Όταν ξέσπασε η βία (Dogs / Câini)
Ο Ρομάν, ένας νεαρός της πόλης επιστρέφει στο αγρόκτημα του παππού του αποφασισμένος να πουλήσει τη γη που κληρονόμησε. Στην πορεία όμως ανακαλύπτει ότι ο παππούς του δεν ήταν ο έντιμος και καθαρός άνθρωπος που νόμιζε, αλλά τοπικός νονός της νύχτας του λαθρεμπορίου. Σαν να μην έφτανε αυτό, τα πρωτοπαλίκαρα του, υπό την ηγεσία πλέον του Σαμίρ, είναι αποφασισμένα να διατηρήσουν τις επικερδείς δουλειές τους, από τις οποίες τρέφουν τις οικογένειες τους και να μην αφήσουν τον Ρομάν να πουλήσει το αγρόκτημα. Μόνος του σύμμαχος, ο ηλικιωμένος και άρρωστος τοπικός αστυνόμος, ο οποίος έκανε τα στραβά μάτια τόσα χρόνια, θα αλλάξει στάση όταν ανακαλύπτει το κομμένο κάτω άκρο ενός άγνωστου θύματος.
Με λιτή παρουσίαση καταφέρνει να χτίσει ατμόσφαιρα και αυτό το στοιχείο αποτελεί μια από τις αρετές της ταινίας. Δεν είναι τυχαίο που το παρομοίασαν με το βαλκανικό No Country for Old Men των αδερφών Κοέν ή ότι κατάφερε να συναρπάσει τους κριτικούς της FIPRESCI στο Ένα Κάποιο Βλέμμα των φετινών Καννών. Φέρνει στο νου κάτι και από την ατμόσφαιρα του Μικρού Νησιού (La Isla Minima / Marshland) θα πρόσθετα εγώ, χωρίς φυσικά να τα φτάνει. Από το σενάριο του θα μπορούσε να είναι ένα βαλκανικό γουέστερν. Η ένταση του όμως είναι υπόκωφη, υπόγεια. Όλα κινούνται πιο νωχελικά, ακόμα και στο αιματηρό φινάλε, που επιφυλάσσει κάποιες μικρές ανατροπές. Προς το ίδιο πνεύμα κινούνται και οι επιλογές στους χαρακτήρες, κυρίως του μεγάλου «κακού» που ξεγελά δείχνοντας σχεδόν άκακος. Θέλοντας περισσότερο να σχολιάσει όλο το σαθρό κατεστημένο της επαρχίας, παρά τα ίδια τα πρόσωπα, η επιφάνεια κρύβει κατά πολύ όλα τα από κάτω. Έχει αρκετά σαρκαστικά κοινωνικά σχόλια, που του προσδίδουν ρεαλισμό. Παρατηρείστε το όνομα του σκύλου, το ότι ο παππούς απέκτησε τα χωράφια, χωρίς να τα αγοράσει. Παρατηρείστε επίσης που επιλέγει ο σκηνοθέτης να παρουσιάσει μπροστά στο φακό τη βία και που όχι.
Διαθέτει ωραία φωτογραφία, ήχο και συμπαθητικές ερμηνείες. Δεδομένου του χαμηλού σχετικά προϋπολογισμού, καλά είναι και τα λιγοστά εφέ, όπως το κομμένο πέλμα που ο αστυνομικός με ειρωνική απάθεια ακουμπά πάνω στο πιάτο που μόλις έτρωγε, σε μια από τις σκηνές που μένουν στο θεατή. Από την άλλη, το πρόβλημα της ταινίας είναι στο βάθος των χαρακτήρων της. Ελάχιστα ασχολείται με τον κεντρικό χαρακτήρα, είναι περισσότερο διεκπεραιωτικός, εισάγεται ως παρείσακτος, ένα τρίτο πρόσωπο στο σύμπαν της ταινίας, ρόλος περισσότερο σιωπηλού παρατηρητή. Από την άλλη, η κοπέλα του εμφανίζεται ξαφνικά προς το τέλος μόνο και μόνο για να εντείνει τη δραματουργία. Περιορισμένη νοηματικά και η χρήση του σκύλου στο σενάριο, γίνε ο υποτακτικός σκύλος του συστήματος ή θα σε φάνε τα άλλα σκυλιά. Παραπομπή και στον όρο σκύλος που χρησιμοποιείται στην αργκό -κυρίως στις ΗΠΑ- για να χαρακτηρίσει χαμηλότερα ιεραρχικά μέλη συμμοριών.