ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Έτερος Εγώ

two-half-popcorn

Ελληνικό θρίλερ ευγενών προθέσεων από τον Σωτήρη Τσαφούλια (Κοινός Παρονομαστής).

Επιλέγοντας το σινεμά είδους, ο σκηνοθέτης Σωτήρης Τσαφούλιας κάνει αλματώδη βήματα μπροστά σε σχέση με την πρώτη του ταινία, αφηγούμενος μια ιστορία εγκλημάτων. Θέτοντας στο επίκεντρο ένα ελληνικό μυστήριο -την επίλυση μιας σειράς δολοφονιών που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό αρχαία ρητά του Πυθαγόρα-, η ταινία διαθέτει πρωτοτυπία στη θεματική της.

eteros-ego

Συνδυάζοντας την αρχαία ελληνική φιλοσοφία με τους φίλιους αριθμούς (ζεύγη θετικών ακεραίων αριθμών, στα όποια ο καθένας από αυτούς ισούται με το άθροισμα των διαιρετών του άλλου), ο Σωτήρης Τσαφούλιας φτιάχνει ένα πρωτότυπο θρίλερ, καταφέρνοντας να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή όσον αφορά τη λύση του μυστηρίου.

Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο Δημήτρης Λαΐνας, ένας σχεδόν «αυτιστικός» όπως χαρακτηρίζεται καθηγητής εγκληματολογίας, ο οποίος καλείται να βοηθήσει την έρευνα της αστυνομίας. Στην προσπάθειά του αυτή δέχεται βοήθεια όχι από έναν, αλλά από δύο μέντορες (ο Δημήτρης Καταλειφός και ο Φρανσουά Κλουζέ, ο σταρ με μια μικρή χαρακτηριστική εμφάνιση). Αυτό σε συνδυασμό ότι την ταυτότητα του δολοφόνου την μαθαίνουμε στο τέλος -οπότε δεν μιλάμε όπως σε πολλά αμερικανικά θρίλερ για την συνάντηση και σύγκρουση δύο μεγάλων μυαλών- αφαιρούν από τη δραματικότητα του σεναρίου. Σε όλα αυτά να προστεθεί ότι οι αποκαλύψεις είναι μεν ενδιαφέρουσες, αλλά μερικές φορές δεν συνάδουν με την παρουσίαση και την ανάπτυξη των χαρακτήρων έτσι όπως αυτή έχει παρουσιαστεί επί της οθόνης.

Υπάρχουν στιγμές που η φιλόδοξη αυτή παραγωγή δεν θα καταφέρει να φτάσει το production value αντίστοιχων ταινιών του εξωτερικού και ορισμένες από τις ανατροπές είναι μάλλον αναμενόμενες, ακόμα και «εύκολες», ενώ άλλες επιλογές φαντάζουν μελοδραματικές και ηθικολογικές.

eteros-ego005

Παρ’ όλα αυτά πρόκειται για μία αξιέπαινη προσπάθεια που σίγουρα θα κεντρίσει το ενδιαφέρον του κοινού -η ταινία κατέκτησε δύο βραβεία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ανάμεσά τους και το βραβείο κοινού.

Αν για μένα υπάρχει ένα μεγάλο ατόπημα στην ταινία, αυτό αφορά την ερμηνεία του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη. Ο ηθοποιός καλείται να σηκώσει στους ώμους του το δραματικό βάρος της ταινίας. Και παρ’ όλο που το ταλέντο του είναι δεδομένο (στην προηγούμενη ταινία του Σ.Τσαφούλια ήταν ο καλύτερος από τους πρωταγωνιστές), εδώ δεν καταφέρνει να δώσει τα απαιτούμενα. Ίσως φταίει και η λειψή ανάπτυξη του χαρακτήρα, αλλά -παρά τις προσπάθειες επεξήγησης-  ο θεατής δεν μπορεί να κατανοήσει γιατί ο Δαδακαρίδης είναι τόσο υποτονικός.

Τελικά να τη δω;

Ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα, αμηχανία στην εκτέλεση, αλλά συνολικά μια αξιέπαινη προσπάθεια.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *