Fear and Desire, η πρώτη ταινία του Κιούμπρικ
Προβλήθηκε στο πρόσφατο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου και επιστρέφει και πάλι στις αίθουσες. Ο λόγος για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Fear and Desire. Ο γνωστός για την τελειομανία του Κιούμπρικ δεν έμεινε καθόλου ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και αργότερα στην καριέρα του λέγεται ότι προσπάθησε (ευτυχώς χωρίς επιτυχία) να καταστρέψει όλες τις κόπιες της ταινίας.
Γυρισμένη το 1953 -πριν από το σαφώς ανώτερο Paths of Glory-, το Fear and Desire περιλαμβάνει τις πρώτες ενδείξεις του σκηνοθετικού μεγαλείου του Κιούμπρικ.
Ήταν μόλις 24 ετών, είχε παντρευτεί και ζούσε στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, όπου πολλές καλλιτεχνικές ιδέες αναπτύσσονταν: Ο νεαρός Κιούμπρικ είχε μόλις σταματήσει να εργάζεται για το περιοδικό Look σαν φωτογράφος (περισσότερα διαβάστε εδώ) και είχε αποφασίσει να γυρίσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία.
Ο προϋπολογισμός της ταινίας έφτανε τα 10.000 δολάρια (αρχικό ποσό), χρήματα που συγκέντρωσε από τη δουλειά του στο περιοδικό Look, καθώς και από έναν θείο του, τον Μάρτιν Πέρβελερ που είχε φαρμακείο.
Τρεις στρατιώτες και ο λοχαγός τους έχουν αποκλειστεί πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολη, με αποτέλεσμα οι σωματικές και ψυχολογικές προκλήσεις για τους ήρωες να γίνονται όλο και μεγαλύτερες.
Σε σενάριο του εφηβικού του φίλου, Χάουαρντ Σάκλερ, το Fear and Desire εξερευνά αυτό ακριβώς που αναφέρει ο τίτλος: μία κατάσταση φόβων και επιθυμιών.
Ο ίδιος δεν έμεινε καθόλου ευχαριστημένος: «Είναι σαν το σκίτσο ενός παιδιού που κολλάμε στο ψυγείο» συνήθιζε να λέει. «Μια αδέξια ερασιτεχνική άσκηση που γράφτηκε από έναν αποτυχημένο ποιητή, βοήθησαν μερικοί φίλοι να γυριστεί και αποτελεί μια εντελώς ανίκανη παραξενιά: είναι βαρετή και επιτηδευμένη». Αυτός υπήρξε ένας (ακόμη) από τους χαρακτηρισμούς του σκηνοθέτη για την ταινία.
Σε μία συνέντευξή του το 1966 , ο Κιούμπρικ λέει για το Fear and Desire ότι την εποχή που ζούσε στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, ο Σάκλερ έγραψε ένα «πολύ βαρετό σενάριο», αλλά με μία «σοβαρή και αλληγορική ιστορία», την οποία αποφάσισε να κάνει ταινία.
«Σκέφτηκα: δεν μπορεί η ταινία μου να είναι χειρότερη από αυτές που βλέπω κάθε εβδομάδα στις αίθουσες. Ήθελα η ταινία μου να είναι ποιητική και γεμάτη νόημα» λέει αν και τα «φαρμακερά του σχόλια» για την ταινία του δεν σταματούν: «Με εξαίρεση έναν δύο ηθοποιούς, οι ερμηνείες των υπολοίπων ήταν απαίσιες και εγώ δεν είχα ιδέα για το πώς σκηνοθετείς έναν ηθοποιό» τονίζει ο σκηνοθέτης.
Ο Κιούμπρικ ήταν μάλλον αυστηρός με την ταινία του. Ναι, οι ερμηνείες είναι μάλλον άτεχνες (τους βασικούς ρόλους ερμηνεύουν οι Φρανκ Σιλβέρα, Κένεθ Χαρπ, Πολ Μαζούρσκι, Στιβ Κόιτ), ωστόσο ο σκηνοθέτης επιδεικνύει ξεκάθαρα δείγματα της ιδιαίτερης κινηματογραφικής γραφής του.
Το περιβάλλον μοιάζει παράξενο, όχι επειδή ο Κιούμπρικ επιλέγει να το δείξει απειλητικό (κάθε άλλο, το δάσος μοιάζει φωτεινό και γεμάτο ζωή), αλλά επειδή ο συνεχής ήχος του πολέμου (βόμβες που πέφτουν καθ” όλη τη διάρκεια της ταινίας που διαρκεί 62 λεπτά), οι εσωτερικές αναζητήσεις των ηρώων και σκηνές αλληγορικές (ένα κορίτσι στο ποτάμι, ένας σκύλος) που συνδυάζονται με άλλες απόλυτα πραγματικές (όπως η έφοδος στην καμπίνα, η οποία είναι σχεδόν εξπρεσιονιστικά μονταρισμένη) κάνουν την ταινία αλλόκοτη, αλλά γοητευτική.
Σίγουρα υπάρχουν στιγμές που το Fear and Desire μοιάζει εξεζητημένο, αλλά για τους θαυμαστές του Κιούμπρικ αρκεί η παρατήρηση ότι τον σκηνοθέτη απασχολούν στην ταινία θεματικές που βρίσκουμε αργότερα στο έργο του (η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και το πώς αυτή συνδέεται με τον ευρύτερο φόβο του θανάτου, ή η τρέλα του πολέμου για παράδειγμα). Μεγάλο ρόλο παίζει και η έννοια του διπλού, του doppelganger, μία έννοια που βρίσκουμε ξανά στο σκηνοθέτη σε ταινίες όπως η Λολίτα ή η Λάμψη.
Ο Κιούμπρικ γύρισε την ταινία χωρίς ήχο και πρόσθεσε διάλογο στη συνέχεια, μαζί με τη μουσική και τα ηχητικά εφέ. Αυτό αύξησε το κόστος του φιλμ (λέγεται ότι τελικά κόστισε περίπου 33.000 δολάρια), γεγονός που τον ανάγκασε να εργαστεί ως βοηθός σκηνοθέτη σε μια τηλεταινία για τον Αβραάμ Λίνκολν, προκειμένου να βρει τα χρήματα για να τελειώσει το Fear and Desire.
Η ταινία προβλήθηκε τελικά σε περιορισμένο κύκλωμα αιθουσών και παρ” όλο που εξαιτίας της δημοτικότητας του σκηνοθέτη απέκτησε φήμη, έχει προβληθεί μέχρι σήμερα πολύ λίγες φορές σε αίθουσα.
Διαβάστε επίσης: