Αφιερώματα

Cloud Atlas: Από το βιβλίο στην οθόνη

Mία επική ιστορία που ξετυλίγεται σε μια περίοδο 500 χρόνων και παρακολουθεί δεκάδες χαρακτήρες να συναντιούνται και να επιστρέφουν. Αυτή είναι η βάση του «Cloud Atlas» που επιχειρεί να συνδέσει αυτό το γαϊτανάκι χαρακτήρων: ένας δολοφόνος που γίνεται ήρωας, μερικές τυχαίες στιγμές που αποτελούν έμπνευση για μια επανάσταση.

Στην ταινία των αδελφών Γουατσόφσκι (Άντι και Λάρα) και του Τομ Τίκβερ τα πάντα συνδέονται ή θέλουν να συνδέονται. Ψυχές που ξαναγεννιούνται, η ελευθερία που αναζητούν οι άνθρωποι, η αγάπη στο επίκεντρο της κάθε σχέσης. Είναι φιλόδοξες έννοιες με τις οποίες καταπιάνονται οι δημιουργοί του Matrix και του Τρέξε Λόλα Τρέξε.

Ένας Αμερικανός δικηγόρος προστατεύει ένα φυγά σκλάβο στη διάρκεια ενός μοιραίου ταξιδιού από τα νησιά του Ειρηνικού το 1849… Ένας φτωχός, αλλά ταλαντούχος μουσικός στη Βρετανία του μεσοπολέμου προσπαθεί να ολοκληρώσει το αριστούργημά του, πριν αποκαλυφθεί ένα μυστικό που θα τον καταστρέψει… Μία δημοσιογράφος, το 1973, προσπαθεί να αποτρέψει μια βιομηχανική καταστροφή… Ένας εκδότης, το 2012, προσπαθεί να ξεφύγει από ένα άσυλο για ηλικιωμένους… Μία γενετικά τροποποιημένη εργάτρια του 2144 νιώθει την απαγορευμένη αφύπνιση της ανθρώπινης συνείδησης… Και στο ερημωμένο, μακρινό 2300 ένας βοσκός μάχεται με τη συνείδησή του, σχετικά με το τι πρέπει να κάνει για να σώσει τη ζωή του -αλλά και τους άλλους. Μετά την εισαγωγή της κάθε ιστορίας, η καθεμία ξετυλίγεται παράλληλα με τις άλλες, σε μία προσπάθεια να συνδεθούν μεταξύ τους.

«Το κλειδί είναι να εγκαταλείψεις την εντύπωση ότι πρόκειται για 6 ιστορίες. Είναι μόνο μία», εξηγεί ο Άντι Γουακόφσκι. «Κάθε κομμάτι της ιστορίας και κάθε χρονική στιγμή επηρεάζει τις υπόλοιπες στη διάρκεια της ταινίας. Όλες αυτές οι ψυχές εξελίσσονται, βλέπεις τη σύνδεση μεταξύ τους και ακολουθείς την τους πρόοδό τους χρονολογικά».

«Σε ένα σύμπαν όπου η μετενσάρκωση είναι δυνατή και σε μία ταινία όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συνυπάρχουν, ο θάνατος δεν είναι παρά μια πόρτα που κλείνει για ν’ ανοίξει μια άλλη» λέει ο συγγραφέας του βιβλίου, Ντέιβιντ Μίτσελ.

«Μέρος της ταινίας είναι η μεγάλη ιστορία αγάπης που κινείται μέσα από διαφορετικές ζωές, αλλά τη βλέπεις ανά στιγμές και όχι όλη μαζί», επισημαίνει η Λάνα Γουατσόφσκι μιλώντας για τον τρόπο που ο νεανικός έρωτας ενός ζευγαριού μπορεί να μεγαλώσει επηρεάζοντας τις πράξεις τους μέσα από επαναλαμβανόμενες συναντήσεις μέσα στο χρόνο. «Αυτό είναι άλλο ένα από τα θέματα της ταινίας: πως η αγάπη μπορεί να αλλάξει την κατεύθυνση της ζωής σου ανά πάσα στιγμή».

«Οι χαρακτήρες συχνά είναι μάρτυρες ενός γεγονότος που θα μπορούσε να αλλάξει τη ζωή τους, και πρέπει να δράσουν. Μπορούν να γίνουν ήρωες ή δειλοί. Το ερώτημα είναι, ‘Τι είναι η ιστορία, αν όχι αμέτρητες στιγμές όπως αυτές, υφασμένες μαζί; Ποια είναι η ανθρώπινη υπόσταση αν όχι μια σειρά αποφάσεων που πρέπει να πάρουμε;» αναρωτιέται ο πρωταγωνιστής Τομ Χανκς.

Από το βιβλίο στην οθόνη

Ο Ντέιβιντ Μίτσελ παρουσίασε την ιστορία ως μια σειρά ενάρξεων, των οποίων η πλοκή κλιμακώνεται στα μισά, σταματά, και μετά λύνεται μία προς μία. Η Λάνα θυμάται: «Ξέραμε πως δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την ίδια δομή στην ταινία, γι’ αυτό σκεφτήκαμε την πιθανότητα να διευρύνουμε τα όρια της κινηματογραφικής αφήγησης».

Ο Μίτσελ έδωσε στο κάθε κεφάλαιο το δικό του είδος, προκειμένου «να δώσω στο κάθε κομμάτι διαφορετικό ‘χρώμα’ και να μην μπερδεύεται το ένα με το άλλο», όπως λέει ο ίδιος. «Κατά κάποιο τρόπο το σκέφτηκα σαν ένα μενού με πιάτα από διαφορετικές κουζίνες». Αυτή ήταν μια δομή που οι δημιουργοί υιοθέτησαν με μεγάλη ευχαρίστηση, φτιάχνοντας ένα δράμα, μια αισθηματική ιστορία, ένα θρίλερ μυστηρίου, μια κωμωδία, και μια φουτουριστική sci-fi περιπέτεια.

Στο μυθιστόρημα, ο Μίτσελ χρησιμοποιεί το εύρημα ενός σημαδιού εκ γενετής, που μοιάζει με κομήτη, σε μερικούς χαρακτήρες: «Το σημάδι υπαινίσσεται ότι πρόκειται για τον ίδιο χαρακτήρα που ξαναγεννιέται μέσα στο χρόνο, ότι πρόκειται για μια ψυχή που διασχίζει το άπειρο μεταλλάσσοντας τη μορφή της».

Επί της οθόνης, αυτή η αναγέννηση παρουσιάζεται από την οπτική συνέχεια των ηθοποιών που επανεμφανίζονται τη μια χρονική περίοδο μετά την άλλη, γυρίζοντας πάνω στον καρμικό τροχό.

Όπως λέει και ο Τίκβερ: «Καθώς συζητούσαμε για τους δεσμούς που δένουν τους χαρακτήρες μέσα στο χρόνο, και τον τρόπο με τον οποίο ένα πρόσωπο μοιάζει να ολοκληρώνει αυτό που κάποιος άλλος ξεκίνησε αιώνες πριν, σκεφτήκαμε “Και γιατί δεν μπορεί να είναι ο ίδιος ηθοποιός που υποδύεται αυτή τη διαδοχή;” Γιατί να μην κάνουμε τη διανομή των ρόλων βασισμένοι στην ιδέα ότι κάθε ηθοποιός δεν παίζει έναν συγκεκριμένο ρόλο, αλλά πολλούς, που αντιπροσωπεύουν την εξέλιξη ενός και μόνου πλάσματος;»

Όταν οι χαρακτήρες επιστρέφουν στις επόμενες ζωές, ως ψυχές που κατοικούν σε νέα σώματα, εμφανίζονται σε διαφορετικά γεωγραφικά σημεία και με διαφορετικές εθνικότητες ή φύλο. Για το λόγο αυτό, οι ειδικοί καθηγητές ορθοφωνίας Γουίλιαμ Κόνατσερ, η Πέγκι Χόλ-Πλέσσας και η Τζούλια Γουίλσον Ντίκσον εργάστηκαν με τους ηθοποιούς, που προέρχονταν από διαφορετικές εθνικότητες (αμερικανική, αυστραλέζικη, βρετανική, κινεζική, γερμανική  και κορεατική) ώστε να τους βοηθήσουν να αφομοιώσουν πειστικά τις ιδιαιτερότητες διαφορετικών προφορών και διαλέκτων, καθώς άλλαζαν τις πολιτιστικές τους ταυτότητες στην οθόνη.

«Ένας από τους χαρακτήρες που υποδύομαι είναι μια Γερμανο-εβραία, κι ένας άλλος μια γυναίκα του 24ου αιώνα», λέει χαρακτηριστικά η ηθοποιός Χάλι Μπέρι. «Για έναν ηθοποιό, αυτή είναι μια συναρπαστική προοπτική και μια τεράστια πρόκληση». Ταυτόχρονα όμως, σύμφωνα με τα λεγόμενά της: «Οι άνθρωποι είναι άνθρωποι, παρά τις οποιεσδήποτε συνθήκες των καιρών. Αυτό που χρειαζόμουν, για να μπορώ να αποδώσω τους διαφορετικούς μου ρόλους, ήταν να ψάξω την ανθρώπινη πλευρά του καθένα με την οποία μπορούμε όλοι μας να ταυτιστούμε, γιατί κατά βάθος όλοι αποτελούμαστε από σάρκα και οστά, καρδιά και πνεύμα».

