Ένα Φανταστικό Σπίτι (Ideal Home)
H έμμεση μάχη για τα δικαιώματα ομοφυλόφυλων ζευγαριών μέσα από τις ταινίες, έχοντας εξαντλήσει το ζήτημα του γάμου (τουλάχιστον όσο αφορά τα ενδιαφέροντα του Χόλιγουντ) και στοχεύει στον επόμενο λόφο, που είναι η ανατροφή ενός παιδιού.
Ένα μεσήλικο ζευγάρι, (Στιβ Κούγκαν και Πολ Ραντ) απολαμβάνει τη ζωή του, με τα σκαμπανευάσματα της, με καθημερινά καβγαδάκια αλλά και ρομαντικές στιγμές. Ο ένας είναι μια μεγαλομανή τηλεπερσόνα, που ντυμένος καουμπόης μιλά για μαγειρική (ο Στιβ Κούγκαν στον πιο κόντρα ρόλο του, επιδιώκει να προσδώσει κωμικά στοιχεία με την υπερβολή), ο άλλος αναγκασμένος να ζει στο περιθώριο του, να γκρινιάζει αλλά να του κρατά τα χαλινάρια (ο Πολ Ραντ ο οποίος καταφέρνει να προσαρμώσει την γκέι χροιά στο παίξιμο του πιο φυσικά, διατηρώντας το προσωπικό του ύφος ακόμα και στον τρόπο που αστειεύεται). Όταν ο γιος του πρώτου, με τον οποίο δεν είχαν καλές σχέσεις, θα συλληφθεί, στο σπίτι του ζευγαριού εμφανίζεται ξαφνικά ένα μικρό παιδί κατά τη διάρκεια του πάρτι γενεθλίων του και θα τους ανακοινώσει ότι είναι ο εγγονός του. Η ζωή του ζευγαριού θα αλλάξει σημαντικά, καθώς το παιδί θα βγάλει από μέσα τους το γονικό ένστικο και παρά τα τραγελαφικά συμβάντα δεν θα τα πάνε κι άσχημα.
Η ταινία προσπαθεί να ισορροπήσει το δραματικό με το κωμικό στοιχείο. Μπορεί να μην είναι μια σπαρταριστή κωμωδία, αλλά σίγουρα θα περάσει πιο ανάλαφρα σημεία έντονης συναισθηματικής φόρτισης, διατηρώντας μια γλυκάδα. Είναι ξεκάθαρο ότι ρίχνει το μεγάλο βάρος της στους δυο κεντρικούς πρωταγωνιστές της, παρά στο παιδί, όπως και περισσότερο στην ελαφριά κωμωδία από το δράμα. Ο Ραντ μοιάζει να τα πάει καλύτερα, ο Κούγκαν μάλλον προσπάθησε να φτιάξει ένα χαρακτήρα δικής του εκδοχής από το Κλουβί με τις Τρελές (φυσκά χωρίς να τίθεται θέμα σύγκρισης με καμιά από τις δυο ταινίες). Μέσα από το χιούμορ η ταινία θα επιχειρήσει να περάσει από το φίλτρο της και να εξετάσει επιχειρήματα υπερ και κατά, για παράδειγμα τι γίνεται αν το παιδί πιάσει τους δυο μπαμπάδες του να κάνουν σεξ ή δει τη συλλογή με τις πορνοκασέτες τους, για να κορυφώσει σε τρφερότητα και να κλείσει με όμορφες εικόνες από οικογένειες ομοφιλόφυλων ζευγαριών με παιδιά.
Η κύρια ένσταση μου είναι στην διαρκή αντιπαράθεση του σεναρίου. Δηλαδή ότι επιλέγει να μας αντιπαραβάλει την αποτυχημένη οικογένεια του straight πατέρα που είναι πασιφανέστατα ανίκανος να αναθρέψει σωστά το γιό του (χωρισμένος, αλκοολικός, φέρεται άσχημα στο παιδί και έχει προβλήματα με το νόμο) ως αναγκαία συνθήκη για να δικαιολογηθεί η gay οικογένεια, σαν να θέλει συνεχώς να τονίσει ότι «σε σχέση με αυτό, χίλιες φορές καλύτερα να μεγαλώσει το παιδί με τους γκέι». Στο ζευγάρι από την άλλη υπερτονίζει ότι έχουν την οικονομική άνεση να παρέχουν όσα χρειάζεται το παιδί και με το παραπάνω. Με άλλα λόγια μοιάζει να είναι στην εσωτερική επιχειρηματολογία του, το αναγκαίο κακό ή το μη χειρότερα, που προσωπικά θεωρώ ότι είναι εξαρχής λανθασμένη προσέγγιση. Από κινηματογραφική αξία η ταινία δεν έχει να επιδείξει κάτι που να την κάνει ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες της σειράς (o σκηνοθέτης και σεναριογράφος της, Άντριου Φλέμινγκ, ασχολείται περισσότερο με σειρές και μάλλον δεν καταφέρνει να αποτινάξει από την ταινία του την τηλεοπτική αντίληψη), είναι πάντως ταινία που, καιρού επιτρέποντος, ταιριάζει καλύτερα σε θερινό.