Δώρα Μασκλαβάνου και Κάτια Γκουλιώνη μάς συστήνουν την «Πολυξένη»
Ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη της δεκαετίας του 1970 επιχειρεί η σκηνοθέτις Δώρα Μασκλαβάνου στη νέα της ταινία, «Πολυξένη, μια ιστορία από την Πόλη», όχι με όχημα τη νοσταλγία, αλλά αφηγούμενο την ιστορία μιας γυναίκας που θέλησε να ζήσει σύμφωνα με τις επιθυμίες της και βρέθηκε αντιμέτωπη με τον περίγυρό της.
Η Δώρα Μασκλαβάνου και η υπέροχη πρωταγωνίστρια της ταινίας, Κάτια Γκουλιώνη μιλούν στους cinepivates για χαρακτήρες που νοσούν, για τη δυσκολία του να κάνεις μεγάλες παραγωγές στις σημερινές συνθήκες και
Η ταινία αντλεί έμπνευση από πραγματικά περιστατικά. Πώς βρήκατε την ιστορία;
Δώρα Μασκλαβάνου: Η ιστορία έπεσε πάνω μας. Είναι μία ιστορία από αυτές που αφορούν στις χαμένες περιουσίες της Κωνσταντινούπολης, που βγαίνουν στο Internet. Υπήρξε ένα ρεύμα να διεκδικηθούν πράγματα. Ο Κωνσταντίνος Κοντοβράκης που είναι παραγωγός άκουσε για αυτή την ιστορία και εμείς απομονώσαμε από το περιβάλλον αυτή την ιστορία. Την ιστορία αυτού του κοριτσιού που κουβαλήθηκε από την Καβάλα στην Κωνσταντινούπολη με πολύ καλές προδιαγραφές και είχε αυτή την πικρή ζωή και την πορεία.
Πώς εξελίχθηκε η έρευνα για την ταινία;
Δ.Μ.: Η διάθεσή μας ήταν το περιβάλλον να είναι ενεργό και ζωντανό, να υπάρχει από πίσω για να φωτίζει ένα πρόσωπο που θα βρίσκεται στη μέση. Αποφασίσαμε να κάνουμε μια μυθιστορηματικής διάθεσης, ανθρωποκεντρική ταινία. Αισθάνθηκα ότι ένας τέτοιος άνθρωπος, ταπεινός που δεν πρόλαβε και που τον πέταξαν σαν τα ανεπαισθήτως από τον κόσμο έξω όπως έλεγε ο Καβάφης είχε όλο το δικαίωμα της ζωής και δεν το βρήκε ποτέ. Ένας τέτοιος άνθρωπος εγώ αισθάνομαι ότι έχει όλα τα δικαιώματα της ζωής.
Κάτια Γκουλιώνη: Προσπαθήσαμε όλο το μυθιστορηματικό στοιχείο που έχει η ταινία να το δούμε πρακτικά. Πέρα από αναφορές σε άλλες ταινίες, μυθιστορήματα, φωτογραφίες, πήγαμε στο Δρομοκαΐτειο και παρατηρήσαμε σε εφημερίες και παρατηρήσαμε τι συμβαίνει με ανθρώπους που έχουν «πεταχτεί» χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος για να βρίσκονται σε μία τέτοια κατάσταση.
Ακριβώς επειδή η ταινία είναι η ιστορία μιας γυναίκας που επιθυμεί να ζήσει σύμφωνα με τα θέλω της, θεωρώ ότι η ταινία αποφεύγει τον σκόπελο του φολκλόρ. Πώς το καταφέρατε αυτό;
Δ.Μ.: Α, δεν ξέρω. Δεν ξέρω πώς αποφεύγει κανείς τον σκόπελο του φολκλόρ. Εμείς θέλαμε απλά να πούμε την ιστορία αυτής της γυναίκας. Και εγώ αγάπησα το κέντρο αυτής της ιστορίας: ένας άνθρωπος που ψάχνει να βρει μια θέση, ψάχνει να βρει που ανήκει, ψάχνει να ακουμπήσει. Όλα αυτά που της προσφέρονται είναι θολά: υιοθετείται και είναι μεταξύ υπηρέτριας και ψυχοκόρης, περνάει συνέχεια εξετάσεις. Ένας άνθρωπος προσπαθεί να βρει συνεχώς τη θέση του μέσα σε ένα περιβάλλον. Εσύ εξυπηρετείς μόνο αυτό.
Κ.Γκ.: Θεωρώ ότι αυτή η ιστορία είναι εξαιρετικά επίκαιρη. Παρ’ όλο που η ταινία είναι μια ταινία εποχής δεν έχουμε να κάνουμε με εποχές. Έχουμε να κάνουμε με την επανάληψη της κοινωνίας, το πώς φέρεται απέναντι σε κάτι στο οποίο δεν έχει αναφορά, έχουμε να κάνουμε με την αγριότητα που υπάρχει γύρω μας. Καλούμαστε να είμαστε 100% λειτουργικοί για να μπορούμε να είμαστε εδώ και να μιλάμε. Έχουμε να κάνουμε με μια ταινία εποχής, αλλά και με αυτό που συμβαίνει πάντα και θα συνεχίσει να συμβαίνει γύρω από την αγριότητα της ύπαρξης, το πώς πρέπει να υπηρετείς προκαθορισμένους ρόλους και να μπορείς να επιβιώνεις για να μην πετιέσαι από τα τείχη έξω. Σίγουρα η ταινία αποφεύγει να είναι με συνηθισμένο τρόπο μια ταινία εποχής.
Δ.Μ.: Εξωτερικά έπρεπε να υποστηρίξουμε έναν τόπο και μια εποχή, ξέροντας μέσα μας ότι αυτή η ιστορία είναι και «ά-τοπη» και άχρονη.

Ενδιαφέρουσα είναι και η επιλογή όχι μόνο όσων βλέπουμε, αλλά και των στοιχείων που δεν βλέπουμε… Πώς επιλέξατε τι θα βάλετε και τι θα αφήσετε;
Δ.Μ.: Είναι πιο ωραίο και σαν γλώσσα και σαν χώρο που δίνεις στον θεατή να συμπληρώσει σιγά σιγά ένα παζλ. Του δίνεις κάτι μπουκιά – μπουκιά που να μπορεί να δουλεύει συνειρμικά και να μπορεί να συμπληρώνει πληροφορίες. Δρα πιο ζωντανά. Λειτουργεί περισσότερο ένα καθαρό αίσθημα. Τίποτα δεν ξέρει ο θεατής, που να μην αντιλαμβάνεται η Πολυξένη.
Πόσο δύσκολο ήταν να γυριστεί μια ταινία που αρκετά μεγάλο κομμάτι της χρησιμοποιεί την τουρκική γλώσσα;
Δ.Μ.: Υπήρχε από την αρχή σχεδόν, ήταν μια θρασεία απόφαση δική μου και τη «φορτώθηκε» η Κάτια. Μάθαμε λίγα τούρκικα.
Κ.Γκ.: Έχει ξαναχρειαστεί να μάθω άλλη γλώσσα για ταινία, αλλά όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό, γιατί το σενάριο της Πολυξένης είναι δίγλωσσο. Δεν είναι απλά ότι η Πολυξένη μιλάει τούρκικα, είναι ότι αυτή είναι η δεύτερη γλώσσα της. Επειδή με τη Δώρα συνεργαζόμασταν τόσο ωραία, σιγά σιγά το κατακτούσαμε. Η αγωνία μου ήταν μεγάλη -και ελπίζω να έχει βγει κάτι από αυτό- να μεταφέρω με τη γλώσσα αυτό που νιώθει σε κάθε στιγμή η Πολυξένη. Σίγουρα ήταν δύσκολο, είχε τρομερό άγχος και ήταν ρίσκο που το πήραμε από κοινού. Είχα και τρομερή υπομονή και χρόνο. Τα τούρκικα τα θυμάμαι ακόμα.
Η ταινία είναι ταυτόχρονα και μια μεγάλη παραγωγή. Πώς είναι να γυρίζει κανείς τέτοιες ταινίες στις σημερινές συνθήκες;
Δ.Μ.: Είναι λίγο τρελό. Είναι πολύ δύσκολο, απλώς όλο αυτό αφορά πάλι στους ανθρώπους. Πρέπει να έχεις την τύχη να βρεις αφοσιωμένους ανθρώπους, πέρα από το να είναι ικανοί και ταλαντούχοι. Να συναποφασίσουν να φορτωθούν στις πλάτες τους την ταινία και να σας δώσουν χρόνο.
Κάτια, μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι η Πολυξένη σε σχέση με το Σύμπτωμα είναι ένας χαρακτήρας σχεδόν αντίστροφος. Η Πολυξένη περιορίζεται από τον περίγυρο, ενώ δεν θέλει περιορισμούς, από την άλλη η Ηλέκτρα στο «Σύμπτωμα» αυτοπεριορίζεται. Αυτό το παιχνίδι του να κάνεις κάτι τελείως διαφορετικό κάθε φορά είναι κάτι που συνυπολογίζεις;
Κ.Γκ.: Δεν επιλέγω, δεν υπάρχει η πολυτέλεια της επιλογής. Υπάρχει η πολυτέλεια του ότι δουλεύεις για αυτά που πιστεύει αυτός που σε καλεί να δουλέψεις μαζί του, ότι μπορείς να τα φέρεις εις πέρας. Οι χαρακτήρες στις ταινίες που είχα κάνει πριν την Πολυξένη και η δομή των ταινιών ήταν κάπως διαφορετική. Στο Σύμπτωμα η ηρωίδα είναι αντίποδας, είναι μια ηρωίδα που πηγαίνει και δεν θέλει να προσπαθήσει να προσαρμοστεί σε κάτι. Με έναν περίεργο τρόπο και οι δύο ηρωίδες προσπαθούν να κρατήσουν το σπίτι, τον οίκο. Ο οίκος υπήρχε και στο Σύμπτωμα με έναν διαφορετικό τρόπο και διαφορετικό ύφος δουλειάς. Όλοι οι χαρακτήρες που έχω επιχειρήσει να προσεγγίσω είναι χαρακτήρες που με κάποιο τρόπο νοσούν. Ψάχνω να βρω τι είναι αυτό που κάνει αυτούς τους χαρακτήρες να νοσούν. Αν αυτοί οι χαρακτήρες δεν νοσούσαν, τότε δεν θα υπήρχαν ταινίες. Εγώ δεν θα μπορούσα να παίξω μια ηρωίδα εάν δεν με ενδιέφερε το πώς κοιτάζει.
Ποια θεωρείτε, λοιπόν, ότι είναι η θέση του σινεμά;
Δ.Μ.: Μου αρέσει η σύμβαση του αφηγούμαι μια ιστορία με αυτή τη γλώσσα. Που κάποιος μπαίνει σε μια ιστορία, συνοδοιπορεί με έναν ήρωα, θέλει να κάνει κάτι για να τον σώσει και μετά βγαίνει έξω και χαίρεται που κοινώνησε μια ιστορία. Αυτό είναι το σινεμά. Δεν σε σώζει από τίποτα, αλλά μπορεί να σε σώσει ένα βράδυ, μπορεί να σε βοηθήσει μετά από καιρό, μπορεί να σε κάνει να νιώσεις ότι την ξέρεις.
Κ.Γκ.: Μια σημείωση για το πόσο δύσκολο είναι να γυρίσεις μια ταινία, πόσο δύσκολο είναι να υπάρχει διανομή. Είναι πολύ σημαντικό να έρθει κάποιος να δει την ταινία, γιατί και εμάς μας κάνει να μην κουβεντιάζουμε συνέχεια μόνοι μας για τις ταινίες. Η Πολυξένη έγινε δύσκολα και αφήνουμε και πράγματα για να κάνουμε μια ταινία. Είναι πολύ σημαντικό κάποιος να βγει και η επιλογή του να είναι να μπει σε μια αίθουσα για να δει μια ταινία. Είναι μια αλυσίδα πραγμάτων. Αν η ταινία δεν πάει καλά, ούτε η επόμενη θα βρει διανομή, ούτε εγώ θα βρω να παίξω, ούτε η Δώρα να σκηνοθετήσει. Είναι ένας εν δυνάμει θεατής, να γίνει πραγματικός θεατής. Χρειαζόμαστε υποστήριξη.
Η ταινία «Πολυξένη, μια ιστορία από την Πόλη» προβάλλεται στις αίθουσες από τις 14 Δεκεμβρίου, σε διανομή Rosebud 21.