Το σημάδι του κομήτη παρέμεινε στην ταινία, όχι όμως ως σημάδι περάσματος από το ένα σώμα στο άλλο· οι σκηνοθέτες το χρησιμοποίησαν για να φαίνονται οι χαρακτήρες που έχουν φτάσει σε ένα υψηλό σημείο πεφωτισμού και βρίσκονται μπροστά σε μια κρίσιμη απόφαση που θα μπορούσε να αλλάξει τη ζωή τους, ή τη ζωή των άλλων.

Ο Τίκβερ εξηγεί: «Το σημάδι έγινε ένα είδος μηνύματος ανάμεσα σε έναν άνθρωπο μιας συγκεκριμένης εποχής, που κάνει ή δημιουργεί κάτι το οποίο εμπνέει έναν άλλον άνθρωπο μιας μεταγενέστερης εποχής που φέρει το ίδιο σημάδι». Και η Λάνα συμπληρώνει: «Αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε αν ο κακός μιας εποχής μπορούσε να είναι ο ήρωας μιας άλλης. Και από τη στιγμή που κάναμε αυτή τη σύνδεση, το ερώτημα ήταν, “Πώς ένας εγκληματίας καταφέρνει μια τέτοια μεταμόρφωση;” Το σημάδι-κομήτης έγινε το φαινομενολογικό γεγονός. Η εμφάνισή του συμβολίζει την ευκαιρία που δίνεται στο άτομο να αλλάξει κάτι στον κόσμο».

Προκειμένου να πραγματοποιήσουν αυτή την ανορθόδοξη προσέγγιση, οι παραγωγοί αποφάσισαν να χωρίσουν σε δύο συνεργεία τα ταυτόχρονα γυρίσματα της ταινίας, ένα καθοδηγούμενο από τον Τίκβερ, και το άλλο από τα αδέλφια Γουακόφσκι. Με τον τρόπο αυτό μείωσαν στο μισό και τους χρόνους παραγωγής, κλείνοντας έτσι το κάστ των ηθοποιών για 3 μόνο μήνες, αντί για 6, και χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα από δύο βασικούς συντελεστές στις θέσεις-κλειδιά: δύο διευθυντές φωτογραφίας, δύο σκηνογράφους, δύο ενδυματολόγους και  δύο μακιγιέρ. Με βάση τα βερολινέζικα στούντιο Μπάμπελσμπεργκ, οι Γουακόφσκι έκαναν γυρίσματα στην περιοχή του Βερολίνου και της Σαξονίας, καθώς και στη Μαγιόρκα (Ισπανία) για τα μέρη που εκτυλίσσονται το 1849, το 2144 και στον μετα-αποκαλυπτικό 24ο αιώνα. Συγχρόνως, η ομάδα του Τίκβερ βρίσκονταν στη Σκωτία, για να δημιουργήσουν τα σετ του 1936, του 1973 και του 2012. Όλοι σχεδόν οι ηθοποιοί εμφανίζονταν σε κάθε στάση στο χρόνο, έτρεχαν κυριολεκτικά από το ένα μέρος στο άλλο.

Ο Τομ Τίκβερ συνέθεσε το κεντρικό μουσικό θέμα του Cloud Atlas, μαζί με τους Τζόνι Κλίμεκ και Ράινχολντ Χάιλ, αρκετούς μήνες προτού ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Είναι σπάνιο για τους σκηνοθέτες να συνθέτουν τη δική τους μουσική, και ακόμα περισσότερο να το πραγματοποιήσουν μήνες νωρίτερα, αλλά για τον Τίκβερ η προσέγγιση αυτή αποδείχτηκε πολύτιμη, καθώς τον βοηθούσε να ορίσει τον τόνο και την έννοια της κάθε σκηνής στη διάρκεια της πραγματοποίησής της.

Ο πυρήνας της μελωδίας είναι μια συμφωνία που γεννιέται στο επεισόδιο του 1936 και αφορά ένα νεαρό μουσικό που εργάζεται σκληρά για να ολοκληρώσει το αριστούργημά του, το The Cloud Atlas Sextet. «H πρόκληση», σύμφωνα με τον Τίκβερ, «ήταν να έχεις ένα κομμάτι μουσικής που να συνδέεται με την περίοδο στην οποία υποτίθεται ότι γράφτηκε, και ταυτόχρονα είναι το κεντρικό μουσικό θέμα για ολόκληρη την ταινία, στην οποία επανεμφανίζεται και υπογραμμίζει πολλές σκηνές. Ένα μουσικό κομμάτι, το οποίο κάποιος που το ακούει πολλά χρόνια αργότερα, μπορεί να αναγνωρίσει ως κομμάτι της μνήμης του».

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *