ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Ο πλανήτης των πιθήκων : Η αυγή

Ο ιός ALZ 113 έχει προκαλέσει την κατάρρευση της ανθρωπότητας. Οι εναπομείναντες άνθρωποι ζούν σε μια μικρή κοινότητα στα ερείπια του Σαν Φρανσίσκο. Ο αρχηγός τους, ο Ντρέιφους στέλνει τον Μάλκολμ και την ομάδα του στο δάσος του Μιούιρ που έχει γίνει ο τόπος διαμονής των πιθήκων που το έσκασαν από τα εργαστήρια.  Η ομάδα έχει ως αποστολή την επανεκκίνηση του υδροηλεκτρικού σταθμού που θα επαναφέρει τον ηλεκτρισμό στην πόλη. Η πρώτη συνάντηση των δύο κοινοτήτων είναι δύσκόλη καθώς φοβισμένος ένας από την ομάδα του Μάλκολμ πυροβολεί και τραυματίζει ένα πίθηκο. Ο Σέζαρ, ο αρχηγός των πιθήκων, κατεβαίνει με τον στρατό του στην πόλη και τους ζητά να μην ξαναέρθουν στο δάσος. Ο Ντρέιφους, θυμωμένος, ετοιμάζεται για επίθεση αλλά ο Μάλκολμ του ζητάει να του δώσει τρεις μέρες διορίας για να διαπραγματευτεί με τους πιθήκους την επανεκκίνηση του φράγματος. Παρά την αρχική δυσπιστία ο Μάλκολμ και ο Σέζαρ θα αναπτύξουν μια σχέση εμπιστοσύνης που κινδυνεύει όμως από τον καχύποπτο με τους ανθρώπους Κόμπα και τον εχθρικό με τους πιθήκους Ντρέιφους. Θα καταφέρουν οι δύο τους να αποτρέψουν την σύρραξη ανάμεσα στις δύο κοινότητες ;

Το σενάριο της ταινίας προσπαθεί να αγγίξει πολλά θέματα για να δείξει ότι είναι ένα έξυπνο μπλόκμπαστερ. Επικεντρώνεται στους χαρακτήρες του Σέζαρ και του Μάλκολμ που ως πατέρες και οι δύο επιθυμούν την ειρήνη και το να μεγαλώσουν τα παιδιά τους σε ένα ήρεμο, ανεκτικό και βιώσιμο περιβάλλον. Ταυτόχρονα προσπαθεί να μας δείξει ότι η ειρήνη είναι ανέφικτη όταν υπάρχουν θερμοκέφαλοι και στις δύο πλευρές όπως ο Ντρέιφους και ο Κόμπα που πιστεύουν ότι ο μόνος τρόπος για να λυθούν τα προβλήματα είναι η σύγκρουση και ο πόλεμος. Εδώ έγκειται και το μεγάλο σεναριακό πρόβλημα του έργου που ενώ προσπαθεί να μας ευαισθητοποιήσει στα θέματα της ανεκτικότητας και της ειρήνης το κάνει με τόσο εμφανή τρόπο που καταντάει βαρετό και υπάρχουν σκηνές στο έργο που επιβαρύνουν την πλοκή προσφέροντας κοινότοπες εξηγήσεις. Είναι προφανές ότι η ανθρώπινη προσπάθεια για την επαναλειτουργία του φράγματος και η δυσφορία που προκαλεί η εισβολή του ανθρώπου στο χώρο των πιθήκων θα οδηγήσουν τα ακραία στοιχεία στην θανάσιμη σύγκρουση. Οι σεναριογράφοι προσπαθούν να μας δώσουν μια παραβολή της σύγχρονης ανθρωπότητας με τους ανθρώπους ή τους πιθήκους που παίρνουν την εξουσία με ύπουλους τρόπους για να λύσουν τα προβλήματα με τον πόλεμο. Ωραίες οι προθέσεις τους αλλά δεν μας λένε και τίποτα καινούργιο πάνω στην ανθρωπότητα. Στο μόνο που πετυχαίνουν είναι στην σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Σέζαρ που είναι και ο πιο ολοκληρωμένος χαρακτήρας του έργου με σαφή την αίσθηση της ευθύνης της εξουσίας και της ανάγκης για ειρήνη αλλά και έτοιμος να ηγηθεί του λαού του στον αναπόφευκτο πόλεμο. Οι διάλογοι της ταινίας είναι επιπέδου σχολικής εορτής, ακόμα και ένα οκτάχρονο παιδί θα τους έβρισκε ελλειμματικούς, και η πλοκή δεν μας αφήνει και πολλές εκπλήξεις καθώς όλοι ξέρουμε τι πρόκειται να συμβεί.

Ο σκηνοθέτης Ματ Ρίβς αποδεικνύει μετά το Άσε το κακό να μπει και το Cloverfield  πόσο καλός σκηνοθέτης είναι. Είναι αυτός που δίνει στην ταινία μια καλλιτεχνική αξία. Η χρήση του ευρυγώνιου φακού φακού επιτρέπει στον θεατή να  είναι μέσα στην δράση και κυρίως στην σκηνή της επίθεσης των πιθήκων με την κάμερα να αναρριχάται στον πυργίσκο ενός τεθωρακισμένου και να ακολουθεί την κίνηση του οχήματος που μας αποκαλύπτει την σκληρότητα της μάχης. Εξίσου εντυπωσιακή και η σκηνή της τελικής μάχης ανάμεσα στο Σέζαρ και τον Κόμπα όπου με σφιχτό μοντάζ και συνεχή κίνηση της κάμερας ο Ρίβς κατορθώνει να μας μεταδώσει την ένταση της στιγμής όπως και στην κωμική σκηνή όπου ο Κόμπα προσποιείται τον ηλίθιο πίθηκο για να κλέψει τα όπλα από δύο ανθρ’ωπους. Σε μια εποχή όπου οι περισσότερες ταινίες γυρίζονται μπροστά σε πράσινο φόντο για τα ειδικά εφέ, ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια ταινία ανάγλυφη που αισθανόμαστε ότι έχει γυριστεί σε φυσικά ντεκόρ. Φυσικά δεν θα μπορούμε να παραλείψουμε την τεράστια ερμηνεία του Άντι Σέρκις,κυρίως, και των άλλων ηθοποιών που ερμηνεύουν τους πιθήκους. Ο Σέρκις στο ρόλο του Σέζαρ διαπρέπει στο ρόλο που είναι το συναισθηματικό επίκεντρο της ταινίας. Καταφέρνει να εκφράσει ένα μεγάλο φάσμα συναισθημάτων σε ένα ρόλο χωρίς πολλούς διαλόγους και μας κάνει πάντα να καταλαβαίνουμε τι σκέφτεται. Ο Τζέισον Κλάρκ στο ρόλο του Μάλκολμ βγάζει μια ήρεμη δύναμη στο κέντρο μιας καταιγίδας γεγονότων δίνει μια μετρημένη ερμηνεία με μεγάλη επίδραση όπως και ο Κόντι Σμιτ Μακ Φι στό ρόλο του μπερδεμένου έφηβου με ξεχωριστή σκηνή εκείνη όπου μαθαίνει στον ουρακοτάγκο να διαβάζει. Τέλος ο Γκάρι Όλντμαν προσπαθεί να δώσει κάποιες αποχρώσεις στον άχαρο ρόλο του Ντρέιφους και το καταφέρνει σε ένα ικανοποιητικό βαθμό δίνοντας μας την εικόνα ενός ανθρώπου που θέλει αλλά δεν μπορεί να αλλάξει.

Συμπέρασμα λοιπόν ; Ένα αξιοπρεπές μπλόκμπαστερ που προσπαθεί να δείξει εξυπνότερο από ότι είναι. Οπτικά μια γλυκιά καραμέλα που στο κέντρο της όμως κρύβει μια πικρή γεύση : ένα κοινότοπο σενάριο.

Κωνσταντίνος Σκαρμούτσος

Παρά το γαλλικό μου ψευδώνυμο που είναι και το φιλμικό alter ego του Francois Truffaut, γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη στης οποίας τους κινηματογράφους είχα τις πρώτες επαφές με τον κινηματογράφο. Από τη μια «Ο πόλεμος των άστρων» και από την άλλη ο «Τοίχος» του Γιλμάζ Γκιουνέι συνέστησαν το δίπολο πού με κυνηγάει. Τα άστρα του Χόλιγουντ και τα διακριτικά φώτα του cinéma d’auteur με οδήγησαν στην Γαλλία όπου ανδρώθηκα στην κινηματογραφική σκέψη. Τι μ’αρέσει; Απλό: όλες οι καλές ταινίες από όλα τα είδη εκτός από τις ρομαντικές κομεντί. Ιδιαίτερη προτίμηση σε ευρωπαïκό, ανεξάρτητο αμερικάνικο και ασιατικό κινηματογράφο. Κλείνω εδώ γιατί ως γνήσιος λάτρης του γαλλικού νέου κύματος μου αρέσει να μιλάω με τις ώρες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *