ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

Cannes 77: Universal Language

Ανταπόκριση από τις Κάννες: M.G.Vagenas

Universal Language, Matthew Rankin

Quinzaine des cinéastes

Το Universal Language του Matthew Rankin είναι μία από τις πιο απροσδόκητες και συναρπαστικές κινηματογραφικές αποκαλύψεις αυτής της χρονιάς στην Quinzaine des Cinéastes. Ένα αληθινό διαμάντι, όπου το παράλογο συνυφαίνεται με μια ανθρωπιστική και διακριτικά κωμική προσέγγιση του κόσμου, δημιουργώντας ένα σύγχρονο παραμύθι γύρω από τη δυνατότητα συνύπαρξης, πέρα από τα πολιτισμικά εμπόδια που θεωρούμε ανυπέρβλητα, αλλά που στην ουσία δεν είναι, όταν εστιάσουμε στα ουσιώδη: τα αισθήματα και τις ανάγκες που είναι κοινές σε κάθε άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται. Με την λεπτότητα και την πρωτοτυπία της, η παγκόσμια γλώσσα του κινηματογράφου που έχει επινοήσει ο Rankin κατάφερε να συγκινήσει και να συναρπάσει τόσο τους κριτικούς όσο και το ευρύ, διεθνές κοινό των Καννών. Το όμορφο ταξίδι της ταινίας ξεκίνησε στη Quinzaine des Cinéastes, όπου κέρδισε το  βραβείο του κοινού.

Η συζήτηση με τον  Matthew Rankin πραγματοποιήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών.

Η αρχική ιδέα του Universal Language γεννήθηκε πριν από μερικά χρόνια, και στη συνέχεια ξεκίνησες να γράφεις το σενάριο μαζί με τον Pirouz Nemati. Mπορεις να μας μιλήσεις για τη συνεργασία σας;

Η συνεργασία μας είναι ένας διάλογος που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αρχικά με τον Pirouz Nemati και αργότερα και με την Ila Firouzabadi. Όλα ξεκίνησαν, νομίζω, με μια ιστορία από τα παιδικά χρόνια της γιαγιάς μου, που μεγάλωσε στο Γουίνιπεγκ την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. Αυτή και ο αδελφός της είχαν βρει ένα δίδολαρο χαρτονόμισμα παγιδευμένο μέσα στον πάγο του πεζοδρομίου, και ξεκίνησαν μια μικρή οδύσσεια σε ολόκληρη την πόλη για να το ξεκολλήσουν, αλλά τελικά εξαπατήθηκαν από έναν περαστικό. Για την γιαγιά μου αυτό το συμβάν υπήρξε ένα σημαντικό μάθημα ζωής, γιατί κάποια στιγμή σκέφτηκε πως ίσως ο περαστικός αυτός να είχε μεγαλύτερη ανάγκη από εκείνη και τον αδελφό της, παρόλο που και η δική τους οικογένεια ήταν πολύ φτωχή. Όπως και να έχει, αυτή η ιστορία μου άρεσε πάντα. Πολύ αργότερα, ανακάλυψα όλες τις ταινίες που παρήγαγε το Ινστιτούτο Κανόν – το Ινστιτούτο Πνευματικής Ανάπτυξης Παιδιών και Νέων στο Ιράν – στο οποίο οφείλουμε πολλά από τα κλασικά αριστουργήματα του ιρανικού κινηματογράφου, όπως και ταινίες κινουμένων σχεδίων και μερικά ντοκιμαντέρ. Ο ίδιος ο Κιαροστάμι ξεκίνησε την καριέρα του εκεί. Πολλές από αυτές τις ταινίες μιλάνε για παιδιά που έρχονται αντιμέτωπα με διλήμματα ενηλίκων και πρέπει να τα βγάλουν πέρα, συχνά καλούμενα να επιδείξουν μια σοφία που οι ίδιοι οι ενήλικες δεν διαθέτουν. Είναι ποιητικές, ανθρωποκεντρικές ταινίες, που συνήθως πραγματεύονται την προσωπική ευθύνη, το καθήκον μας απέναντι στους άλλους και παρόμοια ζητήματα, χωρίς όμως ποτέ να υιοθετούν έναν διδακτικό τόνο. Αυτές είναι οι ταινίες που αγάπησα βαθιά και που άσκησαν τεράστια επίδραση πάνω μου.Είχα μια Ιρανή φίλη στον Καναδά, και όταν ήμουν έφηβος με πήγε να δω όλες αυτές τις ταινίες. Με συγκίνησε ιδιαίτερα το γεγονός ότι μέσα σε αυτές τις ταινίες ξαναβρήκα, με έναν κάποιο τρόπο, την ιστορία της γιαγιάς μου. Με συγκλόνισε η σκέψη ότι η εμπειρία της γιαγιάς μου —μια γυναίκα που έζησε όλη της τη ζωή στο Γουίνιπεγκ και δεν είχε ποτέ γνωρίσει το Ιράν— μπορούσε να βρει ανταπόκριση σε ταινίες που προέρχονταν κυριολεκτικά από την άλλη άκρη του κόσμου. Αυτή η σκέψη με συνεπήρε, γιατί άγγιζε βαθιά τα ιδανικά μου περί διεθνισμού και υπερεθνικής καλλιτεχνικής έκφρασης. Η αρχική ιδέα για την ταινία ήταν, λοιπόν αυτή, να διηγηθώ την ιστορία της γιαγιάς μου μέσα από τη φόρμα αυτών των ιρανικών ταινιών, οι οποίες διαθέτουν μια συγκεκριμένη κινηματογραφική γραμματική και σύνταξη, που πάντα με γοήτευε. Με άλλα λόγια: ήθελα να αφηγηθώ την ιστορία της χρησιμοποιώντας εκείνη την κινηματογραφική γλώσσα. Αρχικά, έγραψα ένα πρώτο σενάριο που αποτελούνταν από τρεις διαφορετικές ενότητες. Μία από αυτές αφορούσε εν μέρει τον πατέρα μου: ο πατέρας μου ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ιστορίας και του πολιτισμού του Γουίνιπεγκ. Ήταν πολύ περήφανος για τα –αντικειμενικά ασήμαντα– μνημεία της πόλης και συνήθιζε να τα δείχνει στους επισκέπτες. Ήταν πολύ αισιόδοξος σχετικά με την πόλη, κι αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό του που, όσο μεγάλωνα, αντιμετώπιζα με όλο και περισσότερη ειρωνεία. Όμως, όταν ο πατέρας μου πέθανε, η σχέση μου με αυτά τα πράγματα άλλαξε. Η τρίτη ιστορία είχε να κάνει με μένα τον ίδιο. Κι αυτό, αν το σκεφτεί κανείς, είναι ένα μοτίβο που βρίσκουμε σε πολλές ιρανικές ταινίες, όπου ο σκηνοθέτης εισέρχεται σαν χαρακτήρας μέσα στην ίδια τη μυθοπλασία. Αυτό ήταν το τρίτο κομμάτι της αφήγησης. Είχα λοιπόν αυτήν τη δομή στο μυαλό μου, και έπειτα ο παραγωγός μου, Sylvain Corbeil, συνάντησε τον Pirouz Nemati.

Πότε συνέβη αυτό;
Πριν από αρκετό καιρό, το 2012, υπήρξε μια πρώτη απόπειρα χρηματοδότησης της ταινίας. Ο Sylvain Corbeil, που όπως είπα, έγινε στη συνέχεια και ο παραγωγός της ταινίας, με έφερε σε επαφή με τον Pirouz. Γίναμε φίλοι πολύ γρήγορα και ξεκίνησε μεταξύ μας αυτός ο αστέρευτος διάλογο. Ο  Pirouz ήταν πεπεισμένος από την αρχή ότι η ταινία έπρεπε να γυριστεί στα φαρσί, κάτι που μου φάνηκε αμέσως εξαιρετικά συναρπαστικό. Άρχισα να αναρωτιέμαι: γιατί να είναι στα αγγλικά; Γιατί στα γαλλικά; Στο κάτω-κάτω, δεν έχει τόση σημασία. Θέλω να πω, είναι απλώς μια ταινία! Μου άρεσε η ιδέα μιας ρευστής ταυτότητας, ας το πούμε έτσι: η ιδέα ότι μπορεί να υπάρχει ένα ευρύτερο και βαθύτερο αίσθημα αδελφικότητας και ότι είναι δυνατόν η ιστορία της γιαγιάς μου να συνδεθεί με αυτές τις ιρανικές ταινίες.
Σκεφτήκαμε ότι θα είχε ενδιαφέρον να ενώσουμε αυτούς τους δύο, φαινομενικά, τόσο διαφορετικούς κόσμους γιατί, με κάποιον τρόπο,  και η καθημερινότητα μας είναι ουσιαστικά παράλογη. Συνυπάρχουμε, όσο μεγάλη κι αν είναι η απόσταση ανάμεσά μας, και φανταζόμαστε πως όλοι ζούμε την ίδια στιγμή εδώ, πάνω σε αυτήν τη γη – και αυτό είναι συγκλονιστικό.

Η ταινία αυτή ήταν για μένα ένας τρόπος να μάθω να βλέπω τον κόσμο με διαφορετικά μάτια.

Συμφωνώ μαζί σου. Μπορεί να είμαστε διαφορετικοί για πολιτισμικούς και ιστορικούς λόγους, και γεωγραφικά να απέχουμε πολύ, όμως, στην ουσία, τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι παντού τα ίδια· και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, παρά τις δυσκολίες, είμαστε σε θέση να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας και, για αυτό ακριβώς, το Universal Language είναι μια πολύ συγκινητική ταινία. Πώς εργαστήκατε, εσύ και ο Pirouz Nemati,  στην γραφή του σεναρίου;

Η διαδικασία της συγγραφής ήταν πολύ οργανική. Όπως έλεγα πριν, αφήσαμε την ιστορία να “ξεκουραστεί” για λίγο καιρό, χωρίς όμως να σταματήσουμε να τη σκεφτόμαστε. Ο Pirouz κι εγώ συνεργαστήκαμε σε μια μικρού μήκους ταινία το 2019 και από τότε αρχίσαμε να σκεφτόμαστε πάλι και με ποιο συγκεκριμένο τρόπο το σενάριο. Ύστερα, όταν ο Sylvain μπόρεσε τελικά να αναλάβει την παραγωγή της ταινίας και να ξεκινήσει την αναζήτηση χρηματοδότησης, επεξεργαστήκαμε πάλι το πιο αυτοβιογραφικό στοιχείο της ιστορίας —τα  σημεία της αφήγησης που αφορούσανε την δική μου ιστορία  και που έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν πιο επίκαιρa. Εκείνη την περίοδο είχε πεθάνει η μητέρα μου, είχα μόλις ολοκληρώσει την πρώτη μου ταινία και ήμουνα χρεωμένος, οπότε εργάστηκα για έναν χρόνο στην καναδική κυβέρνηση. Αυτά τα δύο γεγονότα εντάχθηκαν τελικά στην αφήγηση. Έπειτα ξεκινήσαμε να δουλεύουμε με την Ίλα πάνω στους διαλόγους. Πολλές σκηνές δεν ήταν απαραίτητα γραμμένες, αλλά απλώς σχεδιασμένες. Είχα φτιάξει ένα πολύ λεπτομερές storyboard και πολλά πράγματα πήραν μορφή στο σενάριο ενώ σχεδίαζα. Ακόμη και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, υπήρχαν μικρά κομμάτια διαλόγου και ιδέες που μας ερχόντουσαν εκείνη τη στιγμή, όταν βρισκόμασταν σε κάποιο σημείο και παρατηρούσαμε τον χώρο γύρω μας, έτσι εμφανιζόντουσαν νέες ιδέες που μας διασκέδαζαν και μας ενδιέφεραν. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνο του πωλητή γαλοπούλων που τραγουδάει στο τέλος της ταινίας. Ήταν κάτι που προέκυψε απλά μέσα από την καθημερινότητα της δουλείας. Ήρθε για τα γυρίσματα και μας είπε: «Χθες το βράδυ σκέφτηκα να σας τραγουδήσω. Θα ήθελα να σας τραγουδήσω ένα κλασικό περσικό ποίημα!». Το μόνο που έκανα ήταν να αλλάξω τα φώτα για να φαίνεται ότι είναι νύχτα αντί για μέρα, κι έπειτα τραγούδησε και εμείς απλώς τον κινηματογραφήσαμε. Όταν τελείωσε, μας είπε: «Cut!». Γυρίσαμε ένα ολόκληρο ρολό φιλμ, όλη αυτή η σκηνή ήτανε  πολύ συγκινητική. Αλλά εκείνη τη στιγμή κανείς μας δεν ήξερε πώς θα μπορούσε να ενταχθεί  στην ιστορία· απλώς νιώθαμε πως, κάποια στιγμή, θα τη χρησιμοποιούσαμε. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο μου αρέσει να δουλεύω. Αυτό που με διασκεδάζει στον κινηματογράφο είναι η συνεργασία με τους άλλους. Ο κινηματογράφος είναι μια εξαιρετικά συνεργατική μορφή τέχνης — αυτό είναι σίγουρο — αν και τείνουμε να το ξεχνάμε. Ο σκηνοθέτης κάνει απλώς μια σύνθεση, επειδή χρειάζεται κάποιος να βάλει μαζί όλα αυτά τα στοιχεία, αλλά ο κινηματογράφος είναι ουσιαστικά μια συλλογική δουλειά. Το πιστεύω πραγματικά: όταν όλοι οι συνεργάτες εκφράζουν πραγματικά τον εαυτό τους μέσα από αυτό που φτιάχνουμε μαζί, τότε το έργο αποκτά αληθινή ζωή. Δεν πιστεύω στις καθαρά εμπορικές συνεργασίες, όπου κάποιος πληρώνεται για να κάνει απλώς μια τεχνική δουλειά. Για μένα, ο κινηματογράφος είναι ένα πνευματικό εγχείρημα.

Πώς θα περιέγραφες τη δημιουργική πορεία του Universal Language;

Έφτιαξα αυτήν την ταινία μαζί με τους πιο αγαπημένους μου φίλους, και ακόμα και άνθρωποι που δεν γνωρίζονταν καθόλου στην αρχή αυτής της δουλειάς έγιναν πολύ καλοί φίλοι κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Οι δύο μουσικοί, για παράδειγμα, που συνέθεσαν τη μουσική, δεν είχαν συναντηθεί ποτέ πριν, εγώ γνώρισα τον έναν στον άλλο: ο Amir Amiri, είναι δάσκαλος σαντούρι και κλασικής περσικής μουσικής, αντίθετα ο Christophe Ledoux, είναι ένας γαλλοκαναδός μουσικός εξιδεικευμένος στην ηλεκτρονική μουσική. Πίστευα όμως πως μαζί θα μπορούσαν να δημιουργήσουν έναν νέο ήχο· δεν γνωριζόντουσαν, αλλά δουλεύοντας μαζί, «ερωτεύτηκαν» καλλιτεχνικά ο ένας τον άλλον. Τώρα έχουν ξεκινήσει ένα νέο μουσικό πρότζεκτ μαζί, διαφορετικό από τον ήχο που δημιούργησαν για την ταινία. Περιστατικά σαν αυτό μου φαίνονται μοναδικά και υπέροχα και με συγκινούν.
Αυτό είναι το αίσθημα που γεννιέται όταν προσφέρεις άπλετο δημιουργικό χώρος στους συνεργάτες σου, και μέσα από μια προσεκτική σύνθεση των ιδεών τους, διαμορφώνεται ένα συλλογικό αποτέλεσμα στο οποίο ο καθένας έχει λόγο και συμβολή. Έτσι συμβαίνουν τα θαύματα όπως αυτό με τον Bahram Nabatian που τραγούδησε για εμάς γιατί έτσι το ένιωσε και η σκηνή του έγινε στο τέλος αναπόσπαστο κομμάτι της ταινίας. Έτσι μεγάλο μέρος της συγγραφής εξελίχθηκε με αυτόν τον τρόπο· συμβαίνανε απρόσμενα πράγματα, είχαμε νέες ιδέες, και το σενάριο προσαρμοζόταν σε αυτές.

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *