενα ντοκιμαντέρ μου· οι περισσότεροι δεν τα κατάφεραν, είτε απελάθηκαν πίσω στα στρατόπεδα είτε μαράζωσαν. Πολλοί από αυτούς πέθαναν. Ο πραγματικός Reda (Reda Al-Sahel), που φίλμαρα στο A man Returned (2016) και στο Three Logical Exits (2020), και αποτέλεσε την έμπνευση για τον κινηματογραφικό Reda που βλέπουμε σε αυτή την ταινία, πέθανε από υπερβολική δόση στην Ελλάδα, στην Αθήνα, στον Ευαγγελισμό. Οι συνθήκες είναι πάντα εναντίον αυτών των ανθρώπων.

Η ταινία σου παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στην Quinzaine σε μια ιστορικά κρίσιμη συγκυρία. Ποια είναι για σένα η σχέση πολιτικής και σινεμά;

Εμείς οι Παλαιστίνιοι έχουμε μάθει να παλεύουμε διαρκώς με την ιδέα ότι είμαστε αόρατοι.  Με την αντίληψη ότι δεν υπάρχουμε πραγματικά ή ότι είμαστε απλώς «κάποιοι Άραβες», όπως όλοι οι άλλοι. Όμως η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική: διαθέτουμε έναν ξεχωριστό πολιτισμό, μια βαθιά ριζωμένη ιστορία και μοναδικές παραδόσεις. Έχουμε το δικό μας, ιδιαίτερο χιούμορ. Τη δική μας κουζίνα. Τη δική μας μουσική. Αυτό  κάνει ο κινηματογράφος: λειτουργεί ως γέφυρα, μας συνδέει με την κοινή ανθρώπινη εμπειρία, πέρα από σύνορα και εθνικότητες. Γίνεται μια παγκόσμια γλώσσα. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, για μένα είναι τόσο σημαντικό να μας βλέπει ο κόσμος όπως πραγματικά είμαστε — ως αληθινούς ανθρώπους και όχι απλώς ως μια οργισμένη ομάδα Αράβων που θέλει να καταστρέψει τον κόσμο.

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *