Ξόρκισε το κακό
Ο αστυνομικός Ράλφ Σάρσι δουλεύει στο Μπρόνξ και η καθημερινότητα του είναι γεμάτη από βια και νοσηρότητα, κάτι που έχει αντίκτυπο και στην οικογενειακή του ζωή. Όταν αυτός και ο συνάδερφος του δέχονται μια κλήση για οικογενειακή βία, έρχονται αντιμέτωποι με ένα βετεράνο του Βιετνάμ ο οποίος χτυπά την γυναίκα του και συμπλέκεται με τους αστυνομικούς. Λίγες ώρες μετά δέχονται μια κλήση που τους οδηγεί στο ζωολογικό κήπο όπου μια γυναίκα έχει πετάξει το παιδί της μέσα στην τάφρο με τα λιοντάρια και έρχονται αντιμέτωποι με ένα μυστηριώδη άντρα που μοιάζει να κινεί τα νήματα. Ένας εκκεντρικός ιερέας, που επιβλέπει την γυναίκα, προσπαθεί να πείσει τον πραγματιστή Σάρσι ότι τα βίαια γεγονότα οφείλονται σε δαιμονικές δυνάμεις που έχουν καταλάβει τα σώματα των εμπλεκομένων στην υπόθεση. Μαζί ο ιερέας και ο αστυνομικός βρίσκουν ενδείξεις ότι το Κακό δρα στην πόλη και ο Σάρσι αναγκάζεται να αμφισβητήσει όλα όσα πίστευε για να καταπολεμήσει τις απόκρυφες δυνάμεις που απειλούν την οικογένεια του και την πόλη.
O σκηνοθέτης και σεναριογράφος Σκοτ Ντέρικσον είχε υπογράψει ένα από τα καλύτερα ψυχολογικά θρίλερ των τελευταίων χρόνων με το τίτλο Ο εξορκισμός της Έμιλι Ρόουζ. Σε αυτήν την ταινία δεν κατορθώνει να μας συναρπάσει δυστυχώς και αυτό οφείλεται στο χαοτικό σενάριο που δεν βοηθάει τον θεατή να καταλάβει τι ακριβώς γίνεται. Ξεκινώντας ως ένας φόρος τιμής στα αστυνομικά θρίλερ που έχουν πολλαπλασιαστεί στις οθόνες μας μετά την επιτυχία του Seven στις αρχές της δεκαετίας του 90. Βρίσκουμε ξανά την νοσηρή και βροχερή ατμόσφαιρα, τις επιδρομές της αστυνομίας στις φτωχογειτονιές όπου συσσωρεύονται τα πτώματα σε αποσύνθεση. Σύντομα όμως ο Ντέρικσον εισάγει στο σενάριο τα στοιχεία του μεταφυσικού, γεγονός που κάνει την ταινία λιγότερο ενδιαφέρουσα. Πράγματι, μόλις ο θεατής αντιλαμβάνεται το πέρασμα από την αστυνομική ιστορία στην ταινία τρόμου, το σενάριο μοιάζει να αρκείται σε μια απλή διαδρομή όλων των κλασικών κλισέ των ταινιών που έχουν να κάνουν με δαίμονες.Η άσκοπη χρήση των τραγουδιών των Doors,που δεν ξέρουμε αν χρησιμεύουν ως κλειδιά για την λύση του μυστηρίου ή σαν έναυσμα των δαιμονικών πράξεων, εντείνει την αδυναμία του σεναρίου.
Ακόμα χειρότερα γίνονται τα πράγματα όταν ο σεναριογράφος εισάγει στην ταινία μια, ιδιαίτερα βαρετή, ρωμαιοκαθολική ηθική. Υποθετικά εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία, το σενάριο δεν έχει άλλο σκοπό από το να μας πείσει για την ύπαρξη του Κακού,και στη συνέχεια, ακόμη και αυτή του Θεού. Καυτηριάζει την έλλειψη πίστης του κεντρικού ήρωα με την παρουσία του ιερέα, ο οποίος ήταν πρώην ναρκομανής που σώθηκε χάρη στην πίστη του για τον Θεό. Ο αστυνομικός θα αναγκαστεί να πιστέψει ξανά μετά την σύγκρουση του με τος δαίμονες. Τα εξωφρενικά κλισέ του είδους μας οδηγούν στην, υπερβολικά μεγάλη σε διάρκεια, σκηνή εξορκισμού που γίνεται και η αφορμή για να ακούσουμε ένα από τα πιο γελοία ονόματα δαίμονα, Τζάνγκλερ που μας θυμίζει όνομα ράπερ δευτέρας κατηγορίας. Νιώθουμε σαν τους βαρβάρους που δέχονται την επίσκεψη του ιεραποστόλου με σκοπό να τους διδάξει την διαφορά μεταξύ καλού και κακού. Περιμέναμε μια συναρπαστική ταινία τρόμου και βρισκόμαστε μπροστά σε ένα χριστιανικό δοκίμιο, περιστασιακά αποτελεσματικό.
Στο επίπεδο της σκηνοθεσίας ο Ντέρικσον μας προσφέρει μερικές σκηνές πολύ δυνατές όπως ένα φλάσμπακ γυρισμένο σε 16 χιλιοστά και τις σκηνές του ζωολογικού κήπου όπου ο σκηνοθέτης δεν δίνει τόσο σημασία στα οπτικά εφέ αλλά στην φωτογραφία και στην υφή της εικόνας. Δυστυχώς αυτή η αναζωογονητική προσέγγιση σκηνοθεσίας συμβαδίζει με μια τεμπελιά σε ότι αφορά την κλιμάκωση του τρόμου με αποκορύφωμα την σκηνή του εξορκισμού, η οποία είναι μεγάλης διάρκειας και χωρίς ρυθμό, γεγονός που δεν μας προκαλεί ούτε φόβο ούτε αγωνία. Οι ηθοποιοί δεν βοηθούν τον σκηνοθέτη στην δημιουργία μιας ατμόσφαιρας. Ο Έντγκαρ Ραμίρεζ, ο συγκλονιστικός Κάρλος του Ολιβιέ Ασαγιάς, δεν είναι πειστικός στο ρόλο του μετανοημένου ναρκομανή που έγινε ιερέας καθώς μοιάζει να ποζάρει για περιοδικό μόδας με τα πέτσινα μπουφάν και το τσιγάρο στο στόμα. Ο Έρικ Μπάνα είναι ανέκφραστος και ψυχρός στο ρόλο του και δεν κατορθώνει να μας μεταδώσει τα συναισθήματα του χαρακτήρα του. Δυστυχώς και οι δύο κεντρικοί ηθοποιοί μοιάζουν κυριευμένοι από τον δαίμονα της απάθειας.
Συμπέρασμα λοιπόν; Ένας ανώδυνος υπό Εξορκιστής που είναι ακόμα μια χαρακτηριστική απόδειξη της έλλειψης έμπνευσης των στούντιο του Χόλιγουντ.