Editorial: 8 πρεμιέρες και ο θάνατος του ελληνικού box office
Οκτώ ταινίες βγήκαν την προηγούμενη Πέμπτη στις αίθουσες, ανάμεσά τους και τρεις παλαιότερες ταινίες. Δεν ξέρω σε ποιο κοινό νομίζουν ότι απευθύνονται κάποιες εταιρείες διανομής ή εάν συνειδητοποιούν τις συνθήκες που επικρατούν, ή ακόμα και την περίοδο (εν μέσω Παγκοσμίου Κυπέλλου 8 ταινίες μοιάζουν μάλλον αυτοκτονική επιλογή), αλλά η κατάσταση φαίνεται πλέον ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι.
Όταν μία καινούρια ταινία (ας μην πούμε ποια, δεν έχει σημασία) κόβει 44 εισιτήρια τη μέρα ανά αίθουσα προβολής, τι να πει κανείς; Και όσο και αν αγαπά το σινεμά, πώς να διορθωθεί η κατάσταση; Είναι βέβαια γνωστό ότι πλέον οι ταινίες κόβουν περισσότερα εισιτήρια στη διάρκεια της εβδομάδας (λόγω προσφορών) παρά στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου.
Και αν δεν έχουν γίνει γυρίσματα στην Ελλάδα, μην περιμένεις χαΐρι για τις περισσότερες ταινίες που προβάλλονται στα θερινά αυτή την περίοδο (ναι, για τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου μιλάμε).
Αρκεί αυτό; Σίγουρα όχι. Βλέπεις το πλήθος των ταινιών και οι περισσότερες από αυτές είναι αδιάφορες, ανούσιες, δεν αξίζουν ούτε τον κόπο σου ούτε τα χρήματα σου. Και η μανία των επανεκδόσεων (που πάντως φέτος φαίνεται να μειώνεται) θετική είναι μεν, αλλά για πόσες ταινίες μπορεί να γίνει, ειδικά όταν την ίδια στιγμή παλιές και άξιες λόγου ταινίες προβάλλονται δωρεάν στο Φεστιβάλ Θερινού Κινηματογράφου της Αθήνας.
Ποια θα μπορούσε να είναι η λύση; Λιγότερες και καλύτερες ταινίες, προσαρμοσμένες στην εποχή, ταινίες με νόημα ύπαρξης και θέασης, σε λιγότερες αίθουσες για περισσότερο καιρό (εάν η ταινία φαίνεται ότι «τραβάει»), προβολές στο πλαίσιο κάποιου Φεστιβάλ (πολύ περισσότερα εισιτήρια θα κόψει μια ταινία που θα προβληθεί μόλις ένα διήμερο στην Αθήνα, παρά εάν «τρέξει» ολόκληρη εβδομάδα), λιγότερες επανεκδόσεις και πάλι στο πλαίσιο Φεστιβάλ.
Δεν πιστεύω ότι το σινεμά έχει πεθάνει. Ούτε ότι το «κατέβασμα» μπορεί να αντικαταστήσει την κινηματογραφική εμπειρία. Ούτε ότι η κουλτούρα του τζάμπα κάνει τους ανθρώπους να μην πηγαίνουν σινεμά. Όλα αυτά μπορούν να διαμορφώσουν ένα κοινό που θα θέλει καλύτερο προϊόν και που κάποια στιγμή θα το αναζητήσει στην αίθουσα.
Εμείς είμαστε έτοιμοι να ανταποκριθούμε στις ανάγκες ενός τέτοιου κοινού